Słownik grecko-angielski z kodami Strong'a
- 0001
-
ΑAlpha
- 0002
-
ἈαρώνAaron
- 0003
-
ἈβαδδώνAbaddon
- 0004
-
ἀβαρήςfrom being burdensome
- 0005
-
ἈββᾶAbba
- 0006
-
ἌβελAbel
- 0007
-
ἈβιάAbia
- 0008
-
ἈβιαθάρAbiathar
- 0009
-
ἈβιληνήAbilene
- 0010
-
ἈβιούδAbiud
- 0011
-
ἈβραάμAbraham
- 0012
-
ἄβυσσοςdeep
- 0013
-
ἌγαβοςAgabus
- 0014
-
ἀγαθοεργέωdo good
- 0015
-
ἀγαθοποιέωdo good
- 0016
-
ἀγαθοποιΐαwell-doing
- 0017
-
ἀγαθοποιόςthem that do well
- 0018
-
ἀγαθόςbenefit
- 0019
-
ἀγαθωσύνηgoodness
- 0020
-
ἀγαλλίασιςgladness
- 0021
-
ἀγαλλιάωbe glad
- 0022
-
ἄγαμοςunmarried
- 0023
-
ἀγανακτέωbe much displeased
- 0024
-
ἀγανάκτησιςindignation
- 0025
-
ἀγαπάωlove
- 0026
-
ἀγάπηcharity
- 0027
-
ἀγαπητόςbeloved
- 0028
-
ἌγαρHagar
- 0029
-
ἀγγαρεύωcompel
- 0030
-
ἀγγεῖονvessel
- 0031
-
ἀγγελίαmessage
- 0032
-
ἄγγελοςangel
- 0033
-
ἄγεgo to
- 0034
-
ἀγέληherd
- 0035
-
ἀγενεαλόγητοςwithout descent
- 0036
-
ἀγενήςbase things
- 0037
-
ἁγιάζωhallow
- 0038
-
ἁγιασμόςholiness
- 0039
-
ἅγιονholiest
- 0040
-
ἅγιοςholy
- 0041
-
ἁγιότηςholiness
- 0042
-
ἁγιωσύνηholiness
- 0043
-
ἀγκάληarm
- 0044
-
ἄγκιστρονhook
- 0045
-
ἄγκυραanchor
- 0046
-
ἄγναφοςnew
- 0047
-
ἁγνείαpurity
- 0048
-
ἁγνίζωpurify
- 0049
-
ἁγνισμόςpurification
- 0050
-
ἀγνοέωignorant
- 0051
-
ἀγνόημαerror
- 0052
-
ἄγνοιαignorance
- 0053
-
ἁγνόςchaste
- 0054
-
ἁγνότηςpureness
- 0055
-
ἁγνῶςsincerely
- 0056
-
ἀγνωσίαignorance
- 0057
-
ἄγνωστοςunknown
- 0058
-
ἀγοράmarket
- 0059
-
ἀγοράζωbuy
- 0060
-
ἀγοραῖοςbaser sort
- 0061
-
ἄγραdraught
- 0062
-
ἀγράμματοςunlearned
- 0063
-
ἀγραυλέωabide in the field
- 0064
-
ἀγρεύωcatch
- 0065
-
ἀγριέλαιοςolive tree wild
- 0066
-
ἄγριοςwild
- 0067
-
ἈγρίππαςAgrippa
- 0068
-
ἀγρόςcountry
- 0069
-
ἀγρυπνέωwatch
- 0070
-
ἀγρυπνίαwatch
- 0071
-
ἄγωbe
- 0072
-
ἀγωγήmanner of life
- 0073
-
ἀγώνconflict
- 0074
-
ἀγωνίαagony
- 0075
-
ἀγωνίζομαιfight
- 0076
-
ἈδάμAdam
- 0077
-
ἀδάπανοςwithout expense
- 0078
-
ἈδδίAddi
- 0079
-
ἀδελφήsister
- 0080
-
ἀδελφόςbrother
- 0081
-
ἀδελφότηςbrethren
- 0082
-
ἄδηλοςappear not
- 0083
-
ἀδηλότηςuncertain
- 0084
-
ἀδήλωςuncertainly
- 0085
-
ἀδημονέωbe full of heaviness
- 0086
-
ᾅδηςgrave
- 0087
-
ἀδιάκριτοςwithout partiality
- 0088
-
ἀδιάλειπτοςwithout ceasing
- 0089
-
ἀδιαλείπτωςwithout ceasing
- 0090
-
ἀδιαφθορίαuncorruptness
- 0091
-
ἀδικέωhurt
- 0092
-
ἀδίκημαevil doing
- 0093
-
ἀδικίαiniquity
- 0094
-
ἄδικοςunjust
- 0095
-
ἀδίκωςwrongfully
- 0096
-
ἀδόκιμοςcastaway
- 0097
-
ἄδολοςsincere
- 0098
-
Ἀδραμυττηνόςof Adramyttium
- 0099
-
ἈδρίαςAdria
- 0100
-
ἁδρότηςabundance
- 0101
-
ἀδυνατέωbe impossible
- 0102
-
ἀδύνατοςcould not do
- 0103
-
ᾄδωsing
- 0104
-
ἀείalways
- 0105
-
ἀετόςeagle
- 0106
-
ἄζυμοςunleavened
- 0107
-
ἈζώρAzorigin
- 0108
-
ἌζωτοςAzotus
- 0109
-
ἀήρair
- 0110
-
ἀθανασίαimmortality
- 0111
-
ἀθέμιτοςabominable
- 0112
-
ἄθεοςwithout God
- 0113
-
ἄθεσμοςwicked
- 0114
-
ἀθετέωcast off
- 0115
-
ἀθέτησιςdisannulling
- 0116
-
ἈθῆναιAthens
- 0117
-
ἈθηναῖοςAthenian
- 0118
-
ἀθλέωstrive
- 0119
-
ἄθλησιςfight
- 0120
-
ἀθυμέωbe dismayed
- 0121
-
ἄθωοςinnocent
- 0122
-
αἴγειοςgoat
- 0123
-
αἰγιαλόςshore
- 0124
-
ΑἰγύπτιοςEgyptian
- 0125
-
ΑἴγυπτοςEgypt
- 0126
-
ἀΐδιοςeternal
- 0127
-
αἰδώςreverence
- 0128
-
ΑἰθίοψEthiopian
- 0129
-
αἷμαblood
- 0130
-
αἱματεκχυσίαshedding of blood
- 0131
-
αἱμοῤῥέωdiseased with an issue of blood
- 0132
-
ΑἰνέαςÆneas
- 0133
-
αἴνεσιςpraise
- 0134
-
αἰνέωpraise
- 0135
-
αἴνιγμαdarkly
- 0136
-
αἶνοςpraise
- 0137
-
ΑἰνώνÆnon
- 0138
-
αἱρέομαιchoose
- 0139
-
αἵρεσιςheresy
- 0140
-
αἱρετίζωchoose
- 0141
-
αἱρετικόςheretic
- 0142
-
αἴρωaway with
- 0143
-
αἰσθάνομαιperceive
- 0144
-
αἴσθησιςjudgment
- 0145
-
αἰσθητήριονsenses
- 0146
-
αἰσχροκερδήςgiven to filthy lucre
- 0147
-
αἰσχροκερδῶςfor filthy lucre's sake
- 0148
-
αἰσχρολογίαfilthy communication
- 0149
-
αἰσχρόνshame
- 0150
-
αἰσχρόςfilthy
- 0151
-
αἰσχρότηςfilthiness
- 0152
-
αἰσχύνηdishonesty
- 0153
-
αἰσχύνομαιbe ashamed
- 0154
-
αἰτέωask
- 0155
-
αἴτημαpetition
- 0156
-
αἰτίαaccusation
- 0157
-
αἰτίαμαcomplaint
- 0158
-
αἴτιονcause
- 0159
-
αἴτιοςauthor
- 0160
-
αἰφνίδιοςsudden
- 0161
-
αἰχμαλωσίαcaptivity
- 0162
-
αἰχμαλωτεύωlead captive
- 0163
-
αἰχμαλωτίζωlead away captive
- 0164
-
αἰχμάλωτοςcaptive
- 0165
-
αἰώνage
- 0166
-
αἰώνιοςeternal
- 0167
-
ἀκαθαρσίαuncleanness
- 0168
-
ἀκαθάρτηςfilthiness
- 0169
-
ἀκάθαρτοςfoul
- 0170
-
ἀκαιρέομαιlack opportunity
- 0171
-
ἀκαίρωςout of season
- 0172
-
ἄκακοςharmless
- 0173
-
ἄκανθαthorn
- 0174
-
ἀκάνθινοςof thorns
- 0175
-
ἄκαρποςwithout fruit
- 0176
-
ἀκατάγνωστοςthat cannot be condemned
- 0177
-
ἀκατακάλυπτοςuncovered
- 0178
-
ἀκατάκριτοςuncondemned
- 0179
-
ἀκατάλυτοςendless
- 0180
-
ἀκατάπαυστοςthat cannot cease
- 0181
-
ἀκαταστασίαcommotion
- 0182
-
ἀκατάστατοςunstable
- 0183
-
ἀκατάσχετοςunruly
- 0184
-
ἈκελδαμάAceldama
- 0185
-
ἀκέραιοςharmless
- 0186
-
ἀκλινήςwithout wavering
- 0187
-
ἀκμάζωbe fully ripe
- 0188
-
ἀκμήνyet
- 0189
-
ἀκοήaudience
- 0190
-
ἀκολουθέωfollow
- 0191
-
ἀκούωgive audience
- 0192
-
ἀκρασίαexcess
- 0193
-
ἀκρατήςincontinent
- 0194
-
ἄκρατοςwithout mixture
- 0195
-
ἀκρίβειαperfect manner
- 0196
-
ἀκριβέστατοςmost straitest
- 0197
-
ἀκριβέστερονmore perfect
- 0198
-
ἀκριβόωenquire diligently
- 0199
-
ἀκριβῶςcircumspectly
- 0200
-
ἀκρίςlocust
- 0201
-
ἀκροατήριονplace of hearing
- 0202
-
ἀκροατήςhearer
- 0203
-
ἀκροβυστίαnot circumcised
- 0204
-
ἀκρογωνιαῖοςchief corner
- 0205
-
ἀκροθίνιονspoils
- 0206
-
ἄκρονone end… other
- 0207
-
ἈκύλαςAquila
- 0208
-
ἀκυρόωdisannul
- 0209
-
ἀκωλύτωςno man forbidding him
- 0210
-
ἄκωνagainst the will
- 0211
-
ἀλάβαστρονbox
- 0212
-
ἀλαζονείαboasting
- 0213
-
ἀλαζώνboaster
- 0214
-
ἀλαλάζωtinkle
- 0215
-
ἀλάλητοςunutterable
- 0216
-
ἄλαλοςdumb
- 0217
-
ἅλαςsalt
- 0218
-
ἀλείφωanoint
- 0219
-
ἀλεκτοροφωνίαcockcrowing
- 0220
-
ἀλέκτωρcock
- 0221
-
Ἀλεξανδρεύςof Alexandria
- 0222
-
Ἀλεξανδρῖνοςof Alexandria
- 0223
-
ἈλέξανδροςAlexander
- 0224
-
ἄλευρονmeal
- 0225
-
ἀλήθειαtrue
- 0226
-
ἀληθεύωspeak the truth
- 0227
-
ἀληθήςtrue
- 0228
-
ἀληθινόςtrue
- 0229
-
ἀλήθωgrind
- 0230
-
ἀληθῶςindeed
- 0231
-
ἁλιεύςfisher
- 0232
-
ἁλιεύωgo a-fishing
- 0233
-
ἁλίζωsalt
- 0234
-
ἀλίσγεμαpollution
- 0235
-
ἀλλάand
- 0236
-
ἀλλάσσωchange
- 0237
-
ἀλλαχόθενsome other way
- 0238
-
ἀλληγορέωbe an allegory
- 0239
-
ἀλληλουϊαalleluiah
- 0240
-
ἀλλήλωνeach other
- 0241
-
ἀλλογενήςstranger
- 0242
-
ἅλλομαιleap
- 0243
-
ἄλλοςmore
- 0244
-
ἀλλοτριεπίσκοποςbusybody in other men's matters
- 0245
-
ἀλλότριοςalien
- 0246
-
ἀλλόφυλοςone of another nation
- 0247
-
ἄλλωςotherwise
- 0248
-
ἀλοάωthresh
- 0249
-
ἄλογοςbrute
- 0250
-
ἀλόηaloes
- 0251
-
ἅλςsalt
- 0252
-
ἁλυκόςsalt
- 0253
-
ἀλυπότεροςless sorrowful
- 0254
-
ἅλυσιςbonds
- 0255
-
ἀλυσιτελήςunprofitable
- 0256
-
ἈλφαῖοςAlpheus
- 0257
-
ἅλωνfloor
- 0258
-
ἀλώπηξfox
- 0259
-
ἅλωσιςcapture
- 0260
-
ἅμαalso
- 0261
-
ἀμαθήςunlearned
- 0262
-
ἀμαράντινοςthat fadeth not away
- 0263
-
ἀμάραντοςthat fadeth not away
- 0264
-
ἁμαρτάνωfor your faults
- 0265
-
ἁμάρτημαsin
- 0266
-
ἁμαρτίαoffence
- 0267
-
ἀμάρτυροςwithout witness
- 0268
-
ἁμαρτωλόςsinful
- 0269
-
ἄμαχοςnot a brawler
- 0270
-
ἀμάωreap down
- 0271
-
ἀμέθυστοςamethyst
- 0272
-
ἀμελέωmake light of
- 0273
-
ἄμεμπτοςblameless
- 0274
-
ἀμέμπτωςblameless
- 0275
-
ἀμέριμνοςwithout care
- 0276
-
ἀμετάθετοςimmutable
- 0277
-
ἀμετακίνητοςunmovable
- 0278
-
ἀμεταμέλητοςwithout repentance
- 0279
-
ἀμετανόητοςimpenitent
- 0280
-
ἄμετροςwithout measure
- 0281
-
ἀμήνamen
- 0282
-
ἀμήτωρwithout mother
- 0283
-
ἀμίαντοςundefiled
- 0284
-
ἈμιναδάβAminadab
- 0285
-
ἄμμοςsand
- 0286
-
ἀμνόςlamb
- 0287
-
ἀμοιβήrequite
- 0288
-
ἄμπελοςvine
- 0289
-
ἀμπελουργόςvine-dresser
- 0290
-
ἀμπελώνvineyard
- 0291
-
ἈμπλίαςAmplias
- 0292
-
ἀμύνομαιdefend
- 0293
-
ἀμφίβληστρονnet
- 0294
-
ἀμφιέννυμιclothe
- 0295
-
ἈμφίπολιςAmphipolis
- 0296
-
ἄμφοδονwhere two ways meet
- 0297
-
ἀμφότεροςboth
- 0298
-
ἀμώμητοςblameless
- 0299
-
ἄμωμοςwithout blame
- 0300
-
ἈμώνAmon
- 0301
-
ἈμώςAmos
- 0302
-
ἄνwhatsoever
- 0303
-
ἀνάand
- 0304
-
ἀναβαθμόςstairs
- 0305
-
ἀναβαίνωarise
- 0306
-
ἀναβάλλομαιdefer
- 0307
-
ἀναβιβάζωdraw
- 0308
-
ἀναβλέπωlook
- 0309
-
ἀνάβλεψιςrecovery of sight
- 0310
-
ἀναβοάωcry
- 0311
-
ἀναβολήdelay
- 0312
-
ἀναγγέλλωdeclare
- 0313
-
ἀναγεννάωbeget
- 0314
-
ἀναγινώσκωread
- 0315
-
ἀναγκάζωcompel
- 0316
-
ἀναγκαῖοςnear
- 0317
-
ἀναγκαστῶςby constraint
- 0318
-
ἀνάγκηdistress
- 0319
-
ἀναγνωρίζομαιbe made known
- 0320
-
ἀνάγνωσιςreading
- 0321
-
ἀνάγωbring
- 0322
-
ἀναδείκνυμιappoint
- 0323
-
ἀνάδειξιςshewing
- 0324
-
ἀναδέχομαιreceive
- 0325
-
ἀναδίδωμιdeliver
- 0326
-
ἀναζάωlive again
- 0327
-
ἀναζητέωseek
- 0328
-
ἀναζώννυμιgird up
- 0329
-
ἀναζωπυρέωstir up
- 0330
-
ἀναθάλλωflourish again
- 0331
-
ἀνάθεμαaccused
- 0332
-
ἀναθεματίζωcurse
- 0333
-
ἀναθεωρέωbehold
- 0334
-
ἀνάθημαgift
- 0335
-
ἀναίδειαimportunity
- 0336
-
ἀναίρεσιςdeath
- 0337
-
ἀναιρέωput to death
- 0338
-
ἀναίτιοςblameless
- 0339
-
ἀνακαθίζωsit up
- 0340
-
ἀνακαινίζωrenew
- 0341
-
ἀνακαινόωrenew
- 0342
-
ἀνακαίνωσιςrenewing
- 0343
-
ἀνακαλύπτωopen
- 0344
-
ἀνακάμπτωturn
- 0345
-
ἀνακεῖμαιguest
- 0346
-
ἀνακεφαλαίομαιbriefly comprehend
- 0347
-
ἀνακλίνωlay
- 0348
-
ἀνακόπτωhinder
- 0349
-
ἀνακράζωcry out
- 0350
-
ἀνακρίνωask
- 0351
-
ἀνάκρισιςexamination
- 0352
-
ἀνακύπτωlift up
- 0353
-
ἀναλαμβάνωreceive up
- 0354
-
ἀνάληψιςtaking up
- 0355
-
ἀναλίσκωconsume
- 0356
-
ἀναλογίαproportion
- 0357
-
ἀναλογίζομαιconsider
- 0358
-
ἄναλοςlose saltness
- 0359
-
ἀνάλυσιςdeparture
- 0360
-
ἀναλύωdepart
- 0361
-
ἀναμάρτητοςthat is without sin
- 0362
-
ἀναμένωwait for
- 0363
-
ἀναμιμνήσκωcall to mind
- 0364
-
ἀνάμνησιςremembrance
- 0365
-
ἀνανεόωrenew
- 0366
-
ἀνανήφωrecover self
- 0367
-
ἈνανίαςAnanias
- 0368
-
ἀναντίῤῥητοςcannot be spoken against
- 0369
-
ἀναντιῤῥήτωςwithout gainsaying
- 0370
-
ἀνάξιοςunworthy
- 0371
-
ἀναξίωςunworthily
- 0372
-
ἀνάπαυσιςrest
- 0373
-
ἀναπαύωtake ease
- 0374
-
ἀναπείθωpersuade
- 0375
-
ἀναπέμπωsend
- 0376
-
ἀνάπηροςmaimed
- 0377
-
ἀναπίπτωlean
- 0378
-
ἀναπληρόωfill up
- 0379
-
ἀναπολόγητοςwithout an excuse
- 0380
-
ἀναπτύσσωopen
- 0381
-
ἀνάπτωkindle
- 0382
-
ἀναρίθμητοςinnumerable
- 0383
-
ἀνασείωmove
- 0384
-
ἀνασκευάζωsubvert
- 0385
-
ἀνασπάωdraw up
- 0386
-
ἀνάστασιςraised to life again
- 0387
-
ἀναστατόωtrouble
- 0388
-
ἀνασταυρόωcrucify afresh
- 0389
-
ἀναστενάζωsigh deeply
- 0390
-
ἀναστρέφωabide
- 0391
-
ἀναστροφήconversation
- 0392
-
ἀνατάσσομαιset in order
- 0393
-
ἀνατέλλωrise
- 0394
-
ἀνατίθεμαιcommunicate
- 0395
-
ἀνατολήdayspring
- 0396
-
ἀνατρέπωoverthrow
- 0397
-
ἀνατρέφωbring up
- 0398
-
ἀναφαίνωappear
- 0399
-
ἀναφέρωbear
- 0400
-
ἀναφωνέωspeak out
- 0401
-
ἀνάχυσιςexcess
- 0402
-
ἀναχωρέωdepart
- 0403
-
ἀνάψυξιςrevival
- 0404
-
ἀναψύχωrefresh
- 0405
-
ἀνδραποδιστήςmenstealer
- 0406
-
ἈνδρέαςAndrew
- 0407
-
ἀνδρίζομαιquit like men
- 0408
-
ἈνδρόνικοςAdronicus
- 0409
-
ἀνδροφόνοςmanslayer
- 0410
-
ἀνέγκλητοςblameless
- 0411
-
ἀνεκδιήγητοςunspeakable
- 0412
-
ἀνεκλάλητοςunspeakable
- 0413
-
ἀνέκλειπτοςthat faileth not
- 0414
-
ἀνεκτότεροςmore tolerable
- 0415
-
ἀνελεήμωνunmerciful
- 0416
-
ἀνεμίζωdrive with the wind
- 0417
-
ἄνεμοςwind
- 0418
-
ἀνένδεκτοςimpossible
- 0419
-
ἀνεξερεύνητοςunsearchable
- 0420
-
ἀνεξίκακοςpatient
- 0421
-
ἀνεξιχνίαστοςpast finding out; unsearchable
- 0422
-
ἀνεπαίσχυντοςnot ashamed
- 0423
-
ἀνεπίληπτοςblameless
- 0424
-
ἀνέρχομαιgo up
- 0425
-
ἄνεσιςeased
- 0426
-
ἀνετάζωexamined
- 0427
-
ἄνευwithout
- 0428
-
ἀνεύθετοςnot commodious
- 0429
-
ἀνευρίσκωfind
- 0430
-
ἀνέχομαιbear with
- 0431
-
ἀνεψιόςsister's son
- 0432
-
ἄνηθονanise
- 0433
-
ἀνήκωconvenient
- 0434
-
ἀνήμεροςfierce
- 0435
-
ἀνήρfellow
- 0436
-
ἀνθίστημιresist
- 0437
-
ἀνθομολογέομαιgive thanks
- 0438
-
ἄνθοςflower
- 0439
-
ἀνθρακιάfire of coals
- 0440
-
ἄνθραξcoal of fire
- 0441
-
ἀνθρωπάρεσκοςmen-pleaser
- 0442
-
ἀνθρώπινοςhuman
- 0443
-
ἀνθρωποκτόνοςmurderer
- 0444
-
ἄνθρωποςcertain
- 0445
-
ἀνθυπατεύωbe the deputy
- 0446
-
ἀνθύπατοςdeputy
- 0447
-
ἀνίημιforbear
- 0448
-
ἀνίλεωςwithout mercy
- 0449
-
ἄνιπτοςunwashen
- 0450
-
ἀνίστημιarise
- 0451
-
ἌνναAnna
- 0452
-
ἌνναςAnnas
- 0453
-
ἀνόητοςfool
- 0454
-
ἄνοιαfolly
- 0455
-
ἀνοίγωopen
- 0456
-
ἀνοικοδομέωbuild again
- 0457
-
ἄνοιξιςopen
- 0458
-
ἀνομίαiniquity
- 0459
-
ἄνομοςwithout law
- 0460
-
ἀνόμωςwithout law
- 0461
-
ἀνορθόωlift up
- 0462
-
ἀνόσιοςunholy
- 0463
-
ἀνοχήforbearance
- 0464
-
ἀνταγωνίζομαιstrive against
- 0465
-
ἀντάλλαγμαin exchange
- 0466
-
ἀνταναπληρόωfill up
- 0467
-
ἀνταποδίδωμιrecompense
- 0468
-
ἀνταπόδομαrecompense
- 0469
-
ἀνταπόδοσιςreward
- 0470
-
ἀνταποκρίνομαιanswer again
- 0471
-
ἀντέπωgainsay
- 0472
-
ἀντέχομαιhold fast
- 0473
-
ἀντίfor
- 0474
-
ἀντιβάλλωhave
- 0475
-
ἀντιδιατίθεμαιthat oppose themselves
- 0476
-
ἀντίδικοςadversary
- 0477
-
ἀντίθεσιςopposition
- 0478
-
ἀντικαθίστημιresist
- 0479
-
ἀντικαλέωbid again
- 0480
-
ἀντίκειμαιadversary
- 0481
-
ἀντικρύover against
- 0482
-
ἀντιλαμβάνομαιhelp
- 0483
-
ἀντιλέγωanswer again
- 0484
-
ἀντίληψιςhelp
- 0485
-
ἀντιλογίαcontradiction
- 0486
-
ἀντιλοιδορέωrevile again
- 0487
-
ἀντίλυτρονransom
- 0488
-
ἀντιμετρέωmeasure again
- 0489
-
ἀντιμισθίαrecompense
- 0490
-
ἈντιόχειαAntioch
- 0491
-
Ἀντιοχεύςof Antioch
- 0492
-
ἀντιπαρέρχομαιpass by on the other side
- 0493
-
ἈντίπαςAntipas
- 0494
-
ἈντιπατρίςAntipatris
- 0495
-
ἀντιπέρανover against
- 0496
-
ἀντιπίπτωresist
- 0497
-
ἀντιστρατεύομαιwar against
- 0498
-
ἀντιτάσσομαιoppose themselves
- 0499
-
ἀντίτυπονfigure
- 0500
-
ἀντίχριστοςantichrist
- 0501
-
ἀντλέωdraw
- 0502
-
ἄντλημαthing to draw with
- 0503
-
ἀντοφθαλμέωbear up into
- 0504
-
ἄνυδροςdry
- 0505
-
ἀνυπόκριτοςwithout dissimulation
- 0506
-
ἀνυπότακτοςdisobedient
- 0507
-
ἄνωabove
- 0508
-
ἀνώγεονupper room
- 0509
-
ἄνωθενfrom above
- 0510
-
ἀνωτερικόςupper
- 0511
-
ἀνώτεροςabove
- 0512
-
ἀνωφελήςunprofitable
- 0513
-
ἀξίνηaxe
- 0514
-
ἄξιοςdue reward
- 0515
-
ἀξιόωdesire
- 0516
-
ἀξίωςas becometh
- 0517
-
ἀόρατοςinvisible
- 0518
-
ἀπαγγέλλωbring word
- 0519
-
ἀπάγχομαιhang himself
- 0520
-
ἀπάγωbring
- 0521
-
ἀπαίδευτοςunlearned
- 0522
-
ἀπαίρωtake
- 0523
-
ἀπαιτέωask again
- 0524
-
ἀπαλγέωbe past feeling
- 0525
-
ἀπαλλάσσωdeliver
- 0526
-
ἀπαλλοτριόωalienate
- 0527
-
ἀπαλόςtender
- 0528
-
ἀπαντάωmeet
- 0529
-
ἀπάντησιςmeet
- 0530
-
ἅπαξonce
- 0531
-
ἀπαράβατοςunchangeable
- 0532
-
ἀπαρασκεύαστοςunprepared
- 0533
-
ἀπαρνέομαιdeny
- 0534
-
ἀπάρτιfrom henceforth
- 0535
-
ἀπαρτισμόςfinishing
- 0536
-
ἀπαρχήfirst-fruits
- 0537
-
ἅπαςall
- 0538
-
ἀπατάωdeceive
- 0539
-
ἀπάτηdeceit
- 0540
-
ἀπάτωρwithout father
- 0541
-
ἀπαύγασμαbrightness
- 0542
-
ἀπείδωsee
- 0543
-
ἀπείθειαdisobedience
- 0544
-
ἀπειθέωnot believe
- 0545
-
ἀπειθήςdisobedient
- 0546
-
ἀπειλέωthreaten
- 0547
-
ἀπειλήstraitly
- 0548
-
ἄπειμιbe absent
- 0549
-
ἄπειμιgo
- 0550
-
ἀπειπόμηνrenounce
- 0551
-
ἀπείραστοςnot to be tempted
- 0552
-
ἄπειροςunskilful
- 0553
-
ἀπεκδέχομαιlook for
- 0554
-
ἀπεκδύομαιput off
- 0555
-
ἀπέκδυσιςputting off
- 0556
-
ἀπελαύνωdrive
- 0557
-
ἀπελεγμόςnought
- 0558
-
ἀπελεύθεροςfreeman
- 0559
-
ἈπελλῆςApelles
- 0560
-
ἀπελπίζωhope for again
- 0561
-
ἀπέναντιbefore
- 0562
-
ἀπέραντοςendless
- 0563
-
ἀπερισπάστωςwithout distraction
- 0564
-
ἀπερίτμητοςuncircumcised
- 0565
-
ἀπέρχομαιcome
- 0566
-
ἀπέχειit is enough
- 0567
-
ἀπέχομαιabstain
- 0568
-
ἀπέχωbe
- 0569
-
ἀπιστέωbelieve not
- 0570
-
ἀπιστίαunbelief
- 0571
-
ἄπιστοςthat believeth not
- 0572
-
ἁπλότηςbountifulness
- 0573
-
ἁπλοῦςsingle
- 0574
-
ἁπλῶςliberally
- 0575
-
ἀπόafter
- 0576
-
ἀποβαίνωbecome
- 0577
-
ἀποβάλλωcast away
- 0578
-
ἀποβλέπωhave respect
- 0579
-
ἀπόβλητοςbe refused
- 0580
-
ἀποβολήcasting away
- 0581
-
ἀπογενόμενοςbeing dead
- 0582
-
ἀπογραφήtaxing
- 0583
-
ἀπογράφωtax
- 0584
-
ἀποδείκνυμιprove
- 0585
-
ἀπόδειξιςdemonstration
- 0586
-
ἀποδεκατόωtithe
- 0587
-
ἀπόδεκτοςacceptable
- 0588
-
ἀποδέχομαιaccept
- 0589
-
ἀποδημέωgo into a far country
- 0590
-
ἀπόδημοςtaking a far journey
- 0591
-
ἀποδίδωμιdeliver
- 0592
-
ἀποδιορίζωseparate
- 0593
-
ἀποδοκιμάζωdisallow
- 0594
-
ἀποδοχήacceptation
- 0595
-
ἀπόθεσιςputting away
- 0596
-
ἀποθήκηbarn
- 0597
-
ἀποθησαυρίζωlay up in store
- 0598
-
ἀποθλίβωpress
- 0599
-
ἀποθνήσκωbe dead
- 0600
-
ἀποκαθίστημιrestore
- 0601
-
ἀποκαλύπτωreveal
- 0602
-
ἀποκάλυψιςappearing
- 0603
-
ἀποκαραδοκίαearnest expectation
- 0604
-
ἀποκαταλλάσσωreconcile
- 0605
-
ἀποκατάστασιςrestitution
- 0606
-
ἀπόκειμαιbe appointed
- 0607
-
ἀποκεφαλίζωbehead
- 0608
-
ἀποκλείωshut up
- 0609
-
ἀποκόπτωcut off
- 0610
-
ἀπόκριμαsentence
- 0611
-
ἀποκρίνομαιanswer
- 0612
-
ἀπόκρισιςanswer
- 0613
-
ἀποκρύπτωhide
- 0614
-
ἀπόκρυφοςhid
- 0615
-
ἀποκτείνωput to death
- 0616
-
ἀποκυέωbeget
- 0617
-
ἀποκυλίωroll away
- 0618
-
ἀπολαμβάνωreceive
- 0619
-
ἀπόλαυσιςenjoy
- 0620
-
ἀπολείπωleave
- 0621
-
ἀπολείχωlick
- 0622
-
ἀπόλλυμιdestroy
- 0623
-
ἈπολλύωνApollyon
- 0624
-
ἈπολλωνίαApollonia
- 0625
-
ἈπολλῶςApollos
- 0626
-
ἀπολογέομαιanswer
- 0627
-
ἀπολογίαanswer
- 0628
-
ἀπολούωwash
- 0629
-
ἀπολύτρωσιςdeliverance
- 0630
-
ἀπολύωdepart
- 0631
-
ἀπομάσσομαιwipe off
- 0632
-
ἀπονέμωgive
- 0633
-
ἀπονίπτωwash
- 0634
-
ἀποπίπτωfall
- 0635
-
ἀποπλανάωerr
- 0636
-
ἀποπλέωsail away
- 0637
-
ἀποπλύνωwash
- 0638
-
ἀποπνίγωchoke
- 0639
-
ἀπορέωdoubt
- 0640
-
ἀπορίαperplexity
- 0641
-
ἀποῤῥίπτωcast
- 0642
-
ἀπορφανίζωtake
- 0643
-
ἀποσκευάζωtake up… carriages
- 0644
-
ἀποσκίασμαshadow
- 0645
-
ἀποσπάωdraw
- 0646
-
ἀποστασίαfalling away
- 0647
-
ἀποστάσιονdivorcement
- 0648
-
ἀποστεγάζωuncover
- 0649
-
ἀποστέλλωput in
- 0650
-
ἀποστερέωdefraud
- 0651
-
ἀποστολήapostleship
- 0652
-
ἀπόστολοςapostle
- 0653
-
ἀποστοματίζωprovoke to speak
- 0654
-
ἀποστρέφωbring again
- 0655
-
ἀποστυγέωabhor
- 0656
-
ἀποσυνάγωγοςout of the synagogue
- 0657
-
ἀποτάσσομαιbid farewell
- 0658
-
ἀποτελέωfinish
- 0659
-
ἀποτίθημιcast off
- 0660
-
ἀποτινάσσωshake off
- 0661
-
ἀποτίνωrepay
- 0662
-
ἀποτολμάωbe very bold
- 0663
-
ἀποτομίαseverity
- 0664
-
ἀποτόμωςsharply
- 0665
-
ἀποτρέπωturn away
- 0666
-
ἀπουσίαabsence
- 0667
-
ἀποφέρωbring
- 0668
-
ἀποφεύγωescape
- 0669
-
ἀποφθέγγομαιsay
- 0670
-
ἀποφορτίζομαιunlade
- 0671
-
ἀπόχρησιςusing
- 0672
-
ἀποχωρέωdepart
- 0673
-
ἀποχωρίζωdepart
- 0674
-
ἀποψύχωhearts failing
- 0675
-
ἌππιοςAppii
- 0676
-
ἀπρόσιτοςwhich no man can approach
- 0677
-
ἀπρόσκοποςnone
- 0678
-
ἀπροσωπολήπτωςwithout respect of persons
- 0679
-
ἄπταιστοςfrom falling
- 0680
-
ἅπτομαιtouch
- 0681
-
ἅπτωkindle
- 0682
-
ἈπφίαApphia
- 0683
-
ἀπωθέομαιcast away
- 0684
-
ἀπώλειαdamnable
- 0685
-
ἀράcurse
- 0686
-
ἄραhaply
- 0687
-
ἆραtherefore
- 0688
-
ἈραβίαArabia
- 0689
-
ἈράμAram
- 0690
-
ἌραψArabian
- 0691
-
ἀργέωlinger
- 0692
-
ἀργόςbarren
- 0693
-
ἀργύρεοςsilver
- 0694
-
ἀργύριονmoney
- 0695
-
ἀργυροκόποςsilversmith
- 0696
-
ἄργυροςsilver
- 0697
-
Ἄρειος ΠάγοςAreopagus
- 0698
-
ἈρεοπαγίτηςAreopagite
- 0699
-
ἀρεσκείαpleasing
- 0700
-
ἀρέσκωplease
- 0701
-
ἀρεστόςplease
- 0702
-
ἈρέταςAretas
- 0703
-
ἀρέτηpraise
- 0704
-
ἀρήνlamb
- 0705
-
ἀριθμέωnumber
- 0706
-
ἀριθμόςnumber
- 0707
-
ἈριμαθαίαArimathæa
- 0708
-
ἈρίσταρχοςAristarchus
- 0709
-
ἀριστάωdine
- 0710
-
ἀριστερόςleft
- 0711
-
ἈριστόβουλοςAristobulus
- 0712
-
ἄριστονdinner
- 0713
-
ἀρκετόςenough
- 0714
-
ἀρκέωbe content
- 0715
-
ἄρκτοςbear
- 0716
-
ἅρμαchariot
- 0717
-
ἈρμαγεδδώνArmageddon
- 0718
-
ἁρμόζωespouse
- 0719
-
ἁρμόςjoint
- 0720
-
ἀρνέομαιdeny
- 0721
-
ἀρνίονlamb
- 0722
-
ἀροτριόωplough
- 0723
-
ἄροτρονplough
- 0724
-
ἁρπαγήextortion
- 0725
-
ἁρπαγμόςrobbery
- 0726
-
ἁρπάζωcatch
- 0727
-
ἅρπαξextortion
- 0728
-
ἀῤῥαβώνearnest
- 0729
-
ἄῤῥαφοςwithout seam
- 0730
-
ἄῤῥηνmale
- 0731
-
ἄῤῥητοςunspeakable
- 0732
-
ἄῤῥωστοςsick
- 0733
-
ἀρσενοκοίτηςabuser of self with mankind
- 0734
-
ἈρτεμάςArtemas
- 0735
-
ἌρτεμιςDiana
- 0736
-
ἀρτέμωνmainsail
- 0737
-
ἄρτιthis day
- 0738
-
ἀρτιγέννητοςnew born
- 0739
-
ἄρτιοςperfect
- 0740
-
ἄρτοςbread
- 0741
-
ἀρτύωseason
- 0742
-
ἈρφαξάδArphaxad
- 0743
-
ἀρχάγγελοςarchangel
- 0744
-
ἀρχαῖοςold
- 0745
-
ἈρχέλαοςArchelaus
- 0746
-
ἀρχήbeginning
- 0747
-
ἀρχηγόςauthor
- 0748
-
ἀρχιερατικόςof the high-priest
- 0749
-
ἀρχιερεύςchief priest
- 0750
-
ἀρχιποίμηνchief shepherd
- 0751
-
ἌρχιπποςArchippus
- 0752
-
ἀρχισυνάγωγοςruler of the synagogue
- 0753
-
ἀρχιτέκτωνmasterbuilder
- 0754
-
ἀρχιτελώνηςchief among the publicans
- 0755
-
ἀρχιτρίκλινοςgovernor of the feast
- 0756
-
ἄρχομαιbegin
- 0757
-
ἄρχωreign over
- 0758
-
ἄρχωνchief
- 0759
-
ἄρωμαspice
- 0760
-
ἈσάAsa
- 0761
-
ἀσάλευτοςwhich cannot be moved
- 0762
-
ἄσβεστοςnot to be quenched
- 0763
-
ἀσέβειαungodly
- 0764
-
ἀσεβέωcommit ungodly
- 0765
-
ἀσεβήςungodly
- 0766
-
ἀσέλγειαfilthy
- 0767
-
ἄσημοςmean
- 0768
-
ἈσήρAser
- 0769
-
ἀσθένειαdisease
- 0770
-
ἀσθενέωbe diseased
- 0771
-
ἀσθένημαinfirmity
- 0772
-
ἀσθενήςmore feeble
- 0773
-
ἈσίαAsia
- 0774
-
Ἀσιανόςof Asia
- 0775
-
Ἀσιάρχηςchief of Asia
- 0776
-
ἀσιτίαabstinence
- 0777
-
ἄσιτοςfasting
- 0778
-
ἀσκέωexercise
- 0779
-
ἀσκόςbottle
- 0780
-
ἀσμένωςgladly
- 0781
-
ἄσοφοςfool
- 0782
-
ἀσπάζομαιembrace
- 0783
-
ἀσπασμόςgreeting
- 0784
-
ἄσπιλοςwithout spot
- 0785
-
ἀσπίςasp
- 0786
-
ἄσπονδοςimplacable
- 0787
-
ἀσσάριονfarthing
- 0788
-
ἆσσονclose
- 0789
-
ἌσσοςAssos
- 0790
-
ἀστατέωhave no certain dwelling-place
- 0791
-
ἀστεῖοςfair
- 0792
-
ἀστήρstar
- 0793
-
ἀστήρικτοςunstable
- 0794
-
ἄστοργοςwithout natural affection
- 0795
-
ἀστοχέωerr
- 0796
-
ἀστραπήlightning
- 0797
-
ἀστράπτωlighten
- 0798
-
ἄστρονstar
- 0799
-
ἈσύγκριτοςAsyncritos
- 0800
-
ἀσύμφωνοςagree not
- 0801
-
ἀσύνετοςfoolish
- 0802
-
ἀσύνθετοςcovenant-breaker
- 0803
-
ἀσφάλειαcertainty
- 0804
-
ἀσφαλήςcertain
- 0805
-
ἀσφαλίζωmake fast
- 0806
-
ἀσφαλῶςassuredly
- 0807
-
ἀσχημονέωbehave self uncomely
- 0808
-
ἀσχημοσύνηshame
- 0809
-
ἀσχήμωνuncomely
- 0810
-
ἀσωτίαexcess
- 0811
-
ἀσώτωςriotous
- 0812
-
ἀτακτέωbehave self disorderly
- 0813
-
ἄτακτοςunruly
- 0814
-
ἀτάκτωςdisorderly
- 0815
-
ἄτεκνοςchildless
- 0816
-
ἀτενίζωbehold earnestly
- 0817
-
ἄτερin the absence of
- 0818
-
ἀτιμάζωdespise
- 0819
-
ἀτιμίαdishonour
- 0820
-
ἄτιμοςdespised
- 0821
-
ἀτιμόωhandle shamefully
- 0822
-
ἀτμίςvapour
- 0823
-
ἄτομοςmoment
- 0824
-
ἄτοποςamiss
- 0825
-
ἈττάλειαAttalia
- 0826
-
αὐγάζωshine
- 0827
-
αὐγήbreak of day
- 0828
-
ΑὐγοῦστοςAugustus
- 0829
-
αὐθάδηςself-willed
- 0830
-
αὐθαίρετοςof own accord
- 0831
-
αὐθεντέωusurp authority over
- 0832
-
αὐλέωpipe
- 0833
-
αὐλήcourt
- 0834
-
αὐλητήςminstrel
- 0835
-
αὐλίζομαιabide
- 0836
-
αὐλόςpipe
- 0837
-
αὐξάνωgrow
- 0838
-
αὔξησιςincrease
- 0839
-
αὔριονmorrow
- 0840
-
αὐστηρόςaustere
- 0841
-
αὐτάρκειαcontentment
- 0842
-
αὐτάρκηςcontent
- 0843
-
αὐτοκατάκριτοςcondemned of self
- 0844
-
αὐτόματοςof own accord
- 0845
-
αὐτόπτηςeye-witness
- 0846
-
αὐτόςher
- 0847
-
αὐτοῦhere
- 0848
-
αὑτοῦher
- 0849
-
αὐτόχειρwith … own hands
- 0850
-
αὐχμηρόςdark
- 0851
-
ἀφαιρέωcut off
- 0852
-
ἀφανήςthat is not manifest
- 0853
-
ἀφανίζωcorrupt
- 0854
-
ἀφανισμόςvanish away
- 0855
-
ἄφαντοςvanished out of sight
- 0856
-
ἀφεδρώνdraught
- 0857
-
ἀφειδίαneglecting
- 0858
-
ἀφελότηςsingleness
- 0859
-
ἄφεσιςdeliverance
- 0860
-
ἁφήjoint
- 0861
-
ἀφθαρσίαimmortality
- 0862
-
ἄφθαρτοςnot corruptible
- 0863
-
ἀφίημιcry
- 0864
-
ἀφικνέομαιcome abroad
- 0865
-
ἀφιλάγαθοςdespiser of those that are good
- 0866
-
ἀφιλάργυροςwithout covetousness
- 0867
-
ἄφιξιςdeparting
- 0868
-
ἀφίστημιdepart
- 0869
-
ἄφνωsuddenly
- 0870
-
ἀφόβωςwithout fear
- 0871
-
ἀφομοιόωmake like
- 0872
-
ἀφοράωlook
- 0873
-
ἀφορίζωdivide
- 0874
-
ἀφορμήoccasion
- 0875
-
ἀφρίζωfoam
- 0876
-
ἀφρόςfoaming
- 0877
-
ἀφροσύνηfolly
- 0878
-
ἄφρωνfool
- 0879
-
ἀφυπνόωfall asleep
- 0880
-
ἄφωνοςdumb
- 0881
-
ἈχάζAchaz
- 0882
-
ἈχαΐαAchaia
- 0883
-
ἈχαϊκόςAchaicus
- 0884
-
ἀχάριστοςunthankful
- 0885
-
ἈχείμAchim
- 0886
-
ἀχειροποίητοςmade without hands
- 0887
-
ἀχλύςmist
- 0888
-
ἀχρεῖοςunprofitable
- 0889
-
ἀχρειόωbecome unprofitable
- 0890
-
ἄχρηστοςunprofitable
- 0891
-
ἄχριas far as
- 0892
-
ἄχυρονchaff
- 0893
-
ἀψευδήςthat cannot lie
- 0894
-
ἄψινθοςwormwood
- 0895
-
ἄψυχοςwithout life
- 0896
-
ΒάαλBaal
- 0897
-
ΒαβυλώνBabylon
- 0898
-
βαθμόςdegree
- 0899
-
βάθοςdeep
- 0900
-
βαθύνωdeep
- 0901
-
βαθύςdeep
- 0902
-
βαΐονbranch
- 0903
-
ΒαλαάμBalaam
- 0904
-
ΒαλάκBalac
- 0905
-
βαλάντιονbag
- 0906
-
βάλλωarise
- 0907
-
βαπτίζωBaptist
- 0908
-
βάπτισμαbaptism
- 0909
-
βαπτισμόςbaptism
- 0910
-
ΒαπτιστήςBaptist
- 0911
-
βάπτωdip
- 0912
-
ΒαραββᾶςBarabbas
- 0913
-
ΒαράκBarak
- 0914
-
ΒαραχίαςBarachias
- 0915
-
βάρβαροςbarbarian
- 0916
-
βαρέωburden
- 0917
-
βαρέωςdull
- 0918
-
ΒαρθολομαῖοςBartholomeus
- 0919
-
ΒαριησοῦςBarjesus
- 0920
-
ΒαριωνᾶςBar-jona
- 0921
-
ΒαρνάβαςBarnabas
- 0922
-
βάροςburden
- 0923
-
ΒαρσαβᾶςBarsabas
- 0924
-
ΒαρτιμαῖοςBartimæus
- 0925
-
βαρύνωovercharge
- 0926
-
βαρύςgrievous
- 0927
-
βαρύτιμοςvery precious
- 0928
-
βασανίζωpain
- 0929
-
βασανισμόςtorment
- 0930
-
βασανιστήςtormentor
- 0931
-
βάσανοςtorment
- 0932
-
βασιλείαkingdom
- 0933
-
βασίλειονking's court
- 0934
-
βασίλειοςroyal
- 0935
-
βασιλεύςking
- 0936
-
βασιλεύωking
- 0937
-
βασιλικόςking's
- 0938
-
βασίλισσαqueen
- 0939
-
βάσιςfoot
- 0940
-
βασκαίνωbewitch
- 0941
-
βαστάζωbear
- 0942
-
βάτοςbramble
- 0943
-
βάτοςmeasure
- 0944
-
βάτραχοςfrog
- 0945
-
βαττολογέωuse vain repetitions
- 0946
-
βδέλυγμαabomination
- 0947
-
βδελυκτόςabominable
- 0948
-
βδελύσσωabhor
- 0949
-
βέβαιοςfirm
- 0950
-
βεβαιόωconfirm
- 0951
-
βεβαίωσιςconfirmation
- 0952
-
βέβηλοςprofane
- 0953
-
βεβηλόωprofane
- 0954
-
ΒεελζεβούλBeelzebub
- 0955
-
ΒελίαλBelial
- 0956
-
βέλοςdart
- 0957
-
βελτίονvery well
- 0958
-
ΒενιαμίνBenjamin
- 0959
-
ΒερνίκηBernice
- 0960
-
ΒέροιαBerea
- 0961
-
Βεροιαῖοςof Berea
- 0962
-
ΒηθαβαράBethabara
- 0963
-
ΒηθανίαBethany
- 0964
-
ΒηθεσδάBethesda
- 0965
-
ΒηθλεέμBethlehem
- 0966
-
ΒηθσαϊδάBethsaida
- 0967
-
ΒηθφαγήBethphage
- 0968
-
βῆμαjudgment-seat
- 0969
-
βήρυλλοςberyl
- 0970
-
βίαviolence
- 0971
-
βιάζωpress
- 0972
-
βίαιοςmighty
- 0973
-
βιαστήςviolent
- 0974
-
βιβλιαρίδιονlittle book
- 0975
-
βιβλίονbill
- 0976
-
βίβλοςbook
- 0977
-
βιβρώσκωeat
- 0978
-
ΒιθυνίαBithynia
- 0979
-
βίοςgood
- 0980
-
βιόωlive
- 0981
-
βίωσιςmanner of life
- 0982
-
βιωτικόςof this life
- 0983
-
βλαβερόςhurtful
- 0984
-
βλάπτωhurt
- 0985
-
βλαστάνωbring forth
- 0986
-
ΒλάστοςBlastus
- 0987
-
βλασφημέωblaspheme
- 0988
-
βλασφημίαblasphemy
- 0989
-
βλάσφημοςblasphemer
- 0990
-
βλέμμαseeing
- 0991
-
βλέπωbehold
- 0992
-
βλητέοςmust be put
- 0993
-
ΒοανεργέςBoanerges
- 0994
-
βοάωcry
- 0995
-
βοήcry
- 0996
-
βοήθειαhelp
- 0997
-
βοηθέωhelp
- 0998
-
βοηθόςhelper
- 0999
-
βόθυνοςditch
- 1000
-
βολήcast
- 1001
-
βολίζωsound
- 1002
-
βολίςdart
- 1003
-
ΒοόζBooz
- 1004
-
βόρβοροςmire
- 1005
-
βοῤῥᾶςnorth
- 1006
-
βόσκωfeed
- 1007
-
ΒοσόρBosor
- 1008
-
βοτάνηherb
- 1009
-
βότρυςcluster
- 1010
-
βουλευτήςcounsellor
- 1011
-
βουλεύωconsult
- 1012
-
βουλή+ advise
- 1013
-
βούλημαpurpose
- 1014
-
βούλομαιbe disposed
- 1015
-
βουνόςhill
- 1016
-
βοῦςox
- 1017
-
βραβεῖονprize
- 1018
-
βραβεύωrule
- 1019
-
βραδύνωbe slack
- 1020
-
βραδυπλοέωsail slowly
- 1021
-
βραδύςslow
- 1022
-
βραδύτηςslackness
- 1023
-
βραχίωνarm
- 1024
-
βραχύςfew words
- 1025
-
βρέφοςbabe
- 1026
-
βρέχωrain
- 1027
-
βροντήthunder
- 1028
-
βροχήrain
- 1029
-
βρόχοςsnare
- 1030
-
βρυγμόςgnashing
- 1031
-
βρύχωgnash
- 1032
-
βρύωsend forth
- 1033
-
βρῶμαmeat
- 1034
-
βρώσιμοςmeat
- 1035
-
βρῶσιςeating
- 1036
-
βυθίζωbegin to sink
- 1037
-
βυθόςdeep
- 1038
-
βυρσεύςtanner
- 1039
-
βύσσινοςfine linen
- 1040
-
βύσσοςfine linen
- 1041
-
βωμόςaltar
- 1042
-
γαββαθάGabbatha
- 1043
-
ΓαβριήλGabriel
- 1044
-
γάγγραιναcanker
- 1045
-
ΓάδGad
- 1046
-
ΓαδαρηνόςGadarene
- 1047
-
γάζαtreasure
- 1048
-
ΓάζαGaza
- 1049
-
γαζοφυλάκιονtreasury
- 1050
-
ΓάϊοςGaius
- 1051
-
γάλαmilk
- 1052
-
ΓαλάτηςGalatian
- 1053
-
ΓαλατίαGalatia
- 1054
-
Γαλατικόςof Galatia
- 1055
-
γαλήνηcalm
- 1056
-
ΓαλιλαίαGalilee
- 1057
-
ΓαλιλαῖοςGalilean
- 1058
-
ΓαλλίωνGallio
- 1059
-
ΓαμαλιήλGamaliel
- 1060
-
γαμέωmarry
- 1061
-
γαμίσκωgive in marriage
- 1062
-
γάμοςmarriage
- 1063
-
γάρand
- 1064
-
γαστήρbelly
- 1065
-
γέand besides
- 1066
-
ΓεδεώνGedeon
- 1067
-
γέενναhell
- 1068
-
ΓεθσημανῆGethsemane
- 1069
-
γείτωνneighbour
- 1070
-
γελάωlaugh
- 1071
-
γέλωςlaughter
- 1072
-
γεμίζωfill full
- 1073
-
γέμωbe full
- 1074
-
γενεάage
- 1075
-
γενεαλογέωcount by descent
- 1076
-
γενεαλογίαgenealogy
- 1077
-
γενέσιαbirthday
- 1078
-
γένεσιςgeneration
- 1079
-
γενετήbirth
- 1080
-
γεννάωbear
- 1081
-
γέννημαfruit
- 1082
-
ΓεννησαρέτGennesaret
- 1083
-
γέννησιςbirth
- 1084
-
γεννητόςthey that are born
- 1085
-
γένοςborn
- 1086
-
ΓεργεσηνόςGergesene
- 1087
-
γερουσίαsenate
- 1088
-
γέρωνold
- 1089
-
γεύομαιeat
- 1090
-
γεωργέωdress
- 1091
-
γεώργιονhusbandry
- 1092
-
γεωργόςhusbandman
- 1093
-
γῆcountry
- 1094
-
γῆραςold age
- 1095
-
γηράσκωbe old
- 1096
-
γίνομαιarise
- 1097
-
γινώσκωallow
- 1098
-
γλεῦκοςnew wine
- 1099
-
γλυκύςsweet
- 1100
-
γλῶσσαtongue
- 1101
-
γλωσσόκομονbag
- 1102
-
γναφεύςfuller
- 1103
-
γνήσιοςown
- 1104
-
γνησίωςnaturally
- 1105
-
γνόφοςblackness
- 1106
-
γνώμηadvice
- 1107
-
γνωρίζωcertify
- 1108
-
γνῶσιςknowledge
- 1109
-
γνώστηςexpert
- 1110
-
γνωστόςacquaintance
- 1111
-
γογγύζωmurmur
- 1112
-
γογγυσμόςgrudging
- 1113
-
γογγυστήςmurmurer
- 1114
-
γόηςseducer
- 1115
-
ΓολγοθᾶGolgotha
- 1116
-
ΓόμοῤῥαGomorrha
- 1117
-
γόμοςburden
- 1118
-
γονεύςparent
- 1119
-
γόνυknee
- 1120
-
γονυπετέωbow the knee
- 1121
-
γράμμαbill
- 1122
-
γραμματεύςscribe
- 1123
-
γραπτόςwritten
- 1124
-
γραφήscripture
- 1125
-
γράφωdescribe
- 1126
-
γραώδηςold wives'
- 1127
-
γρηγορεύωbe vigilant
- 1128
-
γυμνάζωexercise
- 1129
-
γυμνασίαexercise
- 1130
-
γυμνητεύωbe naked
- 1131
-
γυμνόςnaked
- 1132
-
γυμνότηςnakedness
- 1133
-
γυναικάριονsilly woman
- 1134
-
γυναικεῖοςwife
- 1135
-
γυνήwife
- 1136
-
ΓώγGog
- 1137
-
γωνίαcorner
- 1138
-
ΔαβίδDavid
- 1139
-
δαιμονίζομαιhave a devil
- 1140
-
δαιμόνιονdevil
- 1141
-
δαιμονιώδηςdevilish
- 1142
-
δαίμωνdevil
- 1143
-
δάκνωbite
- 1144
-
δάκρυtear
- 1145
-
δακρύωweep
- 1146
-
δακτύλιοςring
- 1147
-
δάκτυλοςfinger
- 1148
-
ΔαλμανουθάDalmanutha
- 1149
-
ΔαλματίαDalmatia
- 1150
-
δαμάζωtame
- 1151
-
δάμαλιςheifer
- 1152
-
ΔάμαριςDamaris
- 1153
-
ΔαμασκηνόςDamascene
- 1154
-
ΔαμασκόςDamascus
- 1155
-
δανείζωborrow
- 1156
-
δάνειονdebt
- 1157
-
δανειστήςcreditor
- 1158
-
ΔανιήλDaniel
- 1159
-
δαπανάωbe at charges
- 1160
-
δαπάνηcost
- 1161
-
δέalso
- 1162
-
δέησιςprayer
- 1163
-
δεῖbehoved
- 1164
-
δεῖγμαexample
- 1165
-
δειγματίζωmake a shew
- 1166
-
δεικνύωshew
- 1167
-
δειλίαfear
- 1168
-
δειλιάωbe afraid
- 1169
-
δειλόςfearful
- 1170
-
δεῖναsuch a man
- 1171
-
δεινῶςgrievously
- 1172
-
δειπνέωsup
- 1173
-
δεῖπνονfeast
- 1174
-
δεισιδαιμονέστεροςtoo superstitious
- 1175
-
δεισιδαιμονίαsuperstition
- 1176
-
δέκαeen
- 1177
-
δεκαδύοtwelve
- 1178
-
δεκαπέντεfifteen
- 1179
-
ΔεκάπολιςDecapolis
- 1180
-
δεκατέσσαρεςfourteen
- 1181
-
δεκάτηtenth
- 1182
-
δέκατοςtenth
- 1183
-
δεκατόωpay tithes
- 1184
-
δεκτόςaccepted
- 1185
-
δελεάζωallure
- 1186
-
δένδρονtree
- 1187
-
δεξιολάβοςspearman
- 1188
-
δεξιόςright
- 1189
-
δέομαιbeseech
- 1190
-
Δερβαῖοςof Derbe
- 1191
-
ΔέρβηDerbe
- 1192
-
δέρμαskin
- 1193
-
δερμάτινοςleathern
- 1194
-
δέρωbeat
- 1195
-
δεσμεύωbind
- 1196
-
δεσμέωbind
- 1197
-
δέσμηbundle
- 1198
-
δέσμιοςin bonds
- 1199
-
δεσμόνband
- 1200
-
δεσμοφύλαξjailor
- 1201
-
δεσμωτήριονprison
- 1202
-
δεσμώτηςprisoner
- 1203
-
δεσπότηςLord
- 1204
-
δεῦροcome
- 1205
-
δεῦτεcome
- 1206
-
δευτεραῖοςnext day
- 1207
-
δευτερόπρωτοςsecond … after the first
- 1208
-
δεύτεροςafterward
- 1209
-
δέχομαιaccept
- 1210
-
δέωbind
- 1211
-
δήalso
- 1212
-
δῆλος+ bewray
- 1213
-
δηλόωdeclare
- 1214
-
ΔημᾶςDemas
- 1215
-
δημηγορέωmake an oration
- 1216
-
ΔημήτριοςDemetrius
- 1217
-
δημιουργόςmaker
- 1218
-
δῆμοςpeople
- 1219
-
δημόσιοςcommon
- 1220
-
δηνάριονpence
- 1221
-
δήποτεsoever
- 1222
-
δήπουverily
- 1223
-
διάafter
- 1224
-
διαβαίνωcome over
- 1225
-
διαβάλλωaccuse
- 1226
-
διαβεβαιόομαιaffirm constantly
- 1227
-
διαβλέπωsee clearly
- 1228
-
διάβολοςfalse accuser
- 1229
-
διαγγέλλωdeclare
- 1230
-
διαγίνομαιafter
- 1231
-
διαγινώσκωenquire
- 1232
-
διαγνωρίζωmake known
- 1233
-
διάγνωσιςhearing
- 1234
-
διαγογγύζωmurmur
- 1235
-
διαγρηγορέωbe awake
- 1236
-
διάγωlead life
- 1237
-
διαδέχομαιcome after
- 1238
-
διάδημαcrown
- 1239
-
διαδίδωμιdistribute
- 1240
-
διάδοχοςroom
- 1241
-
διαζώννυμιgird
- 1242
-
διαθήκηcovenant
- 1243
-
διαίρεσιςdifference
- 1244
-
διαιρέωdivide
- 1245
-
διακαθαρίζωthoroughly purge
- 1246
-
διακατελέγχομαιconvince
- 1247
-
διακονέωminister
- 1248
-
διακονίαminister
- 1249
-
διάκονοςdeacon
- 1250
-
διακόσιοιtwo hundred
- 1251
-
διακούομαιhear
- 1252
-
διακρίνωcontend
- 1253
-
διάκρισιςdiscern
- 1254
-
διακωλύωforbid
- 1255
-
διαλαλέωcommune
- 1256
-
διαλέγομαιdispute
- 1257
-
διαλείπωcease
- 1258
-
διάλεκτοςlanguage
- 1259
-
διαλλάσσωreconcile
- 1260
-
διαλογίζομαιcast in mind
- 1261
-
διαλογισμόςdispute
- 1262
-
διαλύωscatter
- 1263
-
διαμαρτύρομαιcharge
- 1264
-
διαμάχομαιstrive
- 1265
-
διαμένωcontinue
- 1266
-
διαμερίζωcloven
- 1267
-
διαμερισμόςdivision
- 1268
-
διανέμωspread
- 1269
-
διανεύωbeckon
- 1270
-
διανόημαthought
- 1271
-
διάνοιαimagination
- 1272
-
διανοίγωopen
- 1273
-
διανυκτερεύωcontinue all night
- 1274
-
διανύωfinish
- 1275
-
διαπαντόςalway
- 1276
-
διαπεράωgo over
- 1277
-
διαπλέωsail over
- 1278
-
διαπονέωbe grieved
- 1279
-
διαπορεύομαιgo through
- 1280
-
διαπορέωdoubt
- 1281
-
διαπραγματεύομαιgain by trading
- 1282
-
διαπρίωcut
- 1283
-
διαρπάζωspoil
- 1284
-
διαῤῥήσσωbreak
- 1285
-
διασαφέωtell unto
- 1286
-
διασείωdo violence to
- 1287
-
διασκορπίζωdisperse
- 1288
-
διασπάωpluck asunder
- 1289
-
διασπείρωscatter abroad
- 1290
-
διασποράscattered
- 1291
-
διαστέλλομαιcharge
- 1292
-
διάστημαspace
- 1293
-
διαστολήdifference
- 1294
-
διαστρέφωperverse
- 1295
-
διασώζωbring safe
- 1296
-
διαταγήinstrumentality
- 1297
-
διάταγμαcommandment
- 1298
-
διαταράσσωtrouble
- 1299
-
διατάσσωappoint
- 1300
-
διατελέωcontinue
- 1301
-
διατηρέωkeep
- 1302
-
διατίwherefore
- 1303
-
διατίθεμαιappoint
- 1304
-
διατρίβωabide
- 1305
-
διατροφήfood
- 1306
-
διαυγάζωdawn
- 1307
-
διαφανήςtransparent
- 1308
-
διαφέρωbe better
- 1309
-
διαφεύγωescape
- 1310
-
διαφημίζωblaze abroad
- 1311
-
διαφθείρωcorrupt
- 1312
-
διαφθοράcorruption
- 1313
-
διάφοροςdiffering
- 1314
-
διαφυλάσσωkeep
- 1315
-
διαχειρίζομαιkill
- 1316
-
διαχωρίζομαιdepart
- 1317
-
διδακτικόςapt to teach
- 1318
-
διδακτόςtaught
- 1319
-
διδασκαλίαdoctrine
- 1320
-
διδάσκαλοςdoctor
- 1321
-
διδάσκωteach
- 1322
-
διδαχήdoctrine
- 1323
-
δίδραχμονtribute
- 1324
-
ΔίδυμοςDidymus
- 1325
-
δίδωμιadventure
- 1326
-
διεγείρωarise
- 1327
-
διέξοδοςhighway
- 1328
-
διερμηνευτήςinterpreter
- 1329
-
διερμηνεύωexpound
- 1330
-
διέρχομαιcome
- 1331
-
διερωτάωmake enquiry for
- 1332
-
διετήςtwo years old
- 1333
-
διετίαtwo years
- 1334
-
διηγέομαιdeclare
- 1335
-
διήγεσιςdeclaration
- 1336
-
διηνεκής+ continually
- 1337
-
διθάλασσοςwhere two seas meet
- 1338
-
διϊκνέομαιpierce
- 1339
-
διΐστημιgo further
- 1340
-
διϊσχυρίζομαιconfidently affirm
- 1341
-
δικαιοκρισίαrighteous judgment
- 1342
-
δίκαιοςjust
- 1343
-
δικαιοσύνηrighteousness
- 1344
-
δικαιόωfree
- 1345
-
δικαίωμαjudgment
- 1346
-
δικαίωςjustly
- 1347
-
δικαίωσιςjustification
- 1348
-
δικαστήςjudge
- 1349
-
δίκηjudgment
- 1350
-
δίκτυονnet
- 1351
-
δίλογοςdouble-tongued
- 1352
-
διόfor which cause
- 1353
-
διοδεύωgo throughout
- 1354
-
ΔιονύσιοςDionysius
- 1355
-
διόπερwherefore
- 1356
-
διοπετήςwhich fell down from Jupiter
- 1357
-
διόρθωσιςreformation
- 1358
-
διορύσσωbreak through
- 1359
-
ΔιόσκουροιCastor and Pollux
- 1360
-
διότιbecause
- 1361
-
ΔιοτρεφήςDiotrephes
- 1362
-
διπλοῦςdouble
- 1363
-
διπλόωdouble
- 1364
-
δίςagain
- 1365
-
διστάζωdoubt
- 1366
-
δίστομοςwith two edges
- 1367
-
δισχίλιοιtwo thousand
- 1368
-
διϋλίζωstrain at
- 1369
-
διχάζωset at variance
- 1370
-
διχοστασίαdivision
- 1371
-
διχοτομέωcut asunder
- 1372
-
διψάωthirst
- 1373
-
δίψοςthirst
- 1374
-
δίψυχοςdouble minded
- 1375
-
διωγμόςpersecution
- 1376
-
διώκτηςpersecutor
- 1377
-
διώκωensue
- 1378
-
δόγμαdecree
- 1379
-
δογματίζωbe subject to ordinances
- 1380
-
δοκέωbe accounted
- 1381
-
δοκιμάζωallow
- 1382
-
δοκιμήexperience
- 1383
-
δοκίμιονtrial
- 1384
-
δόκιμοςapproved
- 1385
-
δοκόςbeam
- 1386
-
δόλιοςdeceitful
- 1387
-
δολιόωuse deceit
- 1388
-
δόλοςcraft
- 1389
-
δολόωhandle deceitfully
- 1390
-
δόμαgift
- 1391
-
δόξαdignity
- 1392
-
δοξάζωglorify
- 1393
-
ΔορκάςDorcas
- 1394
-
δόσιςgift
- 1395
-
δότηςgiver
- 1396
-
δουλαγωγέωbring into subjection
- 1397
-
δουλείαbondage
- 1398
-
δουλεύωbe in bondage
- 1399
-
δούληhandmaid
- 1400
-
δοῦλονservant
- 1401
-
δοῦλοςbond
- 1402
-
δουλόωbring into bondage
- 1403
-
δοχήfeast
- 1404
-
δράκωνdragon
- 1405
-
δράσσομαιtake
- 1406
-
δραχμήpiece
- 1407
-
δρέπανονsickle
- 1408
-
δρόμοςcourse
- 1409
-
ΔρούσιλλαDrusilla
- 1410
-
δύναμαιbe able
- 1411
-
δύναμιςability
- 1412
-
δυναμόωstrengthen
- 1413
-
δυνάστηςof great authority
- 1414
-
δυνατέωbe mighty
- 1415
-
δυνατόςable
- 1416
-
δύνωset
- 1417
-
δύοboth
- 1418
-
δυσ-+ hard
- 1419
-
δυσβάστακτοςgrievous to be borne
- 1420
-
δυσεντερίαbloody flux
- 1421
-
δυσερμήνευτοςhard to be uttered
- 1422
-
δύσκολοςhard
- 1423
-
δυσκόλωςhardly
- 1424
-
δυσμήwest
- 1425
-
δυσνόητοςhard to be understood
- 1426
-
δυσφημίαevil report
- 1427
-
δώδεκαtwelve
- 1428
-
δωδέκατοςtwelfth
- 1429
-
δωδεκάφυλονtwelve tribes
- 1430
-
δῶμαhousetop
- 1431
-
δωρεάgift
- 1432
-
δωρεάνwithout a cause
- 1433
-
δωρέομαιgive
- 1434
-
δώρημαgift
- 1435
-
δῶρονgift
- 1436
-
ἔαlet alone
- 1437
-
ἐάνbefore
- 1438
-
ἑαυτοῦalone
- 1439
-
ἐάωcommit
- 1440
-
ἑβδομήκονταseventy
- 1441
-
ἑβδομηκοντάκιςseventy times
- 1442
-
ἕβδομοςseventh
- 1443
-
ἘβέρEber
- 1444
-
ἙβραϊκόςHebrew
- 1445
-
ἙβραῖοςHebrew
- 1446
-
ἙβραΐςHebrew
- 1447
-
Ἑβραϊστίin Hebrew
- 1448
-
ἐγγίζωapproach
- 1449
-
ἐγγράφωwrite
- 1450
-
ἔγγυοςsurety
- 1451
-
ἐγγύςfrom
- 1452
-
ἐγγύτερονnearer
- 1453
-
ἐγείρωawake
- 1454
-
ἔγερσιςresurrection
- 1455
-
ἐγκάθετοςspy
- 1456
-
ἐγκαίνιαdedication
- 1457
-
ἐγκαινίζωconsecrate
- 1458
-
ἐγκαλέωaccuse
- 1459
-
ἐγκαταλείπωforsake
- 1460
-
ἐγκατοικέωdwell among
- 1461
-
ἐγκεντρίζωgraff in
- 1462
-
ἔγκλημαcrime laid against
- 1463
-
ἐγκομβόομαιbe clothed with
- 1464
-
ἐγκοπήhinder
- 1465
-
ἐγκόπτωhinder
- 1466
-
ἐγκράτειαtemperance
- 1467
-
ἐγκρατεύομαιcan contain
- 1468
-
ἐγκρατήςtemperate
- 1469
-
ἐγκρίνωmake of the number
- 1470
-
ἐγκρύπτωhid in
- 1471
-
ἔγκυοςgreat with child
- 1472
-
ἐγχρίωanoint
- 1473
-
ἐγώI
- 1474
-
ἐδαφίζωlay even with the ground
- 1475
-
ἔδαφοςground
- 1476
-
ἑδραῖοςsettled
- 1477
-
ἑδραίωμαground
- 1478
-
ἘζεκίαςEzekias
- 1479
-
ἐθελοθρησκείαwill worship
- 1480
-
ἐθίζωcustom
- 1481
-
ἐθνάρχηςethnarch
- 1482
-
ἐθνικόςheathen
- 1483
-
ἐθνικῶςafter the manner of Gentiles
- 1484
-
ἔθνοςGentile
- 1485
-
ἔθοςcustom
- 1486
-
ἔθωbe custom
- 1487
-
εἰforasmuch as
- 1488
-
εἶart
- 1489
-
εἴγεif
- 1490
-
εἰ δὲ μή(γε)else
- 1491
-
εἶδοςappearance
- 1492
-
εἴδωbe aware
- 1493
-
εἰδωλεῖονidol's temple
- 1494
-
εἰδωλόθυτονoffered to idols
- 1495
-
εἰδωλολατρείαidolatry
- 1496
-
εἰδωλολάτρηςidolater
- 1497
-
εἴδωλονidol
- 1498
-
εἴηνmean
- 1499
-
εἰ καίif
- 1500
-
εἰκῆwithout a cause
- 1501
-
εἴκοσιtwenty
- 1502
-
εἴκωgive place
- 1503
-
εἴκωbe like
- 1504
-
εἰκώνimage
- 1505
-
εἰλικρίνειαsincerity
- 1506
-
εἰλικρινήςpure
- 1507
-
εἱλίσσωroll together
- 1508
-
εἰ μήbut
- 1509
-
εἰ μή τιexcept
- 1510
-
εἰμίam
- 1511
-
εἶναιam
- 1512
-
εἴ περif so be
- 1513
-
εἴ πωςif by any means
- 1514
-
εἰρηνεύωbe at peace
- 1515
-
εἰρήνηone
- 1516
-
εἰρηνικόςpeaceable
- 1517
-
εἰρηνοποιέωmake peace
- 1518
-
εἰρηνοποιόςpeacemaker
- 1519
-
εἰςly
- 1520
-
εἷςone
- 1521
-
εἰσάγωbring in
- 1522
-
εἰσακούωhear
- 1523
-
εἰσδέχομαιreceive
- 1524
-
εἴσειμιenter into
- 1525
-
εἰσέρχομαιarise
- 1526
-
εἰσίagree
- 1527
-
εἷς καθ’ εἷςone by one
- 1528
-
εἰσκαλέωcall in
- 1529
-
εἴσοδοςcoming
- 1530
-
εἰσπηδάωrun in
- 1531
-
εἰσπορεύομαιcome in
- 1532
-
εἰστρέχωrun in
- 1533
-
εἰσφέρωbring
- 1534
-
εἶταafter that
- 1535
-
εἴτεif
- 1536
-
εἴ τιςhe that
- 1537
-
ἐκafter
- 1538
-
ἕκαστοςany
- 1539
-
ἑκάστοτεalways
- 1540
-
ἑκατόνhundred
- 1541
-
ἑκατονταέτηςhundred years old
- 1542
-
ἑκατονταπλασίωνhundredfold
- 1543
-
ἑκατοντάρχηςcenturion
- 1544
-
ἐκβάλλωbring forth
- 1545
-
ἔκβασιςend
- 1546
-
ἐκβολή+ lighten the ship
- 1547
-
ἐκγαμίζωgive in marriage
- 1548
-
ἐκγαμίσκωgive in marriage
- 1549
-
ἔκγονονnephew
- 1550
-
ἐκδαπανάωspend
- 1551
-
ἐκδέχομαιexpect
- 1552
-
ἔκδηλοςmanifest
- 1553
-
ἐκδημέωbe absent
- 1554
-
ἐκδίδωμιlet forth
- 1555
-
ἐκδιηγέομαιdeclare
- 1556
-
ἐκδικέωa venge
- 1557
-
ἐκδίκησιςavenge
- 1558
-
ἔκδικοςa venger
- 1559
-
ἐκδιώκωpersecute
- 1560
-
ἔκδοτοςdelivered
- 1561
-
ἐκδοχήlooking for
- 1562
-
ἐκδύωstrip
- 1563
-
ἐκεῖthere
- 1564
-
ἐκεῖθενfrom that place
- 1565
-
ἐκεῖνοςhe
- 1566
-
ἐκεῖσεthere
- 1567
-
ἐκζητέωen- quire
- 1568
-
ἐκθαμβέωaffright
- 1569
-
ἔκθαμβοςgreatly wondering
- 1570
-
ἔκθετοςcast out
- 1571
-
ἐκκαθαίρωpurge
- 1572
-
ἐκκαίωburn
- 1573
-
ἐκκακέωfaint
- 1574
-
ἐκκεντέωpierce
- 1575
-
ἐκκλάωbreak off
- 1576
-
ἐκκλείωexclude
- 1577
-
ἐκκλησίαassembly
- 1578
-
ἐκκλίνωavoid
- 1579
-
ἐκκολυμβάωswim out
- 1580
-
ἐκκομίζωcarry out
- 1581
-
ἐκκόπτωcut down
- 1582
-
ἐκκρέμαμαιbe very attentive
- 1583
-
ἐκλαλέωtell
- 1584
-
ἐκλάμπωshine forth
- 1585
-
ἐκλανθάνομαιforget
- 1586
-
ἐκλέγομαιmake choice
- 1587
-
ἐκλείπωfail
- 1588
-
ἐκλεκτόςchosen
- 1589
-
ἐκλογήchosen
- 1590
-
ἐκλύωfaint
- 1591
-
ἐκμάσσωwipe
- 1592
-
ἐκμυκτηρίζωderide
- 1593
-
ἐκνεύωconvey self away
- 1594
-
ἐκνήφωawake
- 1595
-
ἑκούσιονwillingly
- 1596
-
ἑκουσίωςwilfully
- 1597
-
ἔκπαλαιof a long time
- 1598
-
ἐκπειράζωtempt
- 1599
-
ἐκπέμπωsend away
- 1600
-
ἐκπετάννυμιstretch forth
- 1601
-
ἐκπίπτωbe cast
- 1602
-
ἐκπλέωsail
- 1603
-
ἐκπληρόωfulfill
- 1604
-
ἐκπλήρωσιςaccomplishment
- 1605
-
ἐκπλήσσωamaze
- 1606
-
ἐκπνέωgive up the ghost
- 1607
-
ἐκπορεύομαιcome
- 1608
-
ἐκπορνεύωgive self over to fornication
- 1609
-
ἐκπτύωreject
- 1610
-
ἐκριζόωpluck up by the root
- 1611
-
ἔκστασις+ be amazed
- 1612
-
ἐκστρέφωsubvert
- 1613
-
ἐκταράσσωexceedingly trouble
- 1614
-
ἐκτείνωcast
- 1615
-
ἐκτελέωfinish
- 1616
-
ἐκτένειαinstantly
- 1617
-
ἐκτενέστερονmore earnestly
- 1618
-
ἐκτενήςwithout ceasing
- 1619
-
ἐκτενῶςfervently
- 1620
-
ἐκτίθημιcast out
- 1621
-
ἐκτινάσσωshake
- 1622
-
ἐκτόςbut
- 1623
-
ἕκτοςsixth
- 1624
-
ἐκτρέπωavoid
- 1625
-
ἐκτρέφωbring up
- 1626
-
ἔκτρωμαborn out of due time
- 1627
-
ἐκφέρωbear
- 1628
-
ἐκφεύγωescape
- 1629
-
ἐκφοβέωterrify
- 1630
-
ἔκφοβοςsore afraid
- 1631
-
ἐκφύωput forth
- 1632
-
ἐκχέωgush out
- 1633
-
ἐκχωρέωdepart out
- 1634
-
ἐκψύχωgive up the ghost
- 1635
-
ἑκώνwillingly
- 1636
-
ἐλαίαolive
- 1637
-
ἔλαιονoil
- 1638
-
ἐλαιώνOlivet
- 1639
-
ἘλαμίτηςElamite
- 1640
-
ἐλάσσωνless
- 1641
-
ἐλαττονέωhave lack
- 1642
-
ἐλαττόωdecrease
- 1643
-
ἐλαύνωcarry
- 1644
-
ἐλαφρίαlightness
- 1645
-
ἐλαφρόςlight
- 1646
-
ἐλάχιστοςleast
- 1647
-
ἐλαχιστότεροςless than the least
- 1648
-
ἘλεάζαρEleazar
- 1649
-
ἔλεγξιςrebuke
- 1650
-
ἔλεγχοςevidence
- 1651
-
ἐλέγχωconvict
- 1652
-
ἐλεεινόςmiserable
- 1653
-
ἐλεέωhave compassion
- 1654
-
ἐλεημοσύνηalms
- 1655
-
ἐλεήμωνmerciful
- 1656
-
ἔλεοςmercy
- 1657
-
ἐλευθερίαliberty
- 1658
-
ἐλεύθεροςfree
- 1659
-
ἐλευθερόωdeliver
- 1660
-
ἔλευσιςcoming
- 1661
-
ἐλεφάντινοςof ivory
- 1662
-
ἘλιακείμEliakim
- 1663
-
ἘλιέζερEliezer
- 1664
-
ἘλιούδEliud
- 1665
-
ἘλισάβετElisabeth
- 1666
-
ἘλισσαῖοςElissæus
- 1667
-
ἑλίσσωfold up
- 1668
-
ἕλκοςsore
- 1669
-
ἑλκόωfull of sores
- 1670
-
ἑλκύωdraw
- 1671
-
ἙλλάςGreece
- 1672
-
ἝλληνGentile
- 1673
-
ἙλληνικόςGreek
- 1674
-
ἙλληνίςGreek
- 1675
-
ἙλληνιστήςGrecian
- 1676
-
ἙλληνιστίGreek
- 1677
-
ἐλλογέωimpute
- 1678
-
ἘλμωδάμElmodam
- 1679
-
ἐλπίζωhope
- 1680
-
ἐλπίςfaith
- 1681
-
ἘλύμαςElymas
- 1682
-
ἐλοΐEloi
- 1683
-
ἐμαυτοῦme
- 1684
-
ἐμβαίνωcome into
- 1685
-
ἐμβάλλωcast into
- 1686
-
ἐμβάπτωdip
- 1687
-
ἐμβατεύωintrude into
- 1688
-
ἐμβιβάζωput in
- 1689
-
ἐμβλέπωbehold
- 1690
-
ἐμβριμάομαιstraitly charge
- 1691
-
ἐμέI
- 1692
-
ἐμέωspue
- 1693
-
ἐμμαίνομαιbe mad against
- 1694
-
ἘμμανουήλEmmanuel
- 1695
-
ἘμμαούςEmmaus
- 1696
-
ἐμμένωcontinue
- 1697
-
ἘμμόρEmmor
- 1698
-
ἐμοίI
- 1699
-
ἐμόςof me
- 1700
-
ἐμοῦme
- 1701
-
ἐμπαιγμόςmocking
- 1702
-
ἐμπαίζωmock
- 1703
-
ἐμπαίκτηςmocker
- 1704
-
ἐμπεριπατέωwalk in
- 1705
-
ἐμπίπλημιfill
- 1706
-
ἐμπίπτωfall among
- 1707
-
ἐμπλέκωentangle
- 1708
-
ἐμπλοκήplaiting
- 1709
-
ἐμπνέωbreathe
- 1710
-
ἐμπορεύομαιbuy and sell
- 1711
-
ἐμπορίαmerchandise
- 1712
-
ἐμπόριονmerchandise
- 1713
-
ἔμποροςmerchant
- 1714
-
ἐμπρήθωburn up
- 1715
-
ἔμπροσθενagainst
- 1716
-
ἐμπτύωspit
- 1717
-
ἐμφανήςmanifest
- 1718
-
ἐμφανίζωappear
- 1719
-
ἔμφοβοςaffrighted
- 1720
-
ἐμφυσάωbreathe on
- 1721
-
ἔμφυτοςengrafted
- 1722
-
ἐνabout
- 1723
-
ἐναγκαλίζομαιtake up in arms
- 1724
-
ἐνάλιοςthing in the sea
- 1725
-
ἔναντιbefore
- 1726
-
ἐναντίονbefore
- 1727
-
ἐναντίοςagainst
- 1728
-
ἐνάρχομαιrule
- 1729
-
ἐνδεήςlacking
- 1730
-
ἔνδειγμαmanifest token
- 1731
-
ἐνδείκνυμιdo
- 1732
-
ἔνδειξιςdeclare
- 1733
-
ἕνδεκαeleven
- 1734
-
ἑνδέκατοςeleventh
- 1735
-
ἐνδέχεταιcan be
- 1736
-
ἐνδημέωbe at home
- 1737
-
ἐνδιδύσκωclothe in
- 1738
-
ἔνδικοςjust
- 1739
-
ἐνδόμησιςbuilding
- 1740
-
ἐνδοξάζωglorify
- 1741
-
ἔνδοξοςglorious
- 1742
-
ἔνδυμαclothing
- 1743
-
ἐνδυναμόωenable
- 1744
-
ἐνδύνωcreep
- 1745
-
ἔνδυσιςputting on
- 1746
-
ἐνδύωarray
- 1747
-
ἐνέδραlay wait
- 1748
-
ἐνεδρεύωlay wait for
- 1749
-
ἔνεδρονlying in wait
- 1750
-
ἐνειλέωwrap in
- 1751
-
ἔνειμιsuch things as … have
- 1752
-
ἕνεκαbecause
- 1753
-
ἐνέργειαoperation
- 1754
-
ἐνεργέωdo
- 1755
-
ἐνέργημαoperation
- 1756
-
ἐνεργήςeffectual
- 1757
-
ἐνευλογέωbless
- 1758
-
ἐνέχωentangle with
- 1759
-
ἐνθάδεhere
- 1760
-
ἐνθυμέομαιthink
- 1761
-
ἐνθύμησιςdevice
- 1762
-
ἔνιbe
- 1763
-
ἐνιαυτόςyear
- 1764
-
ἐνίστημιcome
- 1765
-
ἐνισχύωstrengthen
- 1766
-
ἔννατοςninth
- 1767
-
ἐννέαnine
- 1768
-
ἐννενηκονταεννέαninety and nine
- 1769
-
ἐννεόςspeechless
- 1770
-
ἐννεύωmake signs
- 1771
-
ἔννοιαintent
- 1772
-
ἔννομοςlawful
- 1773
-
ἔννυχονbefore day
- 1774
-
ἐνοικέωdwell in
- 1775
-
ἑνότηςunity
- 1776
-
ἐνοχλέωtrouble
- 1777
-
ἔνοχοςin danger of
- 1778
-
ἔνταλμαcommandment
- 1779
-
ἐνταφιάζωbury
- 1780
-
ἐνταφιασμόςburying
- 1781
-
ἐντέλλομαιcharge
- 1782
-
ἐντεῦθενhence
- 1783
-
ἔντευξιςintercession
- 1784
-
ἔντιμοςdear
- 1785
-
ἐντολήcommandment
- 1786
-
ἐντόπιοςof that place
- 1787
-
ἐντόςwithin
- 1788
-
ἐντρέπωregard
- 1789
-
ἐντρέφωnourish up in
- 1790
-
ἔντρομοςquake
- 1791
-
ἐντροπήshame
- 1792
-
ἐντρυφάωsporting selves
- 1793
-
ἐντυγχάνωdeal with
- 1794
-
ἐντυλίσσωwrap in
- 1795
-
ἐντυπόωengrave
- 1796
-
ἐνυβρίζωdo despite unto
- 1797
-
ἐνυπνιάζομαιdream
- 1798
-
ἐνύπνιονdream
- 1799
-
ἐνώπιονbefore
- 1800
-
ἘνώςEnos
- 1801
-
ἐνωτίζομαιhearken
- 1802
-
ἘνώχEnoch
- 1803
-
ἕξsix
- 1804
-
ἐξαγγέλλωshew forth
- 1805
-
ἐξαγοράζωredeem
- 1806
-
ἐξάγωbring forth
- 1807
-
ἐξαιρέωdeliver
- 1808
-
ἐξαίρωput away
- 1809
-
ἐξαιτέομαιdesire
- 1810
-
ἐξαίφνηςsuddenly
- 1811
-
ἐξακολουθέωfollow
- 1812
-
ἑξακόσιοιsix hundred
- 1813
-
ἐξαλείφωblot out
- 1814
-
ἐξάλλομαιleap up
- 1815
-
ἐξανάστασιςresurrection
- 1816
-
ἐξανατέλλωspring up
- 1817
-
ἐξανίστημιraise up
- 1818
-
ἐξαπατάωbeguile
- 1819
-
ἐξάπιναsuddenly
- 1820
-
ἐξαπορέομαιdespair
- 1821
-
ἐξαποστέλλωsend
- 1822
-
ἐξαρτίζωaccomplish
- 1823
-
ἐξαστράπτωglistening
- 1824
-
ἐξαυτῆςby and by
- 1825
-
ἐξεγείρωraise up
- 1826
-
ἔξειμιdepart
- 1827
-
ἐξελέγχωconvince
- 1828
-
ἐξέλκωdraw away
- 1829
-
ἐξέραμαvomit
- 1830
-
ἐξερευνάωsearch diligently
- 1831
-
ἐξέρχομαιcome
- 1832
-
ἔξεστιbe lawful
- 1833
-
ἐξετάζωask
- 1834
-
ἐξηγέομαιdeclare
- 1835
-
ἑξήκονταsixty
- 1836
-
ἑξῆςafter
- 1837
-
ἐξηχέομαιsound forth
- 1838
-
ἕξιςuse
- 1839
-
ἐξίστημιamaze
- 1840
-
ἐξισχύωbe able
- 1841
-
ἔξοδοςdecease
- 1842
-
ἐξολοθρεύωdestroy
- 1843
-
ἐξομολογέωconfess
- 1844
-
ἐξορκίζωadjure
- 1845
-
ἐξορκιστήςexorcist
- 1846
-
ἐξορύσσωbreak up
- 1847
-
ἐξουδενόωset at nought
- 1848
-
ἐξουθενέωcontemptible
- 1849
-
ἐξουσίαauthority
- 1850
-
ἐξουσιάζωexercise authority upon
- 1851
-
ἐξοχήprincipal
- 1852
-
ἐξυπνίζωawake out of sleep
- 1853
-
ἔξυπνοςout of sleep
- 1854
-
ἔξωaway
- 1855
-
ἔξωθενoutside
- 1856
-
ἐξωθέωdrive out
- 1857
-
ἐξώτεροςouter
- 1858
-
ἑορτάζωkeep the feast
- 1859
-
ἑορτήfeast
- 1860
-
ἐπαγγελίαmessage
- 1861
-
ἐπαγγέλλωprofess
- 1862
-
ἐπάγγελμαpromise
- 1863
-
ἐπάγωbring upon
- 1864
-
ἐπαγωνίζομαιearnestly contend for
- 1865
-
ἐπαθροίζωgather thick together
- 1866
-
ἘπαίνετοςEpenetus
- 1867
-
ἐπαινέωcommend
- 1868
-
ἔπαινοςpraise
- 1869
-
ἐπαίρωexalt self
- 1870
-
ἐπαισχύνομαιbe ashamed
- 1871
-
ἐπαιτέωbeg
- 1872
-
ἐπακολουθέωfollow
- 1873
-
ἐπακούωhear
- 1874
-
ἐπακροάομαιhear
- 1875
-
ἐπάνwhen
- 1876
-
ἐπάναγκεςnecessary
- 1877
-
ἐπανάγωlaunch out
- 1878
-
ἐπαναμιμνήσκωput in mind
- 1879
-
ἐπαναπαύομαιrest in
- 1880
-
ἐπανέρχομαιcome again
- 1881
-
ἐπανίσταμαιrise up against
- 1882
-
ἐπανόρθωσιςcorrection
- 1883
-
ἐπάνωabove
- 1884
-
ἐπαρκέωrelieve
- 1885
-
ἐπαρχίαprovince
- 1886
-
ἔπαυλιςhabitation
- 1887
-
ἐπαύριονday following
- 1888
-
ἐπαυτοφώρῳin the very act
- 1889
-
ἘπαφρᾶςEpaphras
- 1890
-
ἐπαφρίζωfoam out
- 1891
-
ἘπαφρόδιτοςEpaphroditus
- 1892
-
ἐπεγείρωraise
- 1893
-
ἐπείbecause
- 1894
-
ἐπειδήafter that
- 1895
-
ἐπειδήπερforasmuch
- 1896
-
ἐπεῖδονbehold
- 1897
-
ἐπείπερseeing
- 1898
-
ἐπεισαγωγήbringing in
- 1899
-
ἔπειταafter that
- 1900
-
ἐπέκειναbeyond
- 1901
-
ἐπεκτείνομαιreach forth
- 1902
-
ἐπενδύομαιbe clothed upon
- 1903
-
ἐπενδύτηςfisher's coat
- 1904
-
ἐπέρχομαιcome
- 1905
-
ἐπερωτάωask
- 1906
-
ἐπερώτημαanswer
- 1907
-
ἐπέχωgive heed unto
- 1908
-
ἐπηρεάζωuse despitefully
- 1909
-
ἐπίabout
- 1910
-
ἐπιβαίνωcome
- 1911
-
ἐπιβάλλωbeat into
- 1912
-
ἐπιβαρέωbe chargeable to
- 1913
-
ἐπιβιβάζωset on
- 1914
-
ἐπιβλέπωlook upon
- 1915
-
ἐπίβλημαpiece
- 1916
-
ἐπιβοάωcry
- 1917
-
ἐπιβουλήlaying in wait
- 1918
-
ἐπιγαμβρεύωmarry
- 1919
-
ἐπίγειοςearthly
- 1920
-
ἐπιγίνομαιblow
- 1921
-
ἐπιγινώσκωacknowledge
- 1922
-
ἐπίγνωσιςacknowledging
- 1923
-
ἐπιγραφήsuperscription
- 1924
-
ἐπιγράφωinscription
- 1925
-
ἐπιδείκνυμιshew
- 1926
-
ἐπιδέχομαιreceive
- 1927
-
ἐπιδημέωdwelling there
- 1928
-
ἐπιδιατάσσομαιadd to
- 1929
-
ἐπιδίδωμιdeliver unto
- 1930
-
ἐπιδιορθόωset in order
- 1931
-
ἐπιδύωgo down
- 1932
-
ἐπιείκειαclemency
- 1933
-
ἐπιεικήςgentle
- 1934
-
ἐπιζητέωdesire
- 1935
-
ἐπιθανάτιοςappointed to death
- 1936
-
ἐπίθεσιςlaying on
- 1937
-
ἐπιθυμέωcovet
- 1938
-
ἐπιθυμητής+ lust after
- 1939
-
ἐπιθυμίαconcupiscence
- 1940
-
ἐπικαθίζωset on
- 1941
-
ἐπικαλέομαιappeal
- 1942
-
ἐπικάλυμαcloke
- 1943
-
ἐπικαλύπτωcover
- 1944
-
ἐπικατάρατοςaccursed
- 1945
-
ἐπίκειμαιimpose
- 1946
-
ἘπικούρειοςEpicurean
- 1947
-
ἐπικουρίαhelp
- 1948
-
ἐπικρίνωgive sentence
- 1949
-
ἐπιλαμβάνομαιcatch
- 1950
-
ἐπιλανθάνομαιforget
- 1951
-
ἐπιλέγομαιcall
- 1952
-
ἐπιλείπωfail
- 1953
-
ἐπιλησμονήforgetful
- 1954
-
ἐπίλοιποςrest
- 1955
-
ἐπίλυσιςinterpretation
- 1956
-
ἐπιλύωdetermine
- 1957
-
ἐπιμαρτυρέωtestify
- 1958
-
ἐπιμέλεια+ refresh self
- 1959
-
ἐπιμελέομαιtake care of
- 1960
-
ἐπιμελῶςdiligently
- 1961
-
ἐπιμένωabide
- 1962
-
ἐπινεύωconsent
- 1963
-
ἐπίνοιαthought
- 1964
-
ἐπιορκέωforswear self
- 1965
-
ἐπίορκοςperjured person
- 1966
-
ἐπιοῦσαfollowing
- 1967
-
ἐπιούσιοςdaily
- 1968
-
ἐπιπίπτωfall into
- 1969
-
ἐπιπλήσσωrebuke
- 1970
-
ἐπιπνίγωchoke
- 1971
-
ἐπιποθέωdesire
- 1972
-
ἐπιπόθησιςearnest desire
- 1973
-
ἐπιπόθητοςlonged for
- 1974
-
ἐπιποθίαgreat desire
- 1975
-
ἐπιπορεύομαιcome
- 1976
-
ἐπιῤῥάπτωsew on
- 1977
-
ἐπιῤῥίπτωcast upon
- 1978
-
ἐπίσημοςnotable
- 1979
-
ἐπισιτισμόςvictuals
- 1980
-
ἐπισκέπτομαιlook out
- 1981
-
ἐπισκηνόωrest upon
- 1982
-
ἐπισκιάζωovershadow
- 1983
-
ἐπισκοπέωlook diligently
- 1984
-
ἐπισκοπήthe office of a
- 1985
-
ἐπίσκοποςbishop
- 1986
-
ἐπισπάομαιbecome uncircumcised
- 1987
-
ἐπίσταμαιknow
- 1988
-
ἐπιστάτηςmaster
- 1989
-
ἐπιστέλλωwrite
- 1990
-
ἐπιστήμωνendued with knowledge
- 1991
-
ἐπιστηρίζωconfirm
- 1992
-
ἐπιστολήepistle
- 1993
-
ἐπιστομίζωstop mouths
- 1994
-
ἐπιστρέφωcome again
- 1995
-
ἐπιστροφήconversion
- 1996
-
ἐπισυνάγωgather
- 1997
-
ἐπισυναγωγήassembling together
- 1998
-
ἐπισυντρέχωcome running together
- 1999
-
ἐπισύστασιςthat which cometh upon
- 2000
-
ἐπισφαλήςdangerous
- 2001
-
ἐπισχύωbe the more fierce
- 2002
-
ἐπισωρεύωheap
- 2003
-
ἐπιταγήauthority
- 2004
-
ἐπιτάσσωcharge
- 2005
-
ἐπιτελέωaccomplish
- 2006
-
ἐπιτήδειοςthings which are needful
- 2007
-
ἐπιτίθημιadd unto
- 2008
-
ἐπιτιμάωcharge
- 2009
-
ἐπιτιμίαpunishment
- 2010
-
ἐπιτρέπωgive leave
- 2011
-
ἐπιτροπήcommission
- 2012
-
ἐπίτροποςsteward
- 2013
-
ἐπιτυγχάνωobtain
- 2014
-
ἐπιφαίνωappear
- 2015
-
ἐπιφάνειαappearing
- 2016
-
ἐπιφανήςnotable
- 2017
-
ἐπιφαύωgive light
- 2018
-
ἐπιφέρωadd
- 2019
-
ἐπιφωνέωcry
- 2020
-
ἐπιφώσκωbegin to dawn
- 2021
-
ἐπιχειρέωgo about
- 2022
-
ἐπιχέωto pour upon
- 2023
-
ἐπιχορηγέωadd
- 2024
-
ἐπιχορηγίαsupply
- 2025
-
ἐπιχρίωanoint
- 2026
-
ἐποικοδομέωbuild thereon
- 2027
-
ἐποκέλλωrun aground
- 2028
-
ἐπονομάζωcall
- 2029
-
ἐποπτεύωbehold
- 2030
-
ἐπόπτηςeye-witness
- 2031
-
ἔποςsay
- 2032
-
ἐπουράνιοςcelestial
- 2033
-
ἑπτάseven
- 2034
-
ἑπτάκιςseven times
- 2035
-
ἑπτακισχίλιοιseven thousand
- 2036
-
ἔπωanswer
- 2037
-
ἜραστοςErastus
- 2038
-
ἐργάζομαιcommit
- 2039
-
ἐργασίαcraft
- 2040
-
ἐργάτηςlabourer
- 2041
-
ἔργονdeed
- 2042
-
ἐρεθίζωprovoke
- 2043
-
ἐρείδωstick fast
- 2044
-
ἐρεύγομαιutter
- 2045
-
ἐρευνάωsearch
- 2046
-
ἐρέωcall
- 2047
-
ἐρημίαdesert
- 2048
-
ἔρημοςdesert
- 2049
-
ἐρημόωdesolate
- 2050
-
ἐρήμωσιςdesolation
- 2051
-
ἐρίζωstrive
- 2052
-
ἐριθείαcontention
- 2053
-
ἔριονwool
- 2054
-
ἔριςcontention
- 2055
-
ἐρίφιονgoat
- 2056
-
ἔριφοςgoat
- 2057
-
ἙρμᾶςHermas
- 2058
-
ἑρμηνείαinterpretation
- 2059
-
ἑρμηνεύωinterpret
- 2060
-
ἙρμῆςHermes
- 2061
-
ἙρμογένηςHermogenes
- 2062
-
ἑρπετόνcreeping thing
- 2063
-
ἐρυθρόςred
- 2064
-
ἔρχομαιaccompany
- 2065
-
ἐρωτάωask
- 2066
-
ἐσθήςapparel
- 2067
-
ἔσθησιςgovernment
- 2068
-
ἐσθίωdevour
- 2069
-
ἘσλίEsli
- 2070
-
ἐσμένare
- 2071
-
ἔσομαιshall be
- 2072
-
ἔσοπτρονglass
- 2073
-
ἑσπέραevening
- 2074
-
ἘσρώμEsrom
- 2075
-
ἐστέbe
- 2076
-
ἐστίare
- 2077
-
ἔστωbe
- 2078
-
ἔσχατοςends of
- 2079
-
ἐσχάτωςpoint of death
- 2080
-
ἔσωwithin
- 2081
-
ἔσωθενinward
- 2082
-
ἐσώτεροςinner
- 2083
-
ἑταῖροςfellow
- 2084
-
ἑτερόγλωσσοςman of other tongue
- 2085
-
ἑτεροδιδασκαλέωteach other doctrine
- 2086
-
ἑτεροζυγέωunequally yoke together with
- 2087
-
ἕτεροςaltered
- 2088
-
ἑτέρωςotherwise
- 2089
-
ἔτιafter that
- 2090
-
ἑτοιμάζωprepare
- 2091
-
ἑτοιμασίαpreparation
- 2092
-
ἕτοιμοςprepared
- 2093
-
ἑτοίμωςready
- 2094
-
ἔτοςyear
- 2095
-
εὖgood
- 2096
-
ΕὖαEve
- 2097
-
εὐαγγελίζωdeclare
- 2098
-
εὐαγγέλιονgospel
- 2099
-
εὐαγγελιστήςevangelist
- 2100
-
εὐαρεστέωplease
- 2101
-
εὐάρεστοςacceptable
- 2102
-
εὐαρέστωςacceptably
- 2103
-
ΕὔβουλοςEubulus
- 2104
-
εὐγενήςmore noble
- 2105
-
εὐδίαfair weather
- 2106
-
εὐδοκέωthink good
- 2107
-
εὐδοκίαdesire
- 2108
-
εὐεργεσίαbenefit
- 2109
-
εὐεργετέωdo good
- 2110
-
εὐεργέτηςbenefactor
- 2111
-
εὔθετοςfit
- 2112
-
εὐθέωςanon
- 2113
-
εὐθυδρομέωwith a straight course
- 2114
-
εὐθυμέωbe of good cheer
- 2115
-
εὔθυμοςof good cheer
- 2116
-
εὐθύνωgovernor
- 2117
-
εὐθύςanon
- 2118
-
εὐθύτηςrighteousness
- 2119
-
εὐκαιρέωhave leisure
- 2120
-
εὐκαιρίαopportunity
- 2121
-
εὔκαιροςconvenient
- 2122
-
εὐκαίρωςconveniently
- 2123
-
εὐκοπώτεροςeasier
- 2124
-
εὐλάβειαfear
- 2125
-
εὐλαβέομαιfear
- 2126
-
εὐλαβήςdevout
- 2127
-
εὐλογέωbless
- 2128
-
εὐλογητόςblessed
- 2129
-
εὐλογίαblessing bounty
- 2130
-
εὐμετάδοτοςready to distribute
- 2131
-
ΕὐνίκηEunice
- 2132
-
εὐνοέωagree
- 2133
-
εὔνοιαbenevolence
- 2134
-
εὐνουχίζωmake…eunuch
- 2135
-
εὐνοῦχοςeunuch
- 2136
-
ΕὐοδίαEuodias
- 2137
-
εὐοδόωprosper
- 2138
-
εὐπειθήςeasy to be intreated
- 2139
-
εὐπερίστατοςwhich doth so easily beset
- 2140
-
εὐποιΐαto do good
- 2141
-
εὐπορέωability
- 2142
-
εὐπορίαwealth
- 2143
-
εὐπρέπειαgrace
- 2144
-
εὐπρόσδεκτοςacceptable
- 2145
-
εὐπρόσεδροςattend upon
- 2146
-
εὐπροσωπέωmake a fair show
- 2147
-
εὑρίσκωfind
- 2148
-
ΕὐροκλύδωνEuroklydon
- 2149
-
εὐρύχωροςbroad
- 2150
-
εὐσέβειαgodliness
- 2151
-
εὐσεβέωshow piety
- 2152
-
εὐσεβήςdevout
- 2153
-
εὐσεβῶςgodly
- 2154
-
εὔσημοςeasy to be understood
- 2155
-
εὔσπλαγχνοςpitiful
- 2156
-
εὐσχημόνωςdecently
- 2157
-
εὐσχημοσύνηcomeliness
- 2158
-
εὐσχήμωνcomely
- 2159
-
εὐτόνωςmightily
- 2160
-
εὐτραπελίαjesting
- 2161
-
ΕὔτυχοςEutychus
- 2162
-
εὐφημίαgood report
- 2163
-
εὔφημοςof good report
- 2164
-
εὐφορέωbring forth abundantly
- 2165
-
εὐφραίνωfare
- 2166
-
ΕὐφράτηςEuphrates
- 2167
-
εὐφροσύνηgladness
- 2168
-
εὐχαριστέωthank
- 2169
-
εὐχαριστίαthankfulness
- 2170
-
εὐχάριστοςthankful
- 2171
-
εὐχήprayer
- 2172
-
εὔχομαιpray
- 2173
-
εὔχρηστοςprofitable
- 2174
-
εὐψυχέωbe of good comfort
- 2175
-
εὐωδίαsweet savour
- 2176
-
εὐώνυμοςleft
- 2177
-
ἐφάλλομαιleap on
- 2178
-
ἐφάπαξonce
- 2179
-
Ἐφεσῖνοςof Ephesus
- 2180
-
ἘφέσιοςEphesian
- 2181
-
ἜφεσοςEphesus
- 2182
-
ἐφευρετήςinventor
- 2183
-
ἐφημερίαcourse
- 2184
-
ἐφήμεροςdaily
- 2185
-
ἐφικνέομαιreach
- 2186
-
ἐφίστημιassault
- 2187
-
ἘφραίμEphraim
- 2188
-
ἐφφαθάEphphatha
- 2189
-
ἔχθραenmity
- 2190
-
ἐχθρόςenemy
- 2191
-
ἔχιδναviper
- 2192
-
ἔχωhold
- 2193
-
ἕωςeven
- 2194
-
ΖαβουλώνZabulon
- 2195
-
ΖακχαῖοςZacchæus
- 2196
-
ΖαράZara
- 2197
-
ΖαχαρίαςZacharias
- 2198
-
ζάωlife
- 2199
-
ΖεβεδαῖοςZebedee
- 2200
-
ζεστόςhot
- 2201
-
ζεῦγοςyoke
- 2202
-
ζευκτηρίαband
- 2203
-
ΖεύςJupiter
- 2204
-
ζέωbe fervent
- 2205
-
ζῆλοςemulation
- 2206
-
ζηλόωaffect
- 2207
-
ζηλωτήςzealous
- 2208
-
ΖηλωτήςZelotes
- 2209
-
ζημίαdamage
- 2210
-
ζημιόωbe cast away
- 2211
-
ΖηνᾶςZenas
- 2212
-
ζητέωbe about
- 2213
-
ζήτημαquestion
- 2214
-
ζήτησιςquestion
- 2215
-
ζιζάνιονtares
- 2216
-
ΖοροβάβελZorobabel
- 2217
-
ζόφοςblackness
- 2218
-
ζυγόςpair of balances
- 2219
-
ζύμηleaven
- 2220
-
ζυμόωleaven
- 2221
-
ζωγρέωtake captive
- 2222
-
ζωήlife
- 2223
-
ζώνηgirdle
- 2224
-
ζώννυμιgird
- 2225
-
ζωογονέωlive
- 2226
-
ζῶονbeast
- 2227
-
ζωοποιέωmake alive
- 2228
-
ἤand
- 2229
-
ἦsurely
- 2230
-
ἡγεμονεύωbe governor
- 2231
-
ἡγεμονίαreign
- 2232
-
ἡγεμώνgovernor
- 2233
-
ἡγέομαιaccount
- 2234
-
ἡδέωςgladly
- 2235
-
ἤδηalready
- 2236
-
ἥδισταmost gladly
- 2237
-
ἡδονήlust
- 2238
-
ἡδύοσμονmint
- 2239
-
ἦθοςmanners
- 2240
-
ἥκωcome
- 2241
-
ἠλίEli
- 2242
-
ἩλίHeli
- 2243
-
ἩλίαςElias
- 2244
-
ἡλικίαage
- 2245
-
ἡλίκοςhow great
- 2246
-
ἥλιος+ east
- 2247
-
ἧλοςnail
- 2248
-
ἡμᾶςour
- 2249
-
ἡμεῖςus
- 2250
-
ἡμέραage
- 2251
-
ἡμέτεροςour
- 2252
-
ἤμηνbe
- 2253
-
ἡμιθανήςhalf dead
- 2254
-
ἡμῖνour
- 2255
-
ἥμισυhalf
- 2256
-
ἡμιώριονhalf an hour
- 2257
-
ἡμῶνour
- 2258
-
ἦν+ agree
- 2259
-
ἡνίκαwhen
- 2260
-
ἤπερthan
- 2261
-
ἤπιοςgentle
- 2262
-
ἬρEr
- 2263
-
ἤρεμοςquiet
- 2264
-
ἩρώδηςHerod
- 2265
-
ἩρωδιανοίHerodians
- 2266
-
ἩρωδιάςHerodias
- 2267
-
ἩρωδίωνHerodion
- 2268
-
ἩσαΐαςEsaias
- 2269
-
ἨσαῦEsau
- 2270
-
ἡσυχάζωcease
- 2271
-
ἡσυχίαquietness
- 2272
-
ἡσύχιοςpeaceable
- 2273
-
ἤτοιwhether
- 2274
-
ἡττάωbe inferior
- 2275
-
ἥττημαdiminishing
- 2276
-
ἥττονless
- 2277
-
ἤτωlet … be
- 2278
-
ἠχέωroar
- 2279
-
ἦχοςfame
- 2280
-
ΘαδδαῖοςThaddæus
- 2281
-
θάλασσαsea
- 2282
-
θάλπωcherish
- 2283
-
ΘάμαρThamar
- 2284
-
θαμβέωamaze
- 2285
-
θάμβοςamazed
- 2286
-
θανάσιμοςdeadly
- 2287
-
θανατήφοροςdeadly
- 2288
-
θάνατοςdeadly
- 2289
-
θανατόωbecome dead
- 2290
-
θάπτωbury
- 2291
-
ΘάραThara
- 2292
-
θαῤῥέωbe bold
- 2293
-
θαρσέωbe of good cheer
- 2294
-
θάρσοςcourage
- 2295
-
θαῦμαadmiration
- 2296
-
θαυμάζωadmire
- 2297
-
θαυμάσιοςwonderful thing
- 2298
-
θαυμαστόςmarvel
- 2299
-
θεάgoddess
- 2300
-
θεάομαιbehold
- 2301
-
θεατρίζωmake a gazing stock
- 2302
-
θέατρονspectacle
- 2303
-
θεῖονbrimstone
- 2304
-
θεῖοςdivine
- 2305
-
θειότηςgodhead
- 2306
-
θειώδηςbrimstone
- 2307
-
θέλημαdesire
- 2308
-
θέλησιςwill
- 2309
-
θέλωdesire
- 2310
-
θεμέλιοςfoundation
- 2311
-
θεμελιόωfound
- 2312
-
θεοδίδακτοςtaught of God
- 2313
-
θεομαχέωfight against God
- 2314
-
θεομάχοςto fight against God
- 2315
-
θεόπνευστοςgiven by inspiration of God
- 2316
-
θεόςexceeding
- 2317
-
θεοσέβειαgodliness
- 2318
-
θεοσεβήςworshipper of God
- 2319
-
θεοστυγήςhater of God
- 2320
-
θεότηςgodhead
- 2321
-
ΘεόφιλοςTheophilus
- 2322
-
θεραπείαhealing
- 2323
-
θεραπεύωcure
- 2324
-
θεράπωνservant
- 2325
-
θερίζωreap
- 2326
-
θερισμόςharvest
- 2327
-
θεριστήςreaper
- 2328
-
θερμαίνωwarm
- 2329
-
θέρμηheat
- 2330
-
θέροςsummer
- 2331
-
ΘεσσαλονικεύςThessalonian
- 2332
-
ΘεσσαλονίκηThessalonica
- 2333
-
ΘευδᾶςTheudas
- 2334
-
θεωρέωbehold
- 2335
-
θεωρίαsight
- 2336
-
θήκηsheath
- 2337
-
θηλάζωsuck
- 2338
-
θῆλυςfemale
- 2339
-
θήραtrap
- 2340
-
θηρεύωcatch
- 2341
-
θηριομαχέωfight with wild beasts
- 2342
-
θηρίονbeast
- 2343
-
θησαυρίζωlay up
- 2344
-
θησαυρόςtreasure
- 2345
-
θιγγάνωhandle
- 2346
-
θλίβωafflict
- 2347
-
θλῖψιςafflicted
- 2348
-
θνήσκωbe dead
- 2349
-
θνητόςmortal
- 2350
-
θορυβέωmake ado
- 2351
-
θόρυβοςtumult
- 2352
-
θραύωbruise
- 2353
-
θρέμμαcattle
- 2354
-
θρηνέωlament
- 2355
-
θρῆνοςlamentation
- 2356
-
θρησκείαreligion
- 2357
-
θρησκόςreligious
- 2358
-
θριαμβεύωto triumph
- 2359
-
θρίξhair
- 2360
-
θροέωtrouble
- 2361
-
θρόμβοςgreat drop
- 2362
-
θρόνοςseat
- 2363
-
ΘυάτειραThyatira
- 2364
-
θυγάτηρdaughter
- 2365
-
θυγάτριονlittle daughter
- 2366
-
θύελλαtempest
- 2367
-
θύϊνοςthyine
- 2368
-
θυμίαμαincense
- 2369
-
θυμιαστήριονcenser
- 2370
-
θυμιάωburn incense
- 2371
-
θυμομαχέωbe highly displeased
- 2372
-
θυμόςfierceness
- 2373
-
θυμόωbe wroth
- 2374
-
θύραdoor
- 2375
-
θυρεόςshield
- 2376
-
θυρίςwindow
- 2377
-
θυρωρόςthat kept the door
- 2378
-
θυσίαsacrifice
- 2379
-
θυσιαστήριονaltar
- 2380
-
θύωkill
- 2381
-
ΘωμᾶςThomas
- 2382
-
θώραξbreast-plate
- 2383
-
ἸάειροςJairus
- 2384
-
Ἰακώβalso an Israelite:--Jacob
- 2385
-
ἸάκωβοςJames
- 2386
-
ἴαμαhealing
- 2387
-
ἸαμβρῆςJambres
- 2388
-
ἸαννάJanna
- 2389
-
ἸαννῆςJannes
- 2390
-
ἰάομαιheal
- 2391
-
ἸάρεδJared
- 2392
-
ἴασιςcure
- 2393
-
ἴασπιςjasper
- 2394
-
ἸάσωνJason
- 2395
-
ἰατρόςphysician
- 2396
-
ἴδεbehold
- 2397
-
ἰδέαcountenance
- 2398
-
ἴδιοςhis acquaintance
- 2399
-
ἰδιώτηςignorant
- 2400
-
ἰδούbehold
- 2401
-
ἸδουμαίαIdumæa
- 2402
-
ἱδρώςsweat
- 2403
-
ἸεζαβήλJezabel
- 2404
-
ἹεράπολιςHierapolis
- 2405
-
ἱερατείαoffice of the priesthood
- 2406
-
ἱεράτευμαpriesthood
- 2407
-
ἱερατεύωexecute the priest's office
- 2408
-
ἹερεμίαςJeremiah
- 2409
-
ἱερεύςpriest
- 2410
-
ἹεριχώJericho
- 2411
-
ἱερόνtemple
- 2412
-
ἱεροπρεπήςas becometh holiness
- 2413
-
ἱερόςholy
- 2414
-
ἹεροσόλυμαJerusalem
- 2415
-
Ἱεροσολυμίτηςof Jerusalem
- 2416
-
ἱεροσυλέωcommit sacrilege
- 2417
-
ἱερόσυλοςrobber of churches
- 2418
-
ἱερουργέωminister
- 2419
-
ἹερουσαλήμJerusalem
- 2420
-
ἱερωσύνηpriesthood
- 2421
-
ἸεσσαίJesse
- 2422
-
ἸεφθάεJephthah
- 2423
-
ἸεχονίαςJechonias
- 2424
-
ἸησοῦςJesus
- 2425
-
ἱκανόςable
- 2426
-
ἱκανότηςsufficiency
- 2427
-
ἱκανόωmake able
- 2428
-
ἱκετηρίαsupplication
- 2429
-
ἱκμάςmoisture
- 2430
-
ἸκόνιονIconium
- 2431
-
ἱλαρόςcheerful
- 2432
-
ἱλαρότηςcheerfulness
- 2433
-
ἱλάσκομαιbe merciful
- 2434
-
ἱλασμόςpropitiation
- 2435
-
ἱλαστήριονmercyseat
- 2436
-
ἵλεωςbe it far
- 2437
-
ἸλλυρικόνIllyricum
- 2438
-
ἱμάςlatchet
- 2439
-
ἱματίζωclothe
- 2440
-
ἱμάτιονapparel
- 2441
-
ἱματισμόςapparel
- 2442
-
ἱμείρομαιbe affectionately desirous
- 2443
-
ἵναalbeit
- 2444
-
ἱνατίwherefore
- 2445
-
ἸόππηJoppa
- 2446
-
ἸορδάνηςJordan
- 2447
-
ἰόςpoison
- 2448
-
ἸουδάJudah
- 2449
-
ἸουδαίαJudæa
- 2450
-
Ἰουδαΐζωlive as the Jews
- 2451
-
ἸουδαϊκόςJewish
- 2452
-
Ἰουδαϊκῶςas do the Jews
- 2453
-
ἸουδαῖοςJew
- 2454
-
ἸουδαϊσμόςJews' religion
- 2455
-
ἸούδαςJudah
- 2456
-
ἸουλίαJulia
- 2457
-
ἸούλιοςJulius
- 2458
-
ἸουνιᾶςJunias
- 2459
-
ἸοῦστοςJustus
- 2460
-
ἱππεύςhorseman
- 2461
-
ἱππικόνhorse
- 2462
-
ἵπποςhorse
- 2463
-
ἶριςrainbow
- 2464
-
ἸσαάκIsaac
- 2465
-
ἰσάγγελοςequal unto the angels
- 2466
-
ἸσαχάρIssachar
- 2467
-
ἴσημιknow
- 2468
-
ἴσθι+ agree
- 2469
-
ἸσκαριώτηςIscariot
- 2470
-
ἴσος+ agree
- 2471
-
ἰσότηςequal
- 2472
-
ἰσότιμοςlike precious
- 2473
-
ἰσόψυχοςlikeminded
- 2474
-
ἸσραήλIsrael
- 2475
-
ἸσραηλίτηςIsraelite
- 2476
-
ἵστημιabide
- 2477
-
ἱστορέωsee
- 2478
-
ἰσχυρόςboisterous
- 2479
-
ἰσχύςability
- 2480
-
ἰσχύωbe able
- 2481
-
ἴσωςit may be
- 2482
-
ἸταλίαItaly
- 2483
-
ἸταλικόςItalian
- 2484
-
ἸτουραΐαIturæa
- 2485
-
ἰχθύδιονlittle fish
- 2486
-
ἰχθύςfish
- 2487
-
ἴχνοςstep
- 2488
-
ἸωάθαμJoatham
- 2489
-
ἸωάνναJoanna
- 2490
-
ἸωαννᾶςJoannas
- 2491
-
ἸωάννηςJohn
- 2492
-
ἸώβJob
- 2493
-
ἸωήλJoel
- 2494
-
ἸωνάνJonan
- 2495
-
ἸωνᾶςJonas
- 2496
-
ἸωράμJoram
- 2497
-
ἸωρείμJorim
- 2498
-
ἸωσαφάτJosaphat
- 2499
-
ἸωσήJose
- 2500
-
ἸωσῆςJoses
- 2501
-
ἸωσήφJoseph
- 2502
-
ἸωσίαςJosias
- 2503
-
ἰῶταjot
- 2504
-
κἀγώand I
- 2505
-
καθάas
- 2506
-
καθαίρεσιςdestruction
- 2507
-
καθαιρέωcast down
- 2508
-
καθαίρωpurge
- 2509
-
καθάπερeven as
- 2510
-
καθάπτωfasten on
- 2511
-
καθαρίζωclean
- 2512
-
καθαρισμόςcleansing
- 2513
-
καθαρόςclean
- 2514
-
καθαρότηςpurification
- 2515
-
καθέδραseat
- 2516
-
καθέζομαιsit
- 2517
-
καθεξῆςafter
- 2518
-
καθεύδωsleep
- 2519
-
καθηγητήςmaster
- 2520
-
καθήκωconvenient
- 2521
-
κάθημαιdwell
- 2522
-
καθημερινόςdaily
- 2523
-
καθίζωcontinue
- 2524
-
καθίημιlet down
- 2525
-
καθίστημιappoint
- 2526
-
καθόaccording to that
- 2527
-
καθόλουat all
- 2528
-
καθοπλίζωarm
- 2529
-
καθοράωclearly see
- 2530
-
καθότιas
- 2531
-
καθώςaccording to
- 2532
-
καίand
- 2533
-
ΚαϊάφαςCaiaphas
- 2534
-
καίγεand
- 2535
-
ΚάϊνCain
- 2536
-
ΚαϊνάνCainan
- 2537
-
καινόςnew
- 2538
-
καινότηςnewness
- 2539
-
καίπερand yet
- 2540
-
καιρόςalways
- 2541
-
ΚαῖσαρCæsar
- 2542
-
ΚαισάρειαCæsarea
- 2543
-
καίτοιalthough
- 2544
-
καίτοιγεnevertheless
- 2545
-
καίωburn
- 2546
-
κἀκεῖand there
- 2547
-
κἀκεῖθενand afterward
- 2548
-
κἀκεῖνοςand him
- 2549
-
κακίαevil
- 2550
-
κακοήθειαmalignity
- 2551
-
κακολογέωcurse
- 2552
-
κακοπάθειαsuffering affliction
- 2553
-
κακοπαθέωbe afflicted
- 2554
-
κακοποιέωdo evil
- 2555
-
κακοποιόςevil-doer
- 2556
-
κακόςbad
- 2557
-
κακοῦργοςevil-doer
- 2558
-
κακουχέωwhich suffer adversity
- 2559
-
κακόωmake evil affected
- 2560
-
κακῶςamiss
- 2561
-
κάκωσιςaffliction
- 2562
-
καλάμηstubble
- 2563
-
κάλαμοςpen
- 2564
-
καλέωbid
- 2565
-
καλλιέλαιοςgood olive tree
- 2566
-
καλλίονvery well
- 2567
-
καλοδιδάσκαλοςteacher of good things
- 2568
-
Καλοὶ Λιμένεςfair havens
- 2569
-
καλοποιέωwell doing
- 2570
-
καλόςbetter
- 2571
-
κάλυμαvail
- 2572
-
καλύπτωcover
- 2573
-
καλῶςgood
- 2574
-
κάμηλοςcamel
- 2575
-
κάμινοςfurnace
- 2576
-
καμμύωclose
- 2577
-
κάμνωfaint
- 2578
-
κάμπτωbow
- 2579
-
κἄνand if
- 2580
-
ΚανᾶCana
- 2581
-
ΚανανίτηςCanaanite
- 2582
-
ΚανδάκηCandace
- 2583
-
κανώνline
- 2584
-
ΚαπερναούμCapernaum
- 2585
-
καπηλεύωcorrupt
- 2586
-
καπνόςsmoke
- 2587
-
ΚαππαδοκίαCappadocia
- 2588
-
καρδίαheart
- 2589
-
καρδιογνώστηςwhich knowest the hearts
- 2590
-
καρπόςfruit
- 2591
-
ΚάρποςCarpus
- 2592
-
καρποφορέωbe fruitful
- 2593
-
καρποφόροςfruitful
- 2594
-
καρτερέωendure
- 2595
-
κάρφοςmote
- 2596
-
κατάabout
- 2597
-
καταβαίνωcome down
- 2598
-
καταβάλλωcast down
- 2599
-
καταβαρέωburden
- 2600
-
κατάβασιςdescent
- 2601
-
καταβιβάζωbring down
- 2602
-
καταβολήconceive
- 2603
-
καταβραβεύωbeguile of reward
- 2604
-
καταγγελεύςsetter forth
- 2605
-
καταγγέλλωdeclare
- 2606
-
καταγελάωlaugh to scorn
- 2607
-
καταγινώσκωblame
- 2608
-
κατάγνυμιbreak
- 2609
-
κατάγωbring down
- 2610
-
καταγωνίζομαιsubdue
- 2611
-
καταδέωbind up
- 2612
-
κατάδηλοςfar more evident
- 2613
-
καταδικάζωcondemn
- 2614
-
καταδιώκωfollow after
- 2615
-
καταδουλόωbring into bondage
- 2616
-
καταδυναστεύωoppress
- 2617
-
καταισχύνωconfound
- 2618
-
κατακαίωburn up
- 2619
-
κατακαλύπτωcover
- 2620
-
κατακαυχάομαιboast
- 2621
-
κατάκειμαιkeep
- 2622
-
κατακλάωbreak
- 2623
-
κατακλείωshut up
- 2624
-
κατακληροδοτέωdivide by lot
- 2625
-
κατακλίνωsit down
- 2626
-
κατακλύζωoverflow
- 2627
-
κατακλυσμόςflood
- 2628
-
κατακολουθέωfollow
- 2629
-
κατακόπτωcut
- 2630
-
κατακρημνίζωcast down headlong
- 2631
-
κατάκριμαcondemnation
- 2632
-
κατακρίνωcondemn
- 2633
-
κατάκρισιςcondemn
- 2634
-
κατακυριεύωexercise dominion over
- 2635
-
καταλαλέωspeak against
- 2636
-
καταλαλίαbackbiting
- 2637
-
κατάλαλοςbackbiter
- 2638
-
καταλαμβάνωapprehend
- 2639
-
καταλέγωtake into the number
- 2640
-
κατάλειμμαremnant
- 2641
-
καταλείπωforsake
- 2642
-
καταλιθάζωstone
- 2643
-
καταλλαγήatonement
- 2644
-
καταλλάσσωreconcile
- 2645
-
κατάλοιποςresidue
- 2646
-
κατάλυμαguestchamber
- 2647
-
καταλύωdestroy
- 2648
-
καταμανθάνωconsider
- 2649
-
καταμαρτυρέωwitness against
- 2650
-
καταμένωabide
- 2651
-
καταμόναςalone
- 2652
-
κατανάθεμαcurse
- 2653
-
καταναθεματίζωcurse
- 2654
-
καταναλίσκωconsume
- 2655
-
καταναρκάωbe burdensome
- 2656
-
κατανεύωbeckon
- 2657
-
κατανοέωbehold
- 2658
-
καταντάωattain
- 2659
-
κατάνυξιςslumber
- 2660
-
κατανύσσωprick
- 2661
-
καταξιόωcount worthy
- 2662
-
καταπατέωtrample
- 2663
-
κατάπαυσιςrest
- 2664
-
καταπαύωcease
- 2665
-
καταπέτασμαvail
- 2666
-
καταπίνωdevour
- 2667
-
καταπίπτωfall
- 2668
-
καταπλέωarrive
- 2669
-
καταπονέωoppress
- 2670
-
καταποντίζωdrown
- 2671
-
κατάραcursed
- 2672
-
καταράομαιcurse
- 2673
-
καταργέωabolish
- 2674
-
καταριθμέωnumber with
- 2675
-
καταρτίζωfit
- 2676
-
κατάρτισιςperfection
- 2677
-
καταρτισμόςperfecting
- 2678
-
κατασείωbeckon
- 2679
-
κατασκάπτωdig down
- 2680
-
κατασκευάζωbuild
- 2681
-
κατασκηνόωlodge
- 2682
-
κατασκήνωσιςnest
- 2683
-
κατασκιάζωshadow
- 2684
-
κατασκοπέωspy out
- 2685
-
κατάσκοποςspy
- 2686
-
κατασοφίζομαιdeal subtilly with
- 2687
-
καταστέλλωappease
- 2688
-
κατάστημαbehaviour
- 2689
-
καταστολήapparel
- 2690
-
καταστρέφωoverthrow
- 2691
-
καταστρηνιάωbegin to wax wanton against
- 2692
-
καταστροφήoverthrow
- 2693
-
καταστρώννυμιoverthrow
- 2694
-
κατασύρωhale
- 2695
-
κατασφάττωslay
- 2696
-
κατασφραγίζωseal
- 2697
-
κατάσχεσιςpossession
- 2698
-
κατατίθημιdo
- 2699
-
κατατομήconcision
- 2700
-
κατατοξεύωthrust through
- 2701
-
κατατρέχωrun down
- 2702
-
καταφέρωfall
- 2703
-
καταφεύγωflee
- 2704
-
καταφθείρωcorrupt
- 2705
-
καταφιλέωkiss
- 2706
-
καταφρονέωdespise
- 2707
-
καταφροντήςdespiser
- 2708
-
καταχέωpour
- 2709
-
καταχθόνιοςunder the earth
- 2710
-
καταχράομαιabuse
- 2711
-
καταψύχωcool
- 2712
-
κατείδωλοςwholly given to idolatry
- 2713
-
κατέναντιbefore
- 2714
-
κατενώπιονbefore
- 2715
-
κατεξουσιάζωexercise authority
- 2716
-
κατεργάζομαιcause
- 2717
-
--
- 2718
-
κατέρχομαιcome
- 2719
-
κατεσθίωdevour
- 2720
-
κατευθύνωguide
- 2721
-
κατεφίστημιmake insurrection against
- 2722
-
κατέχωhave
- 2723
-
κατηγορέωaccuse
- 2724
-
κατηγορίαaccusation
- 2725
-
κατήγοροςaccuser
- 2726
-
κατήφειαheaviness
- 2727
-
κατηχέωinform
- 2728
-
κατιόωcanker
- 2729
-
κατισχύωprevail
- 2730
-
κατοικέωdwell
- 2731
-
κατοίκησιςdwelling
- 2732
-
κατοικητήριονhabitation
- 2733
-
κατοικίαhabitation
- 2734
-
κατοπτρίζομαιbehold as in a glass
- 2735
-
κατόρθωμαvery worthy deed
- 2736
-
κάτωbeneath
- 2737
-
κατώτεροςlower
- 2738
-
καῦμαheat
- 2739
-
καυματίζωscorch
- 2740
-
καῦσιςbe burned
- 2741
-
καυσόωfervent heat
- 2742
-
καύσωνheat
- 2743
-
καυτηριάζωsear with a hot iron
- 2744
-
καυχάομαιboast
- 2745
-
καύχημαboasting
- 2746
-
καύχησιςboasting
- 2747
-
ΚεγχρεαίCencrea
- 2748
-
ΚεδρώνCedron
- 2749
-
κεῖμαιbe appointed
- 2750
-
κειρίαgraveclothes
- 2751
-
κείρωshear
- 2752
-
κέλευμαshout
- 2753
-
κελεύωbid
- 2754
-
κενοδοξίαvain-glory
- 2755
-
κενόδοξοςdesirous of vain-glory
- 2756
-
κενόςempty
- 2757
-
κενοφωνίαvain
- 2758
-
κενόωmake of none effect
- 2759
-
κέντρονprick
- 2760
-
κεντυρίωνcenturion
- 2761
-
κενῶςin vain
- 2762
-
κεραίαtittle
- 2763
-
κεραμεύςpotter
- 2764
-
κεραμικόςof a potter
- 2765
-
κεράμιονpitcher
- 2766
-
κέραμοςtiling
- 2767
-
κεράννυμιfill
- 2768
-
κέραςhorn
- 2769
-
κεράτιονhusk
- 2770
-
κερδαίνωgain
- 2771
-
κέρδοςgain
- 2772
-
κέρμαmoney
- 2773
-
κερματιστήςchanger of money
- 2774
-
κεφάλαιονsum
- 2775
-
κεφαλαιόωwound in the head
- 2776
-
κεφαλήhead
- 2777
-
κεφαλίςvolume
- 2778
-
κῆνσοςtribute
- 2779
-
κῆποςgarden
- 2780
-
κηπουρόςgardener
- 2781
-
κηρίονcomb
- 2782
-
κήρυγμαpreaching
- 2783
-
κῆρυξpreacher
- 2784
-
κηρύσσωpreacher
- 2785
-
κῆτοςwhale
- 2786
-
ΚηφᾶςCephas
- 2787
-
κιβωτόςark
- 2788
-
κιθάραharp
- 2789
-
κιθαρίζωharp
- 2790
-
κιθαρῳδόςharper
- 2791
-
ΚιλικίαCilicia
- 2792
-
κινάμωμονcinnamon
- 2793
-
κινδυνεύωbe in danger
- 2794
-
κίνδυνοςperil
- 2795
-
κινέωmove
- 2796
-
κίνησιςmoving
- 2797
-
ΚίςCis
- 2798
-
κλάδοςbranch
- 2799
-
κλαίωbewail
- 2800
-
κλάσιςbreaking
- 2801
-
κλάσμαbroken
- 2802
-
ΚλαύδηClauda
- 2803
-
ΚλαυδίαClaudia
- 2804
-
ΚλαύδιοςClaudius
- 2805
-
κλαυθμόςwailing
- 2806
-
κλάωbreak
- 2807
-
κλείςkey
- 2808
-
κλείωshut
- 2809
-
κλέμμαtheft
- 2810
-
ΚλεόπαςCleopas
- 2811
-
κλέοςglory
- 2812
-
κλέπτηςthief
- 2813
-
κλέπτωsteal
- 2814
-
κλῆμαbranch
- 2815
-
ΚλήμηςClement
- 2816
-
κληρονομέωbe heir
- 2817
-
κληρονομίαinheritance
- 2818
-
κληρονόμοςheir
- 2819
-
κλῆροςheritage
- 2820
-
κληρόωobtain an inheritance
- 2821
-
κλῆσιςcalling
- 2822
-
κλητόςcalled
- 2823
-
κλίβανοςoven
- 2824
-
κλίμαpart
- 2825
-
κλίνηbed
- 2826
-
κλινίδιονbed
- 2827
-
κλίνωbow
- 2828
-
κλισίαcompany
- 2829
-
κλοπήtheft
- 2830
-
κλύδωνraging
- 2831
-
κλυδωνίζομαιtoss to and fro
- 2832
-
ΚλωπᾶςCleophas
- 2833
-
κνήθωitching
- 2834
-
ΚνίδοςCnidus
- 2835
-
κοδράντηςfarthing
- 2836
-
κοιλίαbelly
- 2837
-
κοιμάωsleep
- 2838
-
κοίμησιςtaking of rest
- 2839
-
κοινόςcommon
- 2840
-
κοινόωcall common
- 2841
-
κοινωνέωcommunicate
- 2842
-
κοινωνίαcommunicate
- 2843
-
κοινωνικόςwilling to communicate
- 2844
-
κοινωνόςcompanion
- 2845
-
κοίτηbed
- 2846
-
κοιτών+ chamberlain
- 2847
-
κόκκινοςscarlet
- 2848
-
κόκκοςcorn
- 2849
-
κολάζωpunish
- 2850
-
κολακείαflattering
- 2851
-
κόλασιςpunishment
- 2852
-
κολαφίζωbuffet
- 2853
-
κολλάωcleave
- 2854
-
κολλούριονeyesalve
- 2855
-
κολλυβιστήςchanger
- 2856
-
κολοβόωshorten
- 2857
-
ΚολοσσαίColosse
- 2858
-
ΚολοσσαεύςColossian
- 2859
-
κόλποςbosom
- 2860
-
κολυμβάωswim
- 2861
-
κολυμβήθραpool
- 2862
-
κολωνίαcolony
- 2863
-
κομάωhave long hair
- 2864
-
κόμηhair
- 2865
-
κομίζωbring
- 2866
-
κομψότερον+ began to amend
- 2867
-
κονιάωwhiten
- 2868
-
κονιορτόςdust
- 2869
-
κοπάζωcease
- 2870
-
κοπετόςlamentation
- 2871
-
κοπήslaughter
- 2872
-
κοπιάωlabour
- 2873
-
κόποςlabour
- 2874
-
κοπρίαdung
- 2875
-
κόπτωcut down
- 2876
-
κόραξraven
- 2877
-
κοράσιονdamsel
- 2878
-
κορβᾶνCorban
- 2879
-
ΚορέCore
- 2880
-
κορέννυμιeat enough
- 2881
-
ΚορίνθιοςCorinthian
- 2882
-
ΚόρινθοςCorinth
- 2883
-
ΚορνήλιοςCornelius
- 2884
-
κόροςmeasure
- 2885
-
κοσμέωadorn
- 2886
-
κοσμικόςworldly
- 2887
-
κόσμιοςof good behaviour
- 2888
-
κοσμοκράτωρruler
- 2889
-
κόσμοςadorning
- 2890
-
ΚούαρτοςQuartus
- 2891
-
κοῦμιcumi
- 2892
-
κουστωδίαwatch
- 2893
-
κουφίζωlighten
- 2894
-
κόφινοςbasket
- 2895
-
κράββατοςbed
- 2896
-
κράζωcry
- 2897
-
κραιπάληsurfeiting
- 2898
-
κρανίονCalvary
- 2899
-
κράσπεδονborder
- 2900
-
κραταιόςmighty
- 2901
-
κραταιόωbe strengthened
- 2902
-
κρατέωhold
- 2903
-
κράτιστοςmost excellent
- 2904
-
κράτοςdominion
- 2905
-
κραυγάζωcry out
- 2906
-
κραυγήclamour
- 2907
-
κρέαςflesh
- 2908
-
κρεῖσσονbetter
- 2909
-
κρείττωνbest
- 2910
-
κρεμάννυμιhang
- 2911
-
κρημνόςsteep place
- 2912
-
ΚρήςCrete
- 2913
-
ΚρήσκηςCrescens
- 2914
-
ΚρήτηCrete
- 2915
-
κριθήbarley
- 2916
-
κρίθινοςbarley
- 2917
-
κρίμαavenge
- 2918
-
κρίνονlily
- 2919
-
κρίνωavenge
- 2920
-
κρίσιςaccusation
- 2921
-
ΚρίσποςCrispus
- 2922
-
κριτήριονto judge
- 2923
-
κριτήςjudge
- 2924
-
κριτικόςdiscerner
- 2925
-
κρούωknock
- 2926
-
κρύπτηsecret
- 2927
-
κρυπτόςhid
- 2928
-
κρύπτωhide
- 2929
-
κρυσταλλίζωbe clear as crystal
- 2930
-
κρύσταλλοςcrystal
- 2931
-
κρυφῆin secret
- 2932
-
κτάομαιobtain
- 2933
-
κτῆμαpossession
- 2934
-
κτῆνοςbeast
- 2935
-
κτήτωρpossessor
- 2936
-
κτίζωcreate
- 2937
-
κτίσιςbuilding
- 2938
-
κτίσμαcreature
- 2939
-
κτίστηςCreator
- 2940
-
κυβείαsleight
- 2941
-
κυβέρνησιςgovernment
- 2942
-
κυβερνήτηςmaster
- 2943
-
κυκλόθενabout
- 2944
-
κυκλόωcompass
- 2945
-
κύκλῳround about
- 2946
-
κύλισμαwallowing
- 2947
-
κυλιόωwallow
- 2948
-
κυλλόςmaimed
- 2949
-
κῦμαwave
- 2950
-
κύμβαλονcymbal
- 2951
-
κύμινονcummin
- 2952
-
κυνάριονdog
- 2953
-
Κύπριοςof Cyprus
- 2954
-
ΚύπροςCyprus
- 2955
-
κύπτωstoop
- 2956
-
Κυρηναῖοςof Cyrene
- 2957
-
ΚυρήνηCyrene
- 2958
-
ΚυρήνιοςCyrenius
- 2959
-
Κυρίαlady
- 2960
-
κυριακόςLord's
- 2961
-
κυριεύωhave dominion over
- 2962
-
κύριοςGod
- 2963
-
κυριότηςdominion
- 2964
-
κυρόωconfirm
- 2965
-
κύωνdog
- 2966
-
κῶλονcarcase
- 2967
-
κωλύωforbid
- 2968
-
κώμηtown
- 2969
-
κωμόπολιςtown
- 2970
-
κῶμοςrevelling
- 2971
-
κώνωψgnat
- 2972
-
ΚώςCos
- 2973
-
ΚωσάμCosam
- 2974
-
κωφόςdeaf
- 2975
-
λαγχάνωhis lot be
- 2976
-
ΛάζαροςLazarus
- 2977
-
λάθραprivily
- 2978
-
λαῖλαψstorm
- 2979
-
λακτίζωkick
- 2980
-
λαλέωpreach
- 2981
-
λαλιάsaying
- 2982
-
λαμάlama
- 2983
-
λαμβάνωaccept
- 2984
-
ΛάμεχLamech
- 2985
-
λαμπάςlamp
- 2986
-
λαμπρόςbright
- 2987
-
λαμπρότηςbrightness
- 2988
-
λαμπρῶςsumptuously
- 2989
-
λάμπωgive light
- 2990
-
λανθάνωbe hid
- 2991
-
λαξευτόςhewn in stone
- 2992
-
λαόςpeople
- 2993
-
ΛαοδίκειαLaodicea
- 2994
-
ΛαοδικεύςLaodicean
- 2995
-
λάρυγξthroat
- 2996
-
ΛασαίαLasea
- 2997
-
λάσχωburst asunder
- 2998
-
λατομέωhew
- 2999
-
λατρείαservice
- 3000
-
λατρεύωserve
- 3001
-
λάχανονherb
- 3002
-
ΛεββαῖοςLebbæus
- 3003
-
λεγεώνlegion
- 3004
-
λέγωask
- 3005
-
λεῖμμαremnant
- 3006
-
λεῖοςsmooth
- 3007
-
λείπωbe destitute
- 3008
-
λειτουργέωminister
- 3009
-
λειτουργίαministration
- 3010
-
λειτουργικόςministering
- 3011
-
λειτουργόςminister
- 3012
-
λέντιονtowel
- 3013
-
λεπίςscale
- 3014
-
λέπραleprosy
- 3015
-
λεπρόςleper
- 3016
-
λεπτόνmite
- 3017
-
ΛευΐLevi
- 3018
-
ΛευΐςLevi
- 3019
-
ΛευΐτηςLevite
- 3020
-
ΛευϊτικόςLevitical
- 3021
-
λευκαίνωmake white
- 3022
-
λευκόςwhite
- 3023
-
λέωνlion
- 3024
-
λήθη+ forget
- 3025
-
ληνόςwinepress
- 3026
-
λῆροςidle tale
- 3027
-
λῃστήςrobber
- 3028
-
λῆμψιςreceiving
- 3029
-
λίανexceeding
- 3030
-
λίβανοςfrankincense
- 3031
-
λιβανωτόςcenser
- 3032
-
ΛιβερτῖνοςLibertine
- 3033
-
ΛιβύηLibya
- 3034
-
λιθάζωstone
- 3035
-
λίθινοςof stone
- 3036
-
λιθοβολέωstone
- 3037
-
λίθοςmillstone
- 3038
-
λιθόστρωτοςPavement
- 3039
-
λικμάωgrind to powder
- 3040
-
λιμήνhaven
- 3041
-
λίμνηlake
- 3042
-
λιμόςdearth
- 3043
-
λίνονlinen
- 3044
-
ΛίνοςLinus
- 3045
-
λιπαρόςdainty
- 3046
-
λίτραpound
- 3047
-
λίψsouthwest
- 3048
-
λογίαcollection
- 3049
-
λογίζομαιconclude
- 3050
-
λογικόςreasonable
- 3051
-
λόγιονoracle
- 3052
-
λόγιοςeloquent
- 3053
-
λογισμόςimagination
- 3054
-
λογομαχέωstrive about words
- 3055
-
λογομαχίαstrife of words
- 3056
-
λόγοςaccount
- 3057
-
λόγχηspear
- 3058
-
λοιδορέωrevile
- 3059
-
λοιδορίαrailing
- 3060
-
λοίδοροςrailer
- 3061
-
λοιμόςpestilence
- 3062
-
λοιποίother
- 3063
-
λοιπόνbesides
- 3064
-
λοιποῦfrom henceforth
- 3065
-
ΛουκᾶςLucas
- 3066
-
ΛούκιοςLucius
- 3067
-
λουτρόνwashing
- 3068
-
λούωwash
- 3069
-
ΛύδδαLydda
- 3070
-
ΛυδίαLydia
- 3071
-
ΛυκαονίαLycaonia
- 3072
-
Λυκαονιστίin the speech of Lycaonia
- 3073
-
ΛυκίαLycia
- 3074
-
λύκοςwolf
- 3075
-
λυμαίνομαιmake havock of
- 3076
-
λυπέωcause grief
- 3077
-
λύπηgrief
- 3078
-
ΛυσανίαςLysanias
- 3079
-
ΛυσίαςLysias
- 3080
-
λύσιςto be loosed
- 3081
-
λυσιτελεῖit is better
- 3082
-
ΛύστραLystra
- 3083
-
λύτρονransom
- 3084
-
λυτρόωredeem
- 3085
-
λύτρωσις+ redeemed
- 3086
-
λυτρωτήςdeliverer
- 3087
-
λυχνίαcandlestick
- 3088
-
λύχνοςcandle
- 3089
-
λύωbreak
- 3090
-
ΛωΐςLois
- 3091
-
ΛώτLot
- 3092
-
ΜαάθMaath
- 3093
-
ΜαγδαλάMagdala
- 3094
-
ΜαγδαληνήMagdalene
- 3095
-
μαγείαsorcery
- 3096
-
μαγεύωuse sorcery
- 3097
-
μάγοςsorcerer
- 3098
-
ΜαγώγMagog
- 3099
-
ΜαδιάνMadian
- 3100
-
μαθητεύωbe disciple
- 3101
-
μαθητήςdisciple
- 3102
-
μαθήτριαdisciple
- 3103
-
ΜαθουσάλαMathusala
- 3104
-
ΜαϊνάνMainan
- 3105
-
μαίνομαιbe beside self
- 3106
-
μακαρίζωcall blessed
- 3107
-
μακάριοςblessed
- 3108
-
μακαρισμόςblessedness
- 3109
-
ΜακεδονίαMacedonia
- 3110
-
Μακεδώνof Macedonia
- 3111
-
μάκελλονshambles
- 3112
-
μακράνfar
- 3113
-
μακρόθενafar off
- 3114
-
μακροθυμέωbear long
- 3115
-
μακροθυμίαlongsuffering
- 3116
-
μακροθυμώςpatiently
- 3117
-
μακρόςfar
- 3118
-
μακροχρόνιοςlive long
- 3119
-
μαλακίαdisease
- 3120
-
μαλακόςeffeminate
- 3121
-
ΜαλελεήλMaleleel
- 3122
-
μάλισταchiefly
- 3123
-
μᾶλλον+ better
- 3124
-
ΜάλχοςMalchus
- 3125
-
μάμμηgrandmother
- 3126
-
μαμμωνᾶςmammon
- 3127
-
ΜαναήνManaen
- 3128
-
ΜανασσῆςManasses
- 3129
-
μανθάνωlearn
- 3130
-
μανίαmad
- 3131
-
μάνναmanna
- 3132
-
μαντεύομαιby soothsaying
- 3133
-
μαραίνωfade away
- 3134
-
μαρὰν ἀθάMaran-atha
- 3135
-
μαργαρίτηςpearl
- 3136
-
ΜάρθαMartha
- 3137
-
ΜαρίαMary
- 3138
-
ΜάρκοςMarcus
- 3139
-
μάρμαροςmarble
- 3140
-
μαρτυρέωcharge
- 3141
-
μαρτυρίαrecord
- 3142
-
μαρτύριονto be testified
- 3143
-
μαρτύρομαιtake to record
- 3144
-
μάρτυςmartyr
- 3145
-
μασσάομαιgnaw
- 3146
-
μαστιγόωscourge
- 3147
-
μαστίζωscourge
- 3148
-
μάστιξplague
- 3149
-
μαστόςpap
- 3150
-
ματαιολογίαvain jangling
- 3151
-
ματαιολόγοςvain talker
- 3152
-
μάταιοςvain
- 3153
-
ματαιότηςvanity
- 3154
-
ματαιόωbecome vain
- 3155
-
μάτηνin vain
- 3156
-
ΜατθαῖοςMatthew
- 3157
-
ΜατθάνMatthan
- 3158
-
ΜατθάτMathat
- 3159
-
ΜατθίαςMatthias
- 3160
-
ΜατταθάMattatha
- 3161
-
ΜατταθίαςMattathias
- 3162
-
μάχαιραsword
- 3163
-
μάχηfighting
- 3164
-
μάχομαιfight
- 3165
-
μέI
- 3166
-
μεγαλαυχέωboast great things
- 3167
-
μεγαλεῖοςgreat things
- 3168
-
μεγαλειότηςmagnificence
- 3169
-
μεγαλοπρεπήςexcellent
- 3170
-
μεγαλύνωenlarge
- 3171
-
μεγάλωςgreatly
- 3172
-
μεγαλωσύνηmajesty
- 3173
-
μέγαςexceedingly
- 3174
-
μέγεθοςgreatness
- 3175
-
μεγιστᾶνεςgreat men
- 3176
-
μέγιστοςexceeding great
- 3177
-
μεθερμηνεύωinterpret
- 3178
-
μέθηdrunkenness
- 3179
-
μεθίστημιput out
- 3180
-
μεθοδείαwile
- 3181
-
μεθόριοςborder
- 3182
-
μεθύσκωbe drunk
- 3183
-
μέθυσοςdrunkard
- 3184
-
μεθύωdrink well
- 3185
-
μεῖζονthe more
- 3186
-
μειζότεροςgreater
- 3187
-
μείζωνelder
- 3188
-
μέλανink
- 3189
-
μέλαςblack
- 3190
-
ΜελεᾶςMeleas
- 3191
-
μελετάωimagine
- 3192
-
μέλιhoney
- 3193
-
μελίσσιοςhoneycomb
- 3194
-
ΜελίτηMelita
- 3195
-
μέλλωabout
- 3196
-
μέλοςmember
- 3197
-
ΜελχίMelchi
- 3198
-
ΜελχισεδέκMelchisedec
- 3199
-
μέλωcare
- 3200
-
μεμβράναparchment
- 3201
-
μέμφομαιfind fault
- 3202
-
μεμψίμοιροςcomplainer
- 3303
-
μένeven
- 3304
-
μενοῦνγεnay but
- 3305
-
μέντοιalso
- 3306
-
μένωabide
- 3307
-
μερίζωdeal
- 3308
-
μέριμναcare
- 3309
-
μεριμνάωbe careful
- 3310
-
μερίςpart
- 3311
-
μερισμόςdividing asunder
- 3312
-
μεριστήςdivider
- 3313
-
μέροςbehalf
- 3314
-
μεσημβρίαnoon
- 3315
-
μεσιτεύωconfirm
- 3316
-
μεσίτηςmediator
- 3317
-
μεσονύκτιονmidnight
- 3318
-
ΜεσοποταμίαMesopotamia
- 3319
-
μέσοςamong
- 3320
-
μεσότοιχονmiddle wall
- 3321
-
μεσουράνημαmidst of heaven
- 3322
-
μεσόωbe about the midst
- 3323
-
ΜεσσίαςMessias
- 3324
-
μεστόςfull
- 3325
-
μεστόωfill
- 3326
-
μετάafter
- 3327
-
μεταβαίνωdepart
- 3328
-
μεταβάλλωchange mind
- 3329
-
μετάγωturn about
- 3330
-
μεταδίδωμιgive
- 3331
-
μετάθεσιςchange
- 3332
-
μεταίρωdepart
- 3333
-
μετακαλέωcall
- 3334
-
μετακινέωmove away
- 3335
-
μεταλαμβάνωeat
- 3336
-
μετάλημψιςtaking
- 3337
-
μεταλλάσσωchange
- 3338
-
μεταμέλλομαιrepent
- 3339
-
μεταμορφόωchange
- 3340
-
μετανοέωrepent
- 3341
-
μετάνοιαrepentance
- 3342
-
μεταξύbetween
- 3343
-
μεταπέμπωcall for
- 3344
-
μεταστρέφωpervert
- 3345
-
μετασχηματίζωtransfer
- 3346
-
μετατίθημιcarry over
- 3347
-
μετέπειταafterward
- 3348
-
μετέχωbe partaker
- 3349
-
μετεωρίζωbe of doubtful mind
- 3350
-
μετοικεσίαbrought
- 3351
-
μετοικίζωcarry away
- 3352
-
μετοχήfellowship
- 3353
-
μέτοχοςfellow
- 3354
-
μετρέωfiguratively
- 3355
-
μετρητήςfirkin
- 3356
-
μετριοπαθέωhave compassion
- 3357
-
μετρίωςa little
- 3358
-
μέτρονmeasure
- 3359
-
μέτωπονforehead
- 3360
-
μέχριtill
- 3361
-
μήany but
- 3362
-
ἐὰν μήbefore
- 3363
-
ἵνα μήalbeit not
- 3364
-
οὐ μήany more
- 3365
-
μηδαμῶςnot so
- 3366
-
μηδέneither
- 3367
-
μηδείςany
- 3368
-
μηδέποτεnever
- 3369
-
μηδέπωnot yet
- 3370
-
ΜῆδοςMede
- 3371
-
μηκέτιany longer
- 3372
-
μῆκοςlength
- 3373
-
μηκύνωgrow up
- 3374
-
μηλωτήsheepskin
- 3375
-
μήν+ surely
- 3376
-
μήνmonth
- 3377
-
μηνύωshew
- 3378
-
μὴ οὐκneither
- 3379
-
μήποτεif peradventure
- 3380
-
μήπωnot yet
- 3381
-
μήπωςlest
- 3382
-
μηρόςthigh
- 3383
-
μήτεneither
- 3384
-
μήτηρmother
- 3385
-
μήτιnot
- 3386
-
μήτιγεhow much more
- 3387
-
μήτιςany
- 3388
-
μήτραwomb
- 3389
-
μητραλῴαςmurderer of mothers
- 3390
-
μητρόπολιςchiefest city
- 3391
-
μίαa
- 3392
-
μιαίνωdefile
- 3393
-
μίασμαpollution
- 3394
-
μιασμόςuncleanness
- 3395
-
μίγμαmixture
- 3396
-
μίγνυμιmingle
- 3397
-
μικρόνa
- 3398
-
μικρόςleast
- 3399
-
ΜίλητοςMiletus
- 3400
-
μίλιονmile
- 3401
-
μιμέομαιfollow
- 3402
-
μιμητήςfollower
- 3403
-
μιμνήσκωbe mindful
- 3404
-
μισέωhate
- 3405
-
μισθαποδοσίαrecompence of reward
- 3406
-
μισθαποδότηςrewarder
- 3407
-
μίσθιοςhired servant
- 3408
-
μισθόςhire
- 3409
-
μισθόωhire
- 3410
-
μίσθωμαhired house
- 3411
-
μισθωτόςhired servant
- 3412
-
ΜιτυλήνηMitylene
- 3413
-
ΜιχαήλMichael
- 3414
-
μνᾶpound
- 3415
-
μνάομαιbe mindful
- 3416
-
ΜνάσωνMnason
- 3417
-
μνείαmention
- 3418
-
μνῆμαgrave
- 3419
-
μνημεῖονgrave
- 3420
-
μνήμηremembrance
- 3421
-
μνημονεύωmake mention; be mindful
- 3422
-
μνημόσυνονmemorial
- 3423
-
μνηστεύωespouse
- 3424
-
μογιλάλοςhaving an impediment in his speech
- 3425
-
μόγιςhardly
- 3426
-
μόδιοςbushel
- 3427
-
μοίI
- 3428
-
μοιχαλίςadulteress
- 3429
-
μοιχάωcommit adultery
- 3430
-
μοιχείαadultery
- 3431
-
μοιχεύωcommit adultery
- 3432
-
μοιχόςadulterer
- 3433
-
μόλιςhardly
- 3434
-
ΜολόχMoloch
- 3435
-
μολύνωdefile
- 3436
-
μολυσμόςfilthiness
- 3437
-
μομφήquarrel
- 3438
-
μονήabode
- 3439
-
μονογενήςonly
- 3440
-
μόνονalone
- 3441
-
μόνοςalone
- 3442
-
μονόφθαλμοςwith one eye
- 3443
-
μονόωbe desolate
- 3444
-
μορφήform
- 3445
-
μορφόωform
- 3446
-
μόρφωσιςform
- 3447
-
μοσχοποιέωmake a calf
- 3448
-
μόσχοςcalf
- 3449
-
μόχθοςpainfulness
- 3450
-
μοῦI
- 3451
-
μουσικόςmusician
- 3452
-
μυελόςmarrow
- 3453
-
μυέωinstruct
- 3454
-
μῦθοςfable
- 3455
-
μυκάομαιroar
- 3456
-
μυκτηρίζωmock
- 3457
-
μυλικόςmill
- 3458
-
μύλοςmillstone
- 3459
-
μύλωνmill
- 3460
-
ΜύραMyra
- 3461
-
μυριάςten thousand
- 3462
-
μυρίζωanoint
- 3463
-
μύριοιten thousand
- 3464
-
μύρονointment
- 3465
-
ΜυσίαMysia
- 3466
-
μυστήριονmystery
- 3467
-
μυωπάζωcannot see far off
- 3468
-
μώλωψstripe
- 3469
-
μωμάομαιblame
- 3470
-
μῶμοςblemish
- 3471
-
μωραίνωbecome fool
- 3472
-
μωρίαfoolishness
- 3473
-
μωρολογίαfoolish talking
- 3474
-
μωρόςfoolish
- 3475
-
ΜωσεύςMoses
- 3476
-
ΝαασσώνNaasson
- 3477
-
ΝαγγαίNagge
- 3478
-
ΝαζαρέθNazareth
- 3479
-
Ναζαρηνόςof Nazareth
- 3480
-
ΝαζωραῖοςNazarene
- 3481
-
ΝαθάνNathan
- 3482
-
ΝαθαναήλNathanael
- 3483
-
ναίeven so
- 3484
-
ΝαΐνNain
- 3485
-
ναόςshrine
- 3486
-
ΝαούμNaum
- 3487
-
νάρδοςnard
- 3488
-
ΝάρκισσοςNarcissus
- 3489
-
ναυαγέωmake shipwreck
- 3490
-
ναύκληροςowner of a ship
- 3491
-
ναῦςship
- 3492
-
ναύτηςsailor
- 3493
-
ΝαχώρNachor
- 3494
-
νεανίαςyoung man
- 3495
-
νεανίσκοςyoung man
- 3496
-
ΝεάπολιςNeapolis
- 3497
-
ΝεεμάνNaaman
- 3498
-
νεκρόςdead
- 3499
-
νεκρόωbe dead
- 3500
-
νέκρωσιςdeadness
- 3501
-
νέοςnew
- 3502
-
νεοσσόςyoung
- 3503
-
νεότηςyouth
- 3504
-
νεόφυτοςnovice
- 3505
-
ΝέρωνNero
- 3506
-
νεύωbeckon
- 3507
-
νεφέληcloud
- 3508
-
ΝεφθαλείμNephthalim
- 3509
-
νέφοςcloud
- 3510
-
νεφρόςreins
- 3511
-
νεωκόροςworshipper
- 3512
-
νεωτερικόςyouthful
- 3513
-
νήI protest by
- 3514
-
νήθωspin
- 3515
-
νηπιάζωbe a child
- 3516
-
νήπιοςbabe
- 3517
-
ΝηρεύςNereus
- 3518
-
ΝηρίNeri
- 3519
-
νησίονisland
- 3520
-
νῆσοςisland
- 3521
-
νηστείαfast
- 3522
-
νηστεύωfast
- 3523
-
νῆστιςfasting
- 3524
-
νηφάλεοςsober
- 3525
-
νήφωbe sober
- 3526
-
ΝίγερNiger
- 3527
-
ΝικάνωρNicanor
- 3528
-
νικάωconquer
- 3529
-
νίκηvictory
- 3530
-
ΝικόδημοςNicodemus
- 3531
-
ΝικολαΐτηςNicolaitane
- 3532
-
ΝικόλαοςNicolaus
- 3533
-
ΝικόπολιςNicopolis
- 3534
-
νῖκοςvictory
- 3535
-
ΝινευΐNineve
- 3536
-
Νινευΐτηςof Nineve
- 3537
-
νιπτήρbason
- 3538
-
νίπτωwash
- 3539
-
νοιέωconsider
- 3540
-
νόημαdevice
- 3541
-
νόθοςbastard
- 3542
-
νομήeat
- 3543
-
νομίζωsuppose
- 3544
-
νομικόςabout the law
- 3545
-
νομίμωςlawfully
- 3546
-
νόμισμαmoney
- 3547
-
νομοδιδάσκαλοςdoctor of the law
- 3548
-
νομοθεσίαgiving of the law
- 3549
-
νομοθετέωestablish
- 3550
-
νομοθέτηςlawgiver
- 3551
-
νόμοςlaw
- 3552
-
νοσέωdote
- 3553
-
νόσημαdisease
- 3554
-
νόσοςdisease
- 3555
-
νοσσιάbrood
- 3556
-
νοσσίονchicken
- 3557
-
νοσφίζομαιkeep back
- 3558
-
νότοςsouth
- 3559
-
νουθεσίαadmonition
- 3560
-
νουθετέωadmonish
- 3561
-
νουμηνίαnew moon
- 3562
-
νουνεχῶςdiscreetly
- 3563
-
νοῦςmind
- 3564
-
ΝυμφᾶςNymphas
- 3565
-
νύμφηbride
- 3566
-
νυμφίοςbridegroom
- 3567
-
νυμφώνbridechamber
- 3568
-
νῦνhenceforth
- 3569
-
τανῦνnow
- 3570
-
νυνίnow
- 3571
-
νύξnight
- 3572
-
νύσσωpierce
- 3573
-
νυστάζωslumber
- 3574
-
νυχθήμερονnight and day
- 3575
-
ΝῶεNoe
- 3576
-
νωθρόςdull
- 3577
-
νῶτοςback
- 3578
-
ξενίαlodging
- 3579
-
ξενίζωentertain
- 3580
-
ξενοδοχέωlodge strangers
- 3581
-
ξένοςhost
- 3582
-
ξέστηςpot
- 3583
-
ξηραίνωdry up
- 3584
-
ξηρόςdry land
- 3585
-
ξύλινοςof wood
- 3586
-
ξύλονstaff
- 3587
-
ξυράωshave
- 3588
-
ὁthe
- 3589
-
ὀγδοήκονταfourscore
- 3590
-
ὄγδοοςeighth
- 3591
-
ὄγκοςweight
- 3592
-
ὅδεhe
- 3593
-
ὁδεύωjourney
- 3594
-
ὁδηγέωguide
- 3595
-
ὁδηγόςguide
- 3596
-
ὁδοιπορέωgo on a journey
- 3597
-
ὁδοιπορίαjourney
- 3598
-
ὁδόςjourney
- 3599
-
ὀδούςtooth
- 3600
-
ὀδυνάωsorrow
- 3601
-
ὀδύνηsorrow
- 3602
-
ὀδυρμόςmourning
- 3603
-
ὅ ἐστιcalled
- 3604
-
ὈζίαςOzias
- 3605
-
ὄζωstink
- 3606
-
ὅθενfrom thence
- 3607
-
ὀθόνηsheet
- 3608
-
ὀθόνιονlinen clothes
- 3609
-
οἰκεῖοςof the house
- 3610
-
οἰκέτηςservant
- 3611
-
οἰκέωdwell
- 3612
-
οἴκημαprison
- 3613
-
οἰκητήριονhabitation
- 3614
-
οἰκίαhome
- 3615
-
οἰκιακόςthey of household
- 3616
-
οἰκοδεσποτέωguide the house
- 3617
-
οἰκοδεσπότηςgoodman
- 3618
-
οἰκοδομέωbuild
- 3619
-
οἰκοδομήbuilding
- 3620
-
οἰκοδομίαedifying
- 3621
-
οἰκονομέωbe steward
- 3622
-
οἰκονομίαdispensation
- 3623
-
οἰκονόμοςchamberlain
- 3624
-
οἶκοςhome
- 3625
-
οἰκουμένηearth
- 3626
-
οἰκουρόςkeeper at home
- 3627
-
οἰκτείρωhave compassion on
- 3628
-
οἰκτιρμόςmercy
- 3629
-
οἰκτίρμωνmerciful
- 3630
-
οἰνοπότηςwinebibber
- 3631
-
οἶνοςwine
- 3632
-
οἰνοφλυγίαexcess of wine
- 3633
-
οἴομαιsuppose
- 3634
-
οἷοςso
- 3635
-
ὀκνέωdelay
- 3636
-
ὀκνηρόςgrievous
- 3637
-
ὀκταήμεροςthe eighth day
- 3638
-
ὀκτώeight
- 3639
-
ὄλεθροςdestruction
- 3640
-
ὀλιγόπιστοςof little faith
- 3641
-
ὀλίγος+ almost
- 3642
-
ὀλιγόψυχοςfeebleminded
- 3643
-
ὀλιγωρέωdespise
- 3644
-
ὀλοθρευτήςdestroyer
- 3645
-
ὀλοθρεύωdestroy
- 3646
-
ὁλοκαύτωμαburnt offering
- 3647
-
ὁλοκληρίαperfect soundness
- 3648
-
ὁλόκληροςentire
- 3649
-
ὀλολύζωhowl
- 3650
-
ὅλοςall
- 3651
-
ὁλοτελήςwholly
- 3652
-
ὈλυμπᾶςOlympas
- 3653
-
ὄλυνθοςuntimely fig
- 3654
-
ὅλωςat all
- 3655
-
ὄμβροςshower
- 3656
-
ὁμιλέωcommune
- 3657
-
ὁμιλίαcommunication
- 3658
-
ὅμιλοςcompany
- 3659
-
ὄμμαeye
- 3660
-
ὀμνύωswear
- 3661
-
ὁμοθυμαδόνwith one accord
- 3662
-
ὁμοιάζωagree
- 3663
-
ὁμοιοπαθήςof like passions
- 3664
-
ὅμοιοςlike
- 3665
-
ὁμοιότηςlike as
- 3666
-
ὁμοιόωbe like
- 3667
-
ὁμοίωμαmade like to
- 3668
-
ὁμοίωςlikewise
- 3669
-
ὁμοίωσιςsimilitude
- 3670
-
ὁμολογέωcon- fess
- 3671
-
ὁμολογίαcon- fession
- 3672
-
ὁμολογουμένωςwithout controversy
- 3673
-
ὁμότεχνοςof the same craft
- 3674
-
ὁμοῦtogether
- 3675
-
ὁμόφρωνof one mind
- 3676
-
ὅμωςand even
- 3677
-
ὄναρdream
- 3678
-
ὀνάριονyoung ass
- 3679
-
ὀνειδίζωcast in teeth
- 3680
-
ὀνειδισμόςreproach
- 3681
-
ὄνειδοςreproach
- 3682
-
ὈνήσιμοςOnesimus
- 3683
-
ὈνησίφοροςOnespiphorus
- 3684
-
ὀνικόςmillstone
- 3685
-
ὀνίνημιhave joy
- 3686
-
ὄνομαcalled
- 3687
-
ὀνομάζωcall
- 3688
-
ὄνοςan ass
- 3689
-
ὄντωςcertainly
- 3690
-
ὄξοςvinegar
- 3691
-
ὀξύςsharp
- 3692
-
ὀπήcave
- 3693
-
ὄπισθενafter
- 3694
-
ὀπίσωafter
- 3695
-
ὁπλίζωarm self
- 3696
-
ὅπλονarmour
- 3697
-
ὁποῖοςwhat manner of
- 3698
-
ὁπότεwhen
- 3699
-
ὅπουin what place
- 3700
-
ὀπτάνομαιappear
- 3701
-
ὀπτασίαvision
- 3702
-
ὀπτόςbroiled
- 3703
-
ὀπώραfruit
- 3704
-
ὅπωςbecause
- 3705
-
ὅραμαsight
- 3706
-
ὅρασιςsight
- 3707
-
ὁρατόςvisible
- 3708
-
ὁράωbehold
- 3709
-
ὀργήanger
- 3710
-
ὀργίζωbe angry
- 3711
-
ὀργίλοςsoon angry
- 3712
-
ὀργυιάfathom
- 3713
-
ὀρέγομαιcovet after
- 3714
-
ὀρεινόςhill country
- 3715
-
ὄρεξιςlust
- 3716
-
ὀρθοποδέωwalk uprightly
- 3717
-
ὀρθόςstraight
- 3718
-
ὀρθοτομέωrightly divide
- 3719
-
ὀρθρίζωcome early in the morning
- 3720
-
ὀρθρινόςmorning
- 3721
-
ὄρθριοςearly
- 3722
-
ὄρθροςearly in the morning
- 3723
-
ὀρθῶςplain
- 3724
-
ὁρίζωdeclare
- 3725
-
ὅριονborder
- 3726
-
ὁρκίζωadjure
- 3727
-
ὅρκοςoath
- 3728
-
ὁρκωμοσίαoath
- 3729
-
ὁρμάωrun
- 3730
-
ὁρμήassault
- 3731
-
ὅρμημαviolence
- 3732
-
ὄρνεονbird
- 3733
-
ὄρνιςhen
- 3734
-
ὁροθεσίαbound
- 3735
-
ὄροςhill
- 3736
-
ὀρύσσωdig
- 3737
-
ὀρφανόςcomfortless
- 3738
-
ὀρχέομαιdance
- 3739
-
ὅςone
- 3740
-
ὁσάκιςas oft as
- 3741
-
ὅσιοςholy
- 3742
-
ὁσιότηςholiness
- 3743
-
ὁσίωςholily
- 3744
-
ὀσμήodour
- 3745
-
ὅσοςall
- 3746
-
ὅσπερwhomsoever
- 3747
-
ὀστέονbone
- 3748
-
ὅστιςand
- 3749
-
ὀστράκινοςof earth
- 3750
-
ὄσφρησιςsmelling
- 3751
-
ὀσφῦςloin
- 3752
-
ὅτανas long as
- 3753
-
ὅτεafter
- 3754
-
ὅτιas concerning that
- 3755
-
ὅτουwhiles
- 3756
-
οὐ+ long
- 3757
-
οὗwhere
- 3758
-
οὐάah
- 3759
-
οὐαίalas
- 3760
-
οὐδαμῶςnot
- 3761
-
οὐδέneither
- 3762
-
οὐδείςany
- 3763
-
οὐδέποτεneither at any time
- 3764
-
οὐδέπωas yet not
- 3765
-
οὐκέτιafter that
- 3766
-
οὐκοῦνthen
- 3767
-
οὖνand
- 3768
-
οὔπωhitherto not
- 3769
-
οὐράtail
- 3770
-
οὐράνιοςheavenly
- 3771
-
οὐρανόθενfrom heaven
- 3772
-
οὐρανόςair
- 3773
-
ΟὐρβανόςUrbanus
- 3774
-
ΟὐρίαςUrias
- 3775
-
οὖςear
- 3776
-
οὐσίαgoods
- 3777
-
οὔτεneither
- 3778
-
οὗτοςhe
- 3779
-
οὕτωafter that
- 3780
-
οὐχίnay
- 3781
-
ὀφειλέτηςdebtor
- 3782
-
ὀφειλήdebt
- 3783
-
ὀφείλημαdebt
- 3784
-
ὀφείλωbehove
- 3785
-
ὄφελονwould
- 3786
-
ὄφελοςadvantageth
- 3787
-
ὀφθαλμοδουλείαeye-service
- 3788
-
ὀφθαλμόςeye
- 3789
-
ὄφιςserpent
- 3790
-
ὀφρῦςbrow
- 3791
-
ὀχλέωvex
- 3792
-
ὀχλοποιέωgather a company
- 3793
-
ὄχλοςcompany
- 3794
-
ὀχύρωμαstronghold
- 3795
-
ὀψάριονfish
- 3796
-
ὀψέeven
- 3797
-
ὄψιμοςlatter
- 3798
-
ὄψιοςevening
- 3799
-
ὄψιςappearance
- 3800
-
ὀψώνιονwages
- 3801
-
ὁ ὢν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενοςwhich art
- 3802
-
παγιδεύωentangle
- 3803
-
παγίςsnare
- 3804
-
πάθημαaffection
- 3805
-
παθητόςsuffer
- 3806
-
πάθοςaffection
- 3807
-
παιδαγωγόςinstructor
- 3808
-
παιδάριονchild
- 3809
-
παιδείαchastening
- 3810
-
παιδευτήςwhich corrected
- 3811
-
παιδεύωchasten
- 3812
-
παιδιόθενof a child
- 3813
-
παιδίονchild
- 3814
-
παιδίσκηbondmaid
- 3815
-
παίζωplay
- 3816
-
παῖςchild
- 3817
-
παίωsmite
- 3818
-
ΠακατιανήPacatiana
- 3819
-
πάλαιany while
- 3820
-
παλαιόςold
- 3821
-
παλαιότηςoldness
- 3822
-
παλαιόωdecay
- 3823
-
πάλη+ wrestle
- 3824
-
παλιγγενεσίαregeneration
- 3825
-
πάλινagain
- 3826
-
παμπληθείall at once
- 3827
-
πάμπολυςvery great
- 3828
-
ΠαμφυλίαPamphylia
- 3829
-
πανδοχεῖονinn
- 3830
-
πανδοχεύςhost
- 3831
-
πανήγυριςgeneral assembly
- 3832
-
πανοικίwith all his house
- 3833
-
πανοπλίαall armour
- 3834
-
πανουργίαcraftiness
- 3835
-
πανοῦργοςcrafty
- 3836
-
πανταχόθενfrom every quarter
- 3837
-
πανταχοῦin all places
- 3838
-
παντελής+ in wise
- 3839
-
πάντηalways
- 3840
-
πάντοθενon every side
- 3841
-
παντοκράτωρAlmighty
- 3842
-
πάντοτεalway
- 3843
-
πάντωςby all means
- 3844
-
παράabove
- 3845
-
παραβαίνωtransgress
- 3846
-
παραβάλλωarrive
- 3847
-
παράβασιςbreaking
- 3848
-
παραβάτηςbreaker
- 3849
-
παραβιάζομαιconstrain
- 3850
-
παραβολήcomparison
- 3851
-
παραβουλεύομαιnot regard
- 3852
-
παραγγελίαcharge
- 3853
-
παραγγέλλωcharge
- 3854
-
παραγίνομαιcome
- 3855
-
παράγωdepart
- 3856
-
παραδειγματίζωmake a public example
- 3857
-
παράδεισοςparadise
- 3858
-
παραδέχομαιreceive
- 3859
-
παραδιατριβήperverse disputing
- 3860
-
παραδίδωμιbetray
- 3861
-
παράδοξοςstrange
- 3862
-
παράδοσιςordinance
- 3863
-
παραζηλόωprovoke to emulation
- 3864
-
παραθαλάσσιοςupon the sea coast
- 3865
-
παραθεωρέωneglect
- 3866
-
παραθήκηcommitted unto
- 3867
-
παραινέωadmonish
- 3868
-
παραιτέομαιavoid
- 3869
-
παρακαθίζωsit
- 3870
-
παρακαλέωbeseech
- 3871
-
παρακαλύπτωhide
- 3872
-
παρακαταθήκηthat which is committed to
- 3873
-
παράκειμαιbe present
- 3874
-
παράκλησιςcomfort
- 3875
-
παράκλητοςadvocate
- 3876
-
παρακοήdisobedience
- 3877
-
παρακολουθέωattain
- 3878
-
παρακούωneglect to hear
- 3879
-
παρακύπτωlook
- 3880
-
παραλαμβάνωreceive
- 3881
-
παραλέγομαιpass
- 3882
-
παράλιοςsea coast
- 3883
-
παραλλαγήvariableness
- 3884
-
παραλογίζομαιbeguile
- 3885
-
παραλυτικόςthat had the palsy
- 3886
-
παραλύωfeeble
- 3887
-
παραμένωabide
- 3888
-
παραμυθέομαιcomfort
- 3889
-
παραμυθίαcomfort
- 3890
-
παραμύθιονcomfort
- 3891
-
παρανομέωcontrary to law
- 3892
-
παρανομίαiniquity
- 3893
-
παραπικραίνωprovoke
- 3894
-
παραπικρασμόςprovocation
- 3895
-
παραπίπτωfall away
- 3896
-
παραπλέωsail by
- 3897
-
παραπλήσιονnigh unto
- 3898
-
παραπλησίωςlikewise
- 3899
-
παραπορεύομαιgo
- 3900
-
παράπτωμαfall
- 3901
-
παραῤῥυέωlet slip
- 3902
-
παράσημοςsign
- 3903
-
παρασκευάζωprepare self
- 3904
-
παρασκευήpreparation
- 3905
-
παρατείνωcontinue
- 3906
-
παρατηρέωobserve
- 3907
-
παρατήρησιςobervation
- 3908
-
παρατίθημιallege
- 3909
-
παρατυγχάνωmeet with
- 3910
-
παραυτίκαbut for a moment
- 3911
-
παραφέρωremove
- 3912
-
παραφρονέωas a fool
- 3913
-
παραφρονίαmadness
- 3914
-
παραχειμάζωwinter
- 3915
-
παραχειμασίαwinter in
- 3916
-
παραχρῆμαforthwith
- 3917
-
πάρδαλιςleopard
- 3918
-
πάρειμιcome
- 3919
-
παρεισάγωprivily bring in
- 3920
-
παρείσακτοςunawares brought in
- 3921
-
παρεισδύνωcreep in unawares
- 3922
-
παρεισέρχομαιcome in privily
- 3923
-
παρεισφέρωgive
- 3924
-
παρεκτόςexcept
- 3925
-
παρεμβολήarmy
- 3926
-
παρενοχλέωtrouble
- 3927
-
παρεπίδημοςpilgrim
- 3928
-
παρέρχομαιcome
- 3929
-
πάρεσιςremission
- 3930
-
παρέχωbring
- 3931
-
παρηγορίαcomfort
- 3932
-
παρθενίαvirginity
- 3933
-
παρθένοςvirgin
- 3934
-
ΠάρθοςParthian
- 3935
-
παρίημιhang down
- 3936
-
παρίστημιassist
- 3937
-
ΠαρμενᾶςParmenas
- 3938
-
πάροδοςway
- 3939
-
παροικέωsojourn in
- 3940
-
παροικίαsojourning
- 3941
-
πάροικοςforeigner
- 3942
-
παροιμίαparable
- 3943
-
πάροινοςgiven to wine
- 3944
-
παροίχομαιpast
- 3945
-
παρομοιάζωbe like unto
- 3946
-
παρόμοιοςlike
- 3947
-
παροξύνωeasily provoke
- 3948
-
παροξυσμόςcontention
- 3949
-
παροργίζωanger
- 3950
-
παροργισμόςwrath
- 3951
-
παροτρύνωstir up
- 3952
-
παρουσίαcoming
- 3953
-
παροψίςplatter
- 3954
-
παῤῥησίαbold
- 3955
-
παῤῥησιάζομαιbe bold
- 3956
-
πᾶςall
- 3957
-
πάσχαEaster
- 3958
-
πάσχωfeel
- 3959
-
ΠάταραPatara
- 3960
-
πατάσσωsmite
- 3961
-
πατέωtread
- 3962
-
πατήρfather
- 3963
-
ΠάτμοςPatmos
- 3964
-
πατραλῴαςmurderer of fathers
- 3965
-
πατριάfamily
- 3966
-
πατριάρχηςpatriarch
- 3967
-
πατρικόςof fathers
- 3968
-
πατρίςcountry
- 3969
-
ΠατροβᾶςPatrobas
- 3970
-
πατροπαράδοτοςreceived by tradition from fathers
- 3971
-
πατρῷοςof fathers
- 3972
-
ΠαῦλοςPaul
- 3973
-
παύωcease
- 3974
-
ΠάφοςPaphos
- 3975
-
παχύνωwax gross
- 3976
-
πέδηfetter
- 3977
-
πεδινόςplain
- 3978
-
πεζεύωgo afoot
- 3979
-
πεζῇa- foot
- 3980
-
πειθαρχέωhearken
- 3981
-
πειθόςenticing
- 3982
-
πείθωagree
- 3983
-
πεινάωbe an hungered
- 3984
-
πεῖραassaying
- 3985
-
πειράζωassay
- 3986
-
πειρασμόςtemptation
- 3987
-
πειράωassay
- 3988
-
πεισμονήpersuasion
- 3989
-
πέλαγοςdepth
- 3990
-
πελεκίζωbehead
- 3991
-
πέμπτοςfifth
- 3992
-
πέμπωsend
- 3993
-
πένηςpoor
- 3994
-
πενθεράmother in law
- 3995
-
πενθερόςfather in law
- 3996
-
πενθέωmourn
- 3997
-
πένθοςmourning
- 3998
-
πενιχρόςpoor
- 3999
-
πεντάκιςfive times
- 4000
-
πεντακισχίλιοιfive thousand
- 4001
-
πεντακόσιοιfive hundred
- 4002
-
πέντεfive
- 4003
-
πεντεκαιδέκατοςfifteenth
- 4004
-
πεντήκονταfifty
- 4005
-
πεντηκοστήPentecost
- 4006
-
πεποίθησιςconfidence
- 4007
-
περsoever
- 4008
-
πέρανbeyond
- 4009
-
πέραςend
- 4010
-
ΠέργαμοςPergamos
- 4011
-
ΠέργηPerga
- 4012
-
περίabout
- 4013
-
περιάγωcompass
- 4014
-
περιαιρέωtake away
- 4015
-
περιαστράπτωshine round
- 4016
-
περιβάλλωarray
- 4017
-
περιβλέπωlook about
- 4018
-
περιβόλαιονcovering
- 4019
-
περιδέωbind about
- 4020
-
περιεργάζομαιbe a busybody
- 4021
-
περίεργοςbusybody
- 4022
-
περιέρχομαιfetch a compass
- 4023
-
περιέχω+ astonished
- 4024
-
περιζώννυμιgird
- 4025
-
περίθεσιςwearing
- 4026
-
περιΐστημιavoid
- 4027
-
περικάθαρμαfilth
- 4028
-
περικαλύπτωblindfold
- 4029
-
περίκειμαιbe bound with
- 4030
-
περικεφαλαίαhelmet
- 4031
-
περικρατής+ come by
- 4032
-
περικρύπτωhide
- 4033
-
περικυκλόωcompass round
- 4034
-
περιλάμπωshine round about
- 4035
-
περιλείπωremain
- 4036
-
περίλυποςexceeding sorry
- 4037
-
περιμένωwait for
- 4038
-
πέριξround about
- 4039
-
περιοικέωdwell round about
- 4040
-
περίοικοςneighbour
- 4041
-
περιούσιοςpeculiar
- 4042
-
περιοχήplace
- 4043
-
περιπατέωgo
- 4044
-
περιπείρωpierce through
- 4045
-
περιπίπτωfall among
- 4046
-
περιποιέομαιpurchase
- 4047
-
περιποίησιςobtain
- 4048
-
περιῤῥήγνυμιrend off
- 4049
-
περισπάωcumber
- 4050
-
περισσείαabundance
- 4051
-
περίσσευμαabundance
- 4052
-
περισσεύωabound
- 4053
-
περισσόςexceeding abundantly above
- 4054
-
περισσότερονmore abundantly
- 4055
-
περισσότεροςmore abundant
- 4056
-
περισσοτέρωςmore abundant
- 4057
-
περισσῶςexceedingly
- 4058
-
περιστεράdove
- 4059
-
περιτέμνωcircumcise
- 4060
-
περιτίθημιbestow upon
- 4061
-
περιτομήcircumcised
- 4062
-
περιτρέπω+ make mad
- 4063
-
περιτρέχωrun through
- 4064
-
περιφέρωbear about
- 4065
-
περιφρονέωdespise
- 4066
-
περίχωροςcountry about
- 4067
-
περίψωμαoffscouring
- 4068
-
περπερεύομαιvaunt itself
- 4069
-
ΠερσίςPersis
- 4070
-
πέρυσι+ a year ago
- 4071
-
πετεινόνbird
- 4072
-
πέτομαιfly
- 4073
-
πέτραrock
- 4074
-
ΠέτροςPeter
- 4075
-
πετρώδηςstony
- 4076
-
πήγανονrue
- 4077
-
πηγήfountain
- 4078
-
πήγνυμιpitch
- 4079
-
πηδάλιονrudder
- 4080
-
πηλίκοςhow great
- 4081
-
πηλόςclay
- 4082
-
πήραscrip
- 4083
-
πῆχυςcubit
- 4084
-
πιάζωapprehend
- 4085
-
πιέζωpress down
- 4086
-
πιθανολογίαenticing words
- 4087
-
πικραίνωbe bitter
- 4088
-
πικρίαbitterness
- 4089
-
πικρόςbitter
- 4090
-
πικρῶςbitterly
- 4091
-
ΠιλᾶτοςPilate
- 4092
-
πίμπρημιbe swollen
- 4093
-
πινακίδιονwriting table
- 4094
-
πίναξcharger
- 4095
-
πίνωdrink
- 4096
-
πιότηςfatness
- 4097
-
πιπράσκωsell
- 4098
-
πίπτωfail
- 4099
-
ΠισιδίαPisidia
- 4100
-
πιστεύωbelieve
- 4101
-
πιστικόςspike-
- 4102
-
πίστιςassurance
- 4103
-
πιστόςbelieve
- 4104
-
πιστόωassure of
- 4105
-
πλανάωgo astray
- 4106
-
πλάνηdeceit
- 4107
-
πλανήτηςwandering
- 4108
-
πλάνοςdeceiver
- 4109
-
πλάξtable
- 4110
-
πλάσμαthing formed
- 4111
-
πλάσσωform
- 4112
-
πλαστόςfeigned
- 4113
-
πλατεῖαstreet
- 4114
-
πλάτοςbreadth
- 4115
-
πλατύνωmake broad
- 4116
-
πλατύςwide
- 4117
-
πλέγμαbroidered hair
- 4118
-
πλεῖστοςvery great
- 4119
-
πλείωνabove
- 4120
-
πλέκωplait
- 4121
-
πλεονάζωabound
- 4122
-
πλεονεκτέωget an advantage
- 4123
-
πλεονέκτηςcovetous
- 4124
-
πλεονεξίαcovetous practices
- 4125
-
πλευράside
- 4126
-
πλέωsail
- 4127
-
πληγήplague
- 4128
-
πλῆθοςbundle
- 4129
-
πληθύνωabound
- 4130
-
πλήθωaccomplish
- 4131
-
πλήκτηςstriker
- 4132
-
πλήμμυραflood
- 4133
-
πλήνbut
- 4134
-
πλήρηςfull
- 4135
-
πληροφορέωmost surely believe
- 4136
-
πληροφορίαassurance
- 4137
-
πληρόωaccomplish
- 4138
-
πλήρωμαwhich is put in to fill up
- 4139
-
πλησίονnear
- 4140
-
πλησμονήsatisfying
- 4141
-
πλήσσωsmite
- 4142
-
πλοιάριονboat
- 4143
-
πλοῖονship
- 4144
-
πλόοςcourse
- 4145
-
πλούσιοςrich
- 4146
-
πλουσίωςabundantly
- 4147
-
πλουτέωbe increased with goods
- 4148
-
πλουτίζωen- rich
- 4149
-
πλοῦτοςriches
- 4150
-
πλύνωwash
- 4151
-
πνεῦμαghost
- 4152
-
πνευματικόςspiritual
- 4153
-
πνευματικῶςspiritually
- 4154
-
πνέωblow
- 4155
-
πνίγωchoke
- 4156
-
πνικτόςstrangled
- 4157
-
πνοήbreath
- 4158
-
ποδήρηςgarment down to the foot
- 4159
-
πόθενwhence
- 4160
-
ποιέωabide
- 4161
-
ποίημαthing that is made
- 4162
-
ποίησιςdeed
- 4163
-
ποιητήςdoer
- 4164
-
ποικίλοςdivers
- 4165
-
ποιμαίνωfeed
- 4166
-
ποιμήνshepherd
- 4167
-
ποίμνηflock
- 4168
-
ποίμνιονflock
- 4169
-
ποῖοςwhat
- 4170
-
πολεμέωfight
- 4171
-
πόλεμοςbattle
- 4172
-
πόλιςcity
- 4173
-
πολιτάρχηςruler of the city
- 4174
-
πολιτείαcommonwealth
- 4175
-
πολίτευμαconversation
- 4176
-
πολιτεύομαιlet conversation be
- 4177
-
πολίτηςcitizen
- 4178
-
πολλάκιςoften
- 4179
-
πολλαπλασίωνmanifold more
- 4180
-
πολυλογίαmuch speaking
- 4181
-
πολυμερῶςat sundry times
- 4182
-
πολυποίκιλοςmanifold
- 4183
-
πολύςabundant
- 4184
-
πολύσπλαγχνοςvery pitiful
- 4185
-
πολυτελήςcostly
- 4186
-
πολύτιμοςvery costly
- 4187
-
πολυτρόπωςin divers manners
- 4188
-
πόμαdrink
- 4189
-
πονηρίαiniquity
- 4190
-
πονηρόςbad
- 4191
-
πονηρότεροςmore wicked
- 4192
-
πόνοςpain
- 4193
-
Ποντικόςborn in Pontus
- 4194
-
ΠόντιοςPontius
- 4195
-
ΠόντοςPontus
- 4196
-
ΠόπλιοςPublius
- 4197
-
πορείαjourney
- 4198
-
πορεύομαιdepart
- 4199
-
πορθέωdestroy
- 4200
-
πορισμόςgain
- 4201
-
ΠόρκιοςPorcius
- 4202
-
πορνείαfornication
- 4203
-
πορνεύωcommit
- 4204
-
πόρνηharlot
- 4205
-
πόρνοςfornicator
- 4206
-
πόῤῥωfar
- 4207
-
πόῤῥωθενafar off
- 4208
-
ποῤῥωτέρωfarther
- 4209
-
πορφύραpurple
- 4210
-
πορφυροῦςpurple
- 4211
-
πορφυρόπωλιςseller of purple
- 4212
-
ποσάκιςhow oft
- 4213
-
πόσιςdrink
- 4214
-
πόσοςhow great
- 4215
-
ποταμόςflood
- 4216
-
ποταμοφόρητοςcarried away of the flood
- 4217
-
ποταπόςwhat
- 4218
-
ποτέsometime
- 4219
-
πότε+ how long
- 4220
-
πότερονwhether
- 4221
-
ποτήριονcup
- 4222
-
ποτίζωgive to drink
- 4223
-
ΠοτίολοιPuteoli
- 4224
-
πότοςbanqueting
- 4225
-
πούabout
- 4226
-
ποῦwhere
- 4227
-
ΠούδηςPudens
- 4228
-
πούςfoot
- 4229
-
πρᾶγμαbusiness
- 4230
-
πραγματείαaffair
- 4231
-
πραγματεύομαιoccupy
- 4232
-
πραιτώριονhall
- 4233
-
πράκτωρofficer
- 4234
-
πρᾶξιςdeed
- 4235
-
πρᾷοςmeek
- 4236
-
πρᾳότηςmeekness
- 4237
-
πρασιάin ranks
- 4238
-
πράσσωcommit
- 4239
-
πραΰςmeek
- 4240
-
πραΰτηςmeekness
- 4241
-
πρέπωbecome
- 4242
-
πρεσβείαambassage
- 4243
-
πρεσβεύωbe an ambassador
- 4244
-
πρεσβυτέριονelder
- 4245
-
πρεσβύτεροςelder
- 4246
-
πρεσβύτηςaged
- 4247
-
πρεσβῦτιςaged woman
- 4248
-
πρηνήςheadlong
- 4249
-
πρίζωsaw asunder
- 4250
-
πρίνbefore
- 4251
-
ΠρίσκαPrisca
- 4252
-
ΠρίσκιλλαPriscilla
- 4253
-
πρόabove
- 4254
-
προάγωbring
- 4255
-
προαιρέομαιpurpose
- 4256
-
προαιτιάομαιprove before
- 4257
-
προακούωhear before
- 4258
-
προαμαρτάνωsin already
- 4259
-
προαύλιονporch
- 4260
-
προβαίνω+ be of a great age
- 4261
-
προβάλλωput forward
- 4262
-
προβατικόςsheep
- 4263
-
πρόβατονsheep
- 4264
-
προβιβάζωdraw
- 4265
-
προβλέπωprovide
- 4266
-
προγίνομαιbe past
- 4267
-
προγινώσκωforeknow
- 4268
-
πρόγνωσιςforeknowledge
- 4269
-
πρόγονοςforefather
- 4270
-
προγράφωbefore ordain
- 4271
-
πρόδηλοςevident
- 4272
-
προδίδωμιfirst give
- 4273
-
προδότηςbetrayer
- 4274
-
πρόδρομοςforerunner
- 4275
-
προείδωforesee
- 4276
-
προελπίζωfirst trust
- 4277
-
προέπωforewarn
- 4278
-
προενάρχομαιbegin
- 4279
-
προεπαγγέλλομαιpromise before
- 4280
-
προερέωforetell
- 4281
-
προέρχομαιgo before
- 4282
-
προετοιμάζωordain before
- 4283
-
προευαγγελίζομαιpreach before the gospel
- 4284
-
προέχομαιbe better
- 4285
-
προηγέομαιprefer
- 4286
-
πρόθεσιςpurpose
- 4287
-
προθέσμιοςtime appointed
- 4288
-
προθυμίαforwardness of mind
- 4289
-
πρόθυμοςready
- 4290
-
προθύμωςwillingly
- 4291
-
προΐστημιmaintain
- 4292
-
προκαλέομαιprovoke
- 4293
-
προκαταγγέλλωforetell
- 4294
-
προκαταρτίζωmake up beforehand
- 4295
-
πρόκειμαιbe first
- 4296
-
προκηρύσσωbefore preach
- 4297
-
προκοπήfurtherance
- 4298
-
προκόπτωincrease
- 4299
-
πρόκριμαprefer one before another
- 4300
-
προκυρόωconfirm before
- 4301
-
προλαμβάνωcome aforehand
- 4302
-
προλέγωforetell
- 4303
-
προμαρτύρομαιtestify beforehand
- 4304
-
προμελετάωmeditate before
- 4305
-
προμεριμνάωtake thought beforehand
- 4306
-
προνοέωprovide
- 4307
-
πρόνοιαprovidence
- 4308
-
προοράωforesee
- 4309
-
προορίζωdetermine before
- 4310
-
προπάσχωsuffer before
- 4311
-
προπέμπωaccompany
- 4312
-
προπετήςheady
- 4313
-
προπορεύομαιgo before
- 4314
-
πρόςabout
- 4315
-
προσάββατονday before the sabbath
- 4316
-
προσαγορεύωcall
- 4317
-
προσάγωbring
- 4318
-
προσαγωγήaccess
- 4319
-
προσαιτέωbeg
- 4320
-
προσαναβαίνωgo up
- 4321
-
προσαναλίσκωspend
- 4322
-
προσαναπληρόωsupply
- 4323
-
προσανατίθημιin conference add
- 4324
-
προσαπειλέωi
- 4325
-
προσδαπανάωspend more
- 4326
-
προσδέομαιneed
- 4327
-
προσδέχομαιaccept
- 4328
-
προσδοκάωexpect
- 4329
-
προσδοκίαexpectation
- 4330
-
προσεάωsuffer
- 4331
-
προσεγγίζωcome nigh
- 4332
-
προσεδρεύωwait at
- 4333
-
προσεργάζομαιgain
- 4334
-
προσέρχομαιcome
- 4335
-
προσευχήpray earnestly
- 4336
-
προσεύχομαιpray
- 4337
-
προσέχωattend
- 4338
-
προσηλόωnail to
- 4339
-
προσήλυτοςproselyte
- 4340
-
πρόσκαιροςdur- for awhile
- 4341
-
προσκαλέομαιcall
- 4342
-
προσκαρτερέωattend continually
- 4343
-
προσκαρτέρησιςperseverance
- 4344
-
προσκεφάλαιονpillow
- 4345
-
προσκληρόωconsort with
- 4346
-
πρόσκλισιςpartiality
- 4347
-
προσκολλάωcleave
- 4348
-
πρόσκομμαoffence
- 4349
-
προσκοπήoffence
- 4350
-
προσκόπτωbeat upon
- 4351
-
προσκυλίωroll
- 4352
-
προσκυνέωworship
- 4353
-
προσκυνητήςworshipper
- 4354
-
προσλαλέωspeak to
- 4355
-
προσλαμβάνωreceive
- 4356
-
πρόσληψιςreceiving
- 4357
-
προσμένωabide still
- 4358
-
προσορμίζωdraw to the shore
- 4359
-
προσοφείλωover besides
- 4360
-
προσοχθίζωbe grieved at
- 4361
-
πρόσπεινοςvery hungry
- 4362
-
προσπήγνυμιcrucify
- 4363
-
προσπίπτωbeat upon
- 4364
-
προσποιέομαιmake as though
- 4365
-
προσπορεύομαιgo before
- 4366
-
προσρήγνυμιbeat vehemently against
- 4367
-
προστάσσωbid
- 4368
-
προστάτιςsuccourer
- 4369
-
προστίθημιadd
- 4370
-
προστρέχωrun
- 4371
-
προσφάγιονmeat
- 4372
-
πρόσφατοςnew
- 4373
-
προσφάτωςlately
- 4374
-
προσφέρωbring
- 4375
-
προσφιλήςlovely
- 4376
-
προσφοράoffering
- 4377
-
προσφωνέωcall unto
- 4378
-
πρόσχυσιςsprinkling
- 4379
-
προσψαύωtouch
- 4380
-
προσωποληπτέωhave respect to persons
- 4381
-
προσωπολήπτηςrespecter of persons
- 4382
-
προσωποληψίαrespect of persons
- 4383
-
πρόσωπονappearance
- 4384
-
προτάσσωbefore appoint
- 4385
-
προτείνωbind
- 4386
-
πρότερονbefore
- 4387
-
πρότεροςformer
- 4388
-
προτίθεμαιpurpose
- 4389
-
προτρέπομαιexhort
- 4390
-
προτρέχωoutrun
- 4391
-
προϋπάρχω+ be before
- 4392
-
πρόφασιςcloke
- 4393
-
προφέρωbring forth
- 4394
-
προφητείαprophecy
- 4395
-
προφητεύωprophesy
- 4396
-
προφήτηςprophet
- 4397
-
προφητικόςof prophecy
- 4398
-
προφῆτιςprophetess
- 4399
-
προφθάνωprevent
- 4400
-
προχειρίζομαιchoose
- 4401
-
προχειροτονέωchoose before
- 4402
-
ΠρόχοροςProchorus
- 4403
-
πρύμναhinder part
- 4404
-
πρωΐearly
- 4405
-
πρωΐαearly
- 4406
-
πρώϊμοςearly
- 4407
-
πρωϊνόςmorning
- 4408
-
πρῶραforepart
- 4409
-
πρωτεύωhave the preeminence
- 4410
-
πρωτοκαθεδρίαchief
- 4411
-
πρωτοκλισίαchief
- 4412
-
πρῶτονbefore
- 4413
-
πρῶτοςbefore
- 4414
-
πρωτοστάτηςringleader
- 4415
-
πρωτοτόκιαbirthright
- 4416
-
πρωτότοκοςfirstbegotten
- 4417
-
πταίωfall
- 4418
-
πτέρναheel
- 4419
-
πτερύγιονpinnacle
- 4420
-
πτέρυξwing
- 4421
-
πτηνόνbird
- 4422
-
πτοέωfrighten
- 4423
-
πτόησιςamazement
- 4424
-
ΠτολεμαΐςPtolemais
- 4425
-
πτύονfan
- 4426
-
πτύρωterrify
- 4427
-
πτύσμαspittle
- 4428
-
πτύσσωclose
- 4429
-
πτύωspit
- 4430
-
πτῶμαdead body
- 4431
-
πτῶσιςfall
- 4432
-
πτωχείαpoverty
- 4433
-
πτωχεύωbecome poor
- 4434
-
πτωχόςbeggar
- 4435
-
πυγμήoft
- 4436
-
Πύθωνdivination
- 4437
-
πυκνόςoften
- 4438
-
πυκτέωfight
- 4439
-
πύληgate
- 4440
-
πυλώνgate
- 4441
-
πυνθάνομαιask
- 4442
-
πῦρfiery
- 4443
-
πυράfire
- 4444
-
πύργοςtower
- 4445
-
πυρέσσωbe sick of a fever
- 4446
-
πυρετόςfever
- 4447
-
πύρινοςof fire
- 4448
-
πυρόωburn
- 4449
-
πυῤῥάζωbe red
- 4450
-
πυῤῥόςred
- 4451
-
πύρωσιςburning
- 4452
-
-πωyet
- 4453
-
πωλέωsell
- 4454
-
πῶλοςcolt
- 4455
-
πώποτεat any time
- 4456
-
πωρόωblind
- 4457
-
πώρωσιςblindness
- 4458
-
-πώςhaply
- 4459
-
πῶςhow
- 4460
-
ῬαάβRahab
- 4461
-
ῥαββίMaster
- 4462
-
ῥαββονίLord
- 4463
-
ῥαβδίζωbeat
- 4464
-
ῥάβδοςrod
- 4465
-
ῥαβδοῦχοςserjeant
- 4466
-
ῬαγαῦRagau
- 4467
-
ῥᾳδιούργημαlewdness
- 4468
-
ῥᾳδιουργίαmischief
- 4469
-
ῥακάRaca
- 4470
-
ῥάκοςcloth
- 4471
-
ῬαμᾶRama
- 4472
-
ῥαντίζωsprinkle
- 4473
-
ῥαντισμόςsprinkling
- 4474
-
ῥαπίζωsmite
- 4475
-
ῥάπισμαpalm of the hand
- 4476
-
ῥαφίςneedle
- 4477
-
ῬαχάβRachab
- 4478
-
ῬαχήλRachel
- 4479
-
ῬεβέκκαRebecca
- 4480
-
ῥέδαchariot
- 4481
-
ῬεμφάνRemphan
- 4482
-
ῥέωflow
- 4483
-
ῥέωcommand
- 4484
-
ῬήγιονRhegium
- 4485
-
ῥῆγμαruin
- 4486
-
ῥήγνυμιbreak
- 4487
-
ῥῆμα+ evil
- 4488
-
ῬησάRhesa
- 4489
-
ῥήτωρorator
- 4490
-
ῥητῶςexpressly
- 4491
-
ῥίζαroot
- 4492
-
ῥιζόωroot
- 4493
-
ῥιπήtwinkling
- 4494
-
ῥιπίζωtoss
- 4495
-
ῥιπτέωcast off
- 4496
-
ῥίπτωcast
- 4497
-
ῬοβοάμRoboam
- 4498
-
ῬόδηRhoda
- 4499
-
ῬόδοςRhodes
- 4500
-
ῥοιζηδόνwith a great noise
- 4501
-
ῥομφαίαsword
- 4502
-
ῬουβήνReuben
- 4503
-
ῬούθRuth
- 4504
-
ῬοῦφοςRufus
- 4505
-
ῥύμηlane
- 4506
-
ῥύομαιdeliver
- 4507
-
ῥυπαρίαturpitude
- 4508
-
ῥυπαρόςvile
- 4509
-
ῥύποςfilth
- 4510
-
ῥυπόωbe filthy
- 4511
-
ῥύσιςissue
- 4512
-
ῥυτίςwrinkle
- 4513
-
ῬωμαϊκόςLatin
- 4514
-
ῬωμαῖοςRoman
- 4515
-
ῬωμαϊστίLatin
- 4516
-
ῬώμηRome
- 4517
-
ῥώννυμιfarewell
- 4518
-
σαβαχθάνιsabachthani
- 4519
-
σαβαώθsabaoth
- 4520
-
σαββατισμόςrest
- 4521
-
σάββατονsabbath
- 4522
-
σαγήνηnet
- 4523
-
ΣαδδουκαῖοςSadducee
- 4524
-
ΣαδώκSadoc
- 4525
-
σαίνωmove
- 4526
-
σάκκοςsackcloth
- 4527
-
ΣαλάSala
- 4528
-
ΣαλαθιήλSalathiel
- 4529
-
ΣαλαμίςSalamis
- 4530
-
ΣαλείμSalim
- 4531
-
σαλεύωmove
- 4532
-
ΣαλήμSalem
- 4533
-
ΣαλμώνSalmon
- 4534
-
ΣαλμώνηSalmone
- 4535
-
σάλοςwave
- 4536
-
σάλπιγξtrump
- 4537
-
σαλπίζωsound
- 4538
-
σαλπιστήςtrumpeter
- 4539
-
ΣαλώμηSalome
- 4540
-
ΣαμάρειαSamaria
- 4541
-
ΣαμαρείτηςSamaritan
- 4542
-
Σαμαρεῖτιςof Samaria
- 4543
-
ΣαμοθρᾴκηSamothracia
- 4544
-
ΣάμοςSamos
- 4545
-
ΣαμουήλSamuel
- 4546
-
ΣαμψώνSamson
- 4547
-
σανδάλιονsandal
- 4548
-
σανίςboard
- 4549
-
ΣαούλSaul
- 4550
-
σαπρόςbad
- 4551
-
ΣαπφείρηSapphira
- 4552
-
σάπφειροςsapphire
- 4553
-
σαργάνηbasket
- 4554
-
ΣάρδειςSardis
- 4555
-
σάρδινοςsardine
- 4556
-
σάρδιοςsardius
- 4557
-
σαρδόνυξsardonyx
- 4558
-
ΣάρεπταSarepta
- 4559
-
σαρκικόςcarnal
- 4560
-
σάρκινοςfleshly
- 4561
-
σάρξcarnal
- 4562
-
ΣαρούχSaruch
- 4563
-
σαρόωsweep
- 4564
-
ΣάῤῥαSara
- 4565
-
ΣάρωνSaron
- 4566
-
ΣατᾶνSatan
- 4567
-
ΣατανᾶςSatan
- 4568
-
σάτονmeasure
- 4569
-
ΣαῦλοςSaul
- 4570
-
σβέννυμιgo out
- 4571
-
σέthee
- 4572
-
σεαυτοῦthee
- 4573
-
σεβάζομαιworship
- 4574
-
σέβασμαdevotion
- 4575
-
σεβαστόςAugustus
- 4576
-
σέβομαιdevout
- 4577
-
σειράchain
- 4578
-
σεισμόςearthquake
- 4579
-
σείωmove
- 4580
-
ΣεκοῦνδοςSecundus
- 4581
-
ΣελεύκειαSeleucia
- 4582
-
σελήνηmoon
- 4583
-
σεληνιάζομαιbe a lunatic
- 4584
-
ΣεμεΐSemei
- 4585
-
σεμίδαλιςfine flour
- 4586
-
σεμνόςgrave
- 4587
-
σεμνότηςgravity
- 4588
-
ΣέργιοςSergius
- 4589
-
ΣήθSeth
- 4590
-
ΣήμSem
- 4591
-
σημαίνωsignify
- 4592
-
σημεῖονmiracle
- 4593
-
σημειόωnote
- 4594
-
σήμερονthis day
- 4595
-
σήπωbe corrupted
- 4596
-
σηρικόςsilk
- 4597
-
σήςmoth
- 4598
-
σητόβρωτοςmotheaten
- 4599
-
σθενόωstrengthen
- 4600
-
σιαγώνcheek
- 4601
-
σιγάωkeep close
- 4602
-
σιγήsilence
- 4603
-
σιδήρεοςiron
- 4604
-
σίδηροςiron
- 4605
-
ΣιδώνSidon
- 4606
-
Σιδώνιοςof Sidon
- 4607
-
σικάριοςmurderer
- 4608
-
σίκεραstrong drink
- 4609
-
ΣίλαςSilas
- 4610
-
ΣιλουανόςSilvanus
- 4611
-
ΣιλωάμSiloam
- 4612
-
σιμικίνθιονapron
- 4613
-
ΣίμωνSimon
- 4614
-
ΣινᾶSina
- 4615
-
σίναπιmustard
- 4616
-
σινδώνlinen
- 4617
-
σινιάζωsift
- 4618
-
σιτευτόςfatted
- 4619
-
σιτιστόςfatling
- 4620
-
σιτόμετρονportion of meat
- 4621
-
σῖτοςcorn
- 4622
-
ΣιώνSion
- 4623
-
σιωπάωdumb
- 4624
-
σκανδαλίζωoffend
- 4625
-
σκάνδαλονoccasion to fall
- 4626
-
σκάπτωdig
- 4627
-
σκάφηboat
- 4628
-
σκέλοςleg
- 4629
-
σκέπασμαraiment
- 4630
-
ΣκευᾶςSceva
- 4631
-
σκευήtackling
- 4632
-
σκεῦοςgoods
- 4633
-
σκηνήhabitation
- 4634
-
σκηνοπηγίαtabernacles
- 4635
-
σκηνοποιόςtent-maker
- 4636
-
σκῆνοςtabernacle
- 4637
-
σκηνόωdwell
- 4638
-
σκήνωμαtabernacle
- 4639
-
σκιάshadow
- 4640
-
σκιρτάωleap
- 4641
-
σκληροκαρδίαhardness of heart
- 4642
-
σκληρόςfierce
- 4643
-
σκληρότηςhardness
- 4644
-
σκληροτράχηλοςstiffnecked
- 4645
-
σκληρύνωharden
- 4646
-
σκολιόςcrooked
- 4647
-
σκόλοψthorn
- 4648
-
σκοπέωconsider
- 4649
-
σκοπόςmark
- 4650
-
σκορπίζωdisperse abroad
- 4651
-
σκορπίοςscorpion
- 4652
-
σκοτεινόςdark
- 4653
-
σκοτίαdark
- 4654
-
σκοτίζωdarken
- 4655
-
σκότοςdarkness
- 4656
-
σκοτόωbe full of darkness
- 4657
-
σκύβαλονdung
- 4658
-
ΣκύθηςScythian
- 4659
-
σκυθρωπόςof a sad countenance
- 4660
-
σκύλλωtrouble
- 4661
-
σκῦλονspoil
- 4662
-
σκωληκόβρωτοςeaten of worms
- 4663
-
σκώληξworm
- 4664
-
σμαράγδινοςemerald
- 4665
-
σμάραγδοςemerald
- 4666
-
σμύρναmyrrh
- 4667
-
ΣμύρναSmyrna
- 4668
-
Σμυρναῖοςin Smyrna
- 4669
-
σμυρνίζωmingle with myrrh
- 4670
-
ΣόδομαSodom
- 4671
-
σοίthee
- 4672
-
ΣολομώνSolomon
- 4673
-
σορόςbier
- 4674
-
σόςthine
- 4675
-
σοῦhome
- 4676
-
σουδάριονhandkerchief
- 4677
-
ΣουσάνναSusanna
- 4678
-
σοφίαwisdom
- 4679
-
σοφίζωcunningly devised
- 4680
-
σοφόςwise
- 4681
-
ΣπανίαSpain
- 4682
-
σπαράσσωrend
- 4683
-
σπαργανόωwrap in swaddling clothes
- 4684
-
σπαταλάωlive in pleasure
- 4685
-
σπάωdraw
- 4686
-
σπεῖραband
- 4687
-
σπείρωsow
- 4688
-
σπεκουλάτωρexecutioner
- 4689
-
σπένδωbe offered
- 4690
-
σπέρμαissue
- 4691
-
σπερμολόγοςbabbler
- 4692
-
σπεύδωhaste unto
- 4693
-
σπήλαιονcave
- 4694
-
σπιλάςspot
- 4695
-
σπιλόωdefile
- 4696
-
σπίλοςspot
- 4697
-
σπλαγχνίζομαιhave compassion
- 4698
-
σπλάγχνονbowels
- 4699
-
σπόγγοςspunge
- 4700
-
σποδόςashes
- 4701
-
σποράseed
- 4702
-
σπόριμοςcorn
- 4703
-
σπόροςseed
- 4704
-
σπουδάζωdo diligence
- 4705
-
σπουδαῖοςdiligent
- 4706
-
σπουδαιότερονvery diligently
- 4707
-
σπουδαιότεροςmore diligent
- 4708
-
σπουδαιοτέρωςmore carefully
- 4709
-
σπουδαίωςdiligently
- 4710
-
σπουδήbusiness
- 4711
-
σπυρίςbasket
- 4712
-
στάδιονfurlong
- 4713
-
στάμνοςpot
- 4714
-
στάσιςdissension
- 4715
-
στατήρpiece of money
- 4716
-
σταυρόςcross
- 4717
-
σταυρόωcrucify
- 4718
-
σταφυλήgrapes
- 4719
-
στάχυςear
- 4720
-
ΣτάχυςStachys
- 4721
-
στέγηroof
- 4722
-
στέγωbear
- 4723
-
στείροςbarren
- 4724
-
στέλλωavoid
- 4725
-
στέμμαgarland
- 4726
-
στεναγμόςgroaning
- 4727
-
στενάζωwith grief
- 4728
-
στενόςstrait
- 4729
-
στενοχωρέωdistress
- 4730
-
στενοχωρίαanguish
- 4731
-
στερεόςstedfast
- 4732
-
στερεόωestablish
- 4733
-
στερέωμαstedfastness
- 4734
-
ΣτεφανᾶςStephanas
- 4735
-
στέφανοςcrown
- 4736
-
ΣτέφανοςStephen
- 4737
-
στεφανόωcrown
- 4738
-
στῆθοςbreast
- 4739
-
στήκωstand
- 4740
-
στηριγμόςstedfastness
- 4741
-
στηρίζωfix
- 4742
-
στίγμαmark
- 4743
-
στιγμήmoment
- 4744
-
στίλβωshining
- 4745
-
στοάporch
- 4746
-
στοιβάςbranch
- 4747
-
στοιχεῖονelement
- 4748
-
στοιχέωwalk
- 4749
-
στολήlong clothing
- 4750
-
στόμαedge
- 4751
-
στόμαχοςstomach
- 4752
-
στρατείαwarfare
- 4753
-
στράτευμαarmy
- 4754
-
στρατεύομαιsoldier
- 4755
-
στρατηγόςcaptain
- 4756
-
στρατιάhost
- 4757
-
στρατιώτηςsoldier
- 4758
-
στρατολογέωchoose to be a soldier
- 4759
-
στρατοπεδάρχηςcaptain of the guard
- 4760
-
στρατόπεδονarmy
- 4761
-
στρεβλόωwrest
- 4762
-
στρέφωconvert
- 4763
-
στρηνιάωlive deliciously
- 4764
-
στρῆνοςdelicacy
- 4765
-
στρουθίονsparrow
- 4766
-
στρώννυμιmake bed
- 4767
-
στυγνητόςhateful
- 4768
-
στυγνάζωlower
- 4769
-
στῦλοςpillar
- 4770
-
ΣτωϊκόςStoick
- 4771
-
σύthou
- 4772
-
συγγένειαkindred
- 4773
-
συγγενήςcousin
- 4774
-
συγγνώμηpermission
- 4775
-
συγκάθημαιsit with
- 4776
-
συγκαθίζωsit together
- 4777
-
συγκακοπαθέωbe partaker of afflictions
- 4778
-
συγκακουχέωsuffer affliction with
- 4779
-
συγκαλέωcall together
- 4780
-
συγκαλύπτωcover
- 4781
-
συγκάμπτωbow down
- 4782
-
συγκαταβαίνωgo down with
- 4783
-
συγκατάθεσιςagreement
- 4784
-
συγκατατίθεμαιconsent
- 4785
-
συγκαταψηφίζωnumber with
- 4786
-
συγκεράννυμιmix with
- 4787
-
συγκινέωstir up
- 4788
-
συγκλείωconclude
- 4789
-
συγκληρονόμοςfellow -heir
- 4790
-
συγκοινωνέωcommunicate with
- 4791
-
συγκοινωνόςcompanion
- 4792
-
συγκομίζωcarry
- 4793
-
συγκρίνωcompare among
- 4794
-
συγκύπτωbow together
- 4795
-
συγκυρίαchance
- 4796
-
συγχαίρωrejoice in
- 4797
-
συγχέωconfound
- 4798
-
συγχράομαιhave dealings with
- 4799
-
σύγχυσιςconfusion
- 4800
-
συζάωlive with
- 4801
-
συζεύγνυμιjoin together
- 4802
-
συζητέωdispute
- 4803
-
συζήτησιςdisputation
- 4804
-
συζητητήςdisputer
- 4805
-
σύζυγοςyokefellow
- 4806
-
συζωοποιέωquicken together with
- 4807
-
συκάμινοςsycamine tree
- 4808
-
συκῆfig tree
- 4809
-
συκομωραίαsycamore tree
- 4810
-
σῦκονfig
- 4811
-
συκοφαντέωaccuse falsely
- 4812
-
συλαγωγέωspoil
- 4813
-
συλάωrob
- 4814
-
συλλαλέωcommune with
- 4815
-
συλλαμβάνωcatch
- 4816
-
συλλέγωgather
- 4817
-
συλλογίζομαιreason with
- 4818
-
συλλυπέωbe grieved
- 4819
-
συμβαίνωbe
- 4820
-
συμβάλλωconfer
- 4821
-
συμβασιλεύωreign with
- 4822
-
συμβιβάζωcompact
- 4823
-
συμβουλεύωconsult
- 4824
-
συμβούλιονconsultation
- 4825
-
σύμβουλοςcounsellor
- 4826
-
ΣυμεώνSimeon
- 4827
-
συμμαθητήςfellow disciple
- 4828
-
συμμαρτυρέωtestify unto
- 4829
-
συμμερίζομαιbe partaker with
- 4830
-
συμμέτοχοςpartaker
- 4831
-
συμμιμητήςfollower together
- 4832
-
σύμμορφοςconformed to
- 4833
-
συμμορφόωmake conformable unto
- 4834
-
συμπαθέωhave compassion
- 4835
-
συμπαθήςhaving compassion one of another
- 4836
-
συμπαραγίνομαιcome together
- 4837
-
συμπαρακαλέωcomfort together
- 4838
-
συμπαραλαμβάνωtake with
- 4839
-
συμπαραμένωcontinue with
- 4840
-
συμπάρειμιbe here present with
- 4841
-
συμπάσχωsuffer with
- 4842
-
συμπέμπωsend with
- 4843
-
συμπεριλαμβάνωembrace
- 4844
-
συμπίνωdrink with
- 4845
-
συμπληρόωcome
- 4846
-
συμπνίγωchoke
- 4847
-
συμπολίτηςfellow- citizen
- 4848
-
συμπορεύομαιgo with
- 4849
-
συμπόσιονcompany
- 4850
-
συμπρεσβύτεροςpresbyter
- 4851
-
συμφέρωbe better for
- 4852
-
σύμφημιconsent unto
- 4853
-
συμφυλέτηςcountryman
- 4854
-
σύμφυτοςplanted together
- 4855
-
συμφύωspring up with
- 4856
-
συμφωνέωagree together
- 4857
-
συμφώνησιςconcord
- 4858
-
συμφωνίαmusic
- 4859
-
σύμφωνοςconsent
- 4860
-
συμψηφίζωreckon
- 4861
-
σύμψυχοςlike-minded
- 4862
-
σύνbeside
- 4863
-
συνάγω+ accompany
- 4864
-
συναγωγήassembly
- 4865
-
συναγωνίζομαιstrive together with
- 4866
-
συναθλέωlabour with
- 4867
-
συναθροίζωcall together
- 4868
-
συναίρωreckon
- 4869
-
συναιχμάλωτοςfellowprisoner
- 4870
-
συνακολουθέωfollow
- 4871
-
συναλίζωassemble together
- 4872
-
συναναβαίνωcome up with
- 4873
-
συνανάκειμαιsit with
- 4874
-
συναναμίγνυμιhave company with
- 4875
-
συναναπαύομαιrefresh with
- 4876
-
συναντάωbefall
- 4877
-
συνάντησιςmeet
- 4878
-
συναντιλαμβάνομαιhelp
- 4879
-
συναπάγωcarry away with
- 4880
-
συναποθνήσκωbe dead with
- 4881
-
συναπόλλυμιperish with
- 4882
-
συναποστέλλωsend with
- 4883
-
συναρμολογέωbe fitly framed together
- 4884
-
συναρπάζωcatch
- 4885
-
συναυξάνωgrow together
- 4886
-
σύνδεσμοςband
- 4887
-
συνδέωbe bound with
- 4888
-
συνδοξάζωglorify together
- 4889
-
σύνδουλοςfellowservant
- 4890
-
συνδρομήrun together
- 4891
-
συνεγείρωraise up together
- 4892
-
συνέδριονcouncil
- 4893
-
συνείδησιςconscience
- 4894
-
συνείδωconsider
- 4895
-
σύνειμιbe with
- 4896
-
σύνειμιgather together
- 4897
-
συνεισέρχομαιgo in with
- 4898
-
συνέκδημοςcompanion in travel
- 4899
-
συνεκλεκτόςelected together with
- 4900
-
συνελαύνω+ set at one again
- 4901
-
συνεπιμαρτυρέωalso bear witness
- 4902
-
συνέπομαιaccompany
- 4903
-
συνεργέωhelp with
- 4904
-
συνεργόςcompanion in labour
- 4905
-
συνέρχομαιaccompany
- 4906
-
συνεσθίωeat with
- 4907
-
σύνεσιςknowledge
- 4908
-
συνετόςprudent
- 4909
-
συνευδοκέωallow
- 4910
-
συνευωχέωfeast with
- 4911
-
συνεφίστημιrise up together
- 4912
-
συνέχωconstrain
- 4913
-
συνήδομαιdelight
- 4914
-
συνήθειαcustom
- 4915
-
συνηλικιώτηςequal
- 4916
-
συνθάπτωbury with
- 4917
-
συνθλάωbreak
- 4918
-
συνθλίβωthrong
- 4919
-
συνθρύπτωbreak
- 4920
-
συνίημιconsider
- 4921
-
συνιστάωapprove
- 4922
-
συνοδεύωjourney with
- 4923
-
συνοδίαcompany
- 4924
-
συνοικέωdwell together
- 4925
-
συνοικοδομέωbuild together
- 4926
-
συνομιλέωtalk with
- 4927
-
συνομορέωjoin hard
- 4928
-
συνοχήanguish
- 4929
-
συντάσσωappoint
- 4930
-
συντέλειαend
- 4931
-
συντελέωend
- 4932
-
συντέμνωshort
- 4933
-
συντηρέωkeep
- 4934
-
συντίθεμαιagree
- 4935
-
συντόμωςa few words
- 4936
-
συντρέχωrun together with
- 4937
-
συντρίβωbreak
- 4938
-
σύντριμμαdestruction
- 4939
-
σύντροφοςbrought up with
- 4940
-
συντυγχάνωcome at
- 4941
-
ΣυντύχηSyntyche
- 4942
-
συνυποκρίνομαιdissemble with
- 4943
-
συνυπουργέωhelp together
- 4944
-
συνωδίνωtravail in pain together
- 4945
-
συνωμοσίαcomspiracy
- 4946
-
ΣυράκουσαιSyracuse
- 4947
-
ΣυρίαSyria
- 4948
-
ΣύροςSyrian
- 4949
-
ΣυροφοίνισσαSyrophenician
- 4950
-
σύρτιςquicksands
- 4951
-
σύρωdrag
- 4952
-
συσπαράσσωthrow down
- 4953
-
σύσσημονtoken
- 4954
-
σύσσωμοςof the same body
- 4955
-
συστασιαστήςmake insurrection with
- 4956
-
συστατικόςof commendation
- 4957
-
συσταυρόωcrucify with
- 4958
-
συστέλλωshort
- 4959
-
συστενάζωgroan together
- 4960
-
συστοιχέωanswer to
- 4961
-
συστρατιώτηςfellowsoldier
- 4962
-
συστρέφωgather
- 4963
-
συστροφή+ band together
- 4964
-
συσχηματίζωconform to
- 4965
-
ΣυχάρSychar
- 4966
-
ΣυχέμSychem
- 4967
-
σφαγήslaughter
- 4968
-
σφάγιονslain beast
- 4969
-
σφάζωkill
- 4970
-
σφόδραexceeding
- 4971
-
σφοδρῶςexceedingly
- 4972
-
σφραγίζωseal up
- 4973
-
σφραγίςseal
- 4974
-
σφυρόνancle bone
- 4975
-
σχεδόνalmost
- 4976
-
σχῆμαfashion
- 4977
-
σχίζωbreak
- 4978
-
σχίσμαdivision
- 4979
-
σχοινίονsmall cord
- 4980
-
σχολάζωempty
- 4981
-
σχολήschool
- 4982
-
σώζωheal
- 4983
-
σῶμαbodily
- 4984
-
σωματικόςbodily
- 4985
-
σωματικῶςbodily
- 4986
-
ΣώπατροςSopater
- 4987
-
σωρεύωheap
- 4988
-
ΣωσθένηςSosthenes
- 4989
-
ΣωσίπατροςSosipater
- 4990
-
σωτήρsaviour
- 4991
-
σωτηρίαdeliver
- 4992
-
σωτήριονsalvation
- 4993
-
σωφρονέωbe in right mind
- 4994
-
σωφρονίζωteach to be sober
- 4995
-
σωφρονισμόςsound mind
- 4996
-
σωφρόνωςsoberly
- 4997
-
σωφροσύνηsoberness
- 4998
-
σώφρωνdiscreet
- 4999
-
Ταβέρναιtaverns
- 5000
-
ΤαβιθάTabitha
- 5001
-
τάγμαorder
- 5002
-
τακτόςset
- 5003
-
ταλαιπωρέωbe afflicted
- 5004
-
ταλαιπωρίαmisery
- 5005
-
ταλαίπωροςwretched
- 5006
-
ταλαντιαῖοςweight of a talent
- 5007
-
τάλαντονtalent
- 5008
-
ταλιθάtalitha
- 5009
-
ταμεῖονsecret chamber
- 5010
-
τάξιςorder
- 5011
-
ταπεινόςbase
- 5012
-
ταπεινοφροσύνηhumbleness of mind
- 5013
-
ταπεινόωabase
- 5014
-
ταπείνωσιςhumiliation
- 5015
-
ταράσσωtrouble
- 5016
-
ταραχήtrouble
- 5017
-
τάραχοςstir
- 5018
-
Ταρσεύςof Tarsus
- 5019
-
ΤαρσόςTarsus
- 5020
-
ταρταρόωcast down to hell
- 5021
-
τάσσωaddict
- 5022
-
ταῦροςbull
- 5023
-
ταῦτα+ afterward
- 5024
-
ταὐτάeven thus
- 5025
-
ταύταιςhence
- 5026
-
ταύτῃher
- 5027
-
ταφήbury
- 5028
-
τάφοςsepulchre
- 5029
-
τάχαperadventure
- 5030
-
ταχέωςhastily
- 5031
-
ταχινόςshortly
- 5032
-
τάχιονout
- 5033
-
τάχιστα+ with all speed
- 5034
-
τάχος+ quickly
- 5035
-
ταχύlightly
- 5036
-
ταχύςswift
- 5037
-
τέalso
- 5038
-
τεῖχοςwall
- 5039
-
τεκμήριονinfallible proof
- 5040
-
τεκνίονlittle children
- 5041
-
τεκνογονέωbear children
- 5042
-
τεκνογονίαchildbearing
- 5043
-
τέκνονchild
- 5044
-
τεκνοτροφέωbring up children
- 5045
-
τέκτωνcarpenter
- 5046
-
τέλειοςof full age
- 5047
-
τελειότηςperfection
- 5048
-
τελειόωconsecrate
- 5049
-
τελείωςto the end
- 5050
-
τελείωσιςperfection
- 5051
-
τελειωτήςfinisher
- 5052
-
τελεσφορέωbring fruit to perfection
- 5053
-
τελευτάωbe dead
- 5054
-
τελευτήdeath
- 5055
-
τελέωaccomplish
- 5056
-
τέλος+ continual
- 5057
-
τελώνηςpublican
- 5058
-
τελώνιονreceipt of custom
- 5059
-
τέραςwonder
- 5060
-
ΤέρτιοςTertius
- 5061
-
ΤέρτυλλοςTertullus
- 5062
-
τεσσαράκονταforty
- 5063
-
τεσσαρακονταετήςforty years
- 5064
-
τέσσαρεςfour
- 5065
-
τεσσαρεσκαιδέκατοςfourteenth
- 5066
-
τεταρταῖοςfour days
- 5067
-
τέταρτοςfour
- 5068
-
τετράγωνοςfoursquare
- 5069
-
τετράδιονquaternion
- 5070
-
τετρακισχίλιοιfour thousand
- 5071
-
τετρακόσιοιfour hundred
- 5072
-
τετράμηνονfour months
- 5073
-
τετραπλόοςfourfold
- 5074
-
τετράπουςfourfooted beast
- 5075
-
τετραρχέωtetrarch
- 5076
-
τετράρχηςtetrarch
- 5077
-
τεφρόωturn to ashes
- 5078
-
τέχνηart
- 5079
-
τεχνίτηςbuilder
- 5080
-
τήκωmelt
- 5081
-
τηλαυγῶςclearly
- 5082
-
τηλικοῦτοςso great
- 5083
-
τηρέωhold fast
- 5084
-
τήρησιςhold
- 5085
-
ΤιβεριάςTiberias
- 5086
-
ΤιβέριοςTiberius
- 5087
-
τίθημι+ advise
- 5088
-
τίκτωbear
- 5089
-
τίλλωpluck
- 5090
-
ΤιμαῖοςTimæus
- 5091
-
τιμάωhonour
- 5092
-
τιμήhonour
- 5093
-
τίμιοςdear
- 5094
-
τιμιότηςcostliness
- 5095
-
ΤιμόθεοςTimotheus
- 5096
-
ΤίμωνTimon
- 5097
-
τιμωρέωpunish
- 5098
-
τιμωρίαpunishment
- 5099
-
τίνωbe punished with
- 5100
-
τὶςa
- 5101
-
τίςevery man
- 5102
-
τίτλοςtitle
- 5103
-
ΤίτοςTitus
- 5104
-
τοίas
- 5105
-
τοιγαροῦνthere-fore
- 5106
-
τοίνυνthen
- 5107
-
τοιόσδεsuch
- 5108
-
τοιοῦτοςlike
- 5109
-
τοῖχοςwall
- 5110
-
τόκοςusury
- 5111
-
τολμάωbe bold
- 5112
-
τολμηρότερονthe more boldly
- 5113
-
τολμητήςpresumptuous
- 5114
-
τομώτεροςsharper
- 5115
-
τόξονbow
- 5116
-
τοπάζιονtopaz
- 5117
-
τόποςcoast
- 5118
-
τοσοῦτοςas large
- 5119
-
τότεthat time
- 5120
-
τοῦhis
- 5121
-
τοὐναντίονcontrariwise
- 5122
-
τοὔνομαnamed
- 5123
-
τουτέστιthat is
- 5124
-
τοῦτοhere
- 5125
-
τούτοιςsuch
- 5126
-
τοῦτονhim
- 5127
-
τούτουhere
- 5128
-
τούτουςsuch
- 5129
-
τούτῳhereby
- 5130
-
τούτωνsuch
- 5131
-
τράγοςgoat
- 5132
-
τράπεζαbank
- 5133
-
τραπεζίτηςexchanger
- 5134
-
τραῦμαwound
- 5135
-
τραυματίζωwound
- 5136
-
τραχηλίζωopened
- 5137
-
τράχηλοςneck
- 5138
-
τραχύςrock
- 5139
-
ΤραχωνῖτιςTrachonitis
- 5140
-
τρεῖςthree
- 5141
-
τρέμωbe afraid
- 5142
-
τρέφωbring up
- 5143
-
τρέχωhave course
- 5144
-
τριάκονταthirty
- 5145
-
τριακόσιοιthree hundred
- 5146
-
τρίβολοςbrier
- 5147
-
τρίβοςpath
- 5148
-
τριετίαspace of three years
- 5149
-
τρίζωgnash
- 5150
-
τρίμηνονthree months
- 5151
-
τρίςthree times
- 5152
-
τρίστεγονthird loft
- 5153
-
τρισχίλιοιthree thousand
- 5154
-
τρίτοςthird
- 5155
-
τρίχινοςof hair
- 5156
-
τρόμος+ tremble
- 5157
-
τροπήturning
- 5158
-
τρόποςas
- 5159
-
τροποφορέωsuffer the manners
- 5160
-
τροφήfood
- 5161
-
ΤρόφιμοςTrophimus
- 5162
-
τροφόςnurse
- 5163
-
τροχιάpath
- 5164
-
τροχόςcourse
- 5165
-
τρύβλιονdish
- 5166
-
τρυγάωgather
- 5167
-
τρυγώνturtle-dove
- 5168
-
τρυμαλιάeye
- 5169
-
τρύπημαeye
- 5170
-
ΤρύφαιναTryphena
- 5171
-
τρυφάωlive in pleasure
- 5172
-
τρυφήdelicately
- 5173
-
ΤρυφῶσαTryphosa
- 5174
-
ΤρωάςTroas
- 5175
-
ΤρωγύλλιονTrogyllium
- 5176
-
τρώγωeat
- 5177
-
τυγχάνωbe
- 5178
-
τυμπανίζωtorture
- 5179
-
τύποςen-ample
- 5180
-
τύπτωbeat
- 5181
-
ΤύραννοςTyrannus
- 5182
-
τυρβάζωtrouble
- 5183
-
Τύριοςof Tyre
- 5184
-
ΤύροςTyre
- 5185
-
τυφλόςblind
- 5186
-
τυφλόωblind
- 5187
-
τυφόωhigh-minded
- 5188
-
τύφωsmoke
- 5189
-
τυφωνικόςtempestuous
- 5190
-
ΤυχικόςTychicus
- 5191
-
ὑακίνθινοςjacinth
- 5192
-
ὑάκινθοςjacinth
- 5193
-
ὑάλινοςof glass
- 5194
-
ὕαλοςglass
- 5195
-
ὑβρίζωuse despitefully
- 5196
-
ὕβριςharm
- 5197
-
ὑβριστήςdespiteful
- 5198
-
ὑγιαίνωbe in health
- 5199
-
ὑγιήςsound
- 5200
-
ὑγρόςgreen
- 5201
-
ὑδρίαwater-pot
- 5202
-
ὑδροποτέωdrink water
- 5203
-
ὑδρωπικόςhave the dropsy
- 5204
-
ὕδωρwater
- 5205
-
ὑετόςrain
- 5206
-
υἱοθεσίαadoption
- 5207
-
υἱόςchild
- 5208
-
ὕληmatter
- 5209
-
ὑμᾶςye
- 5210
-
ὑμεῖςye
- 5211
-
ὙμεναῖοςHymenæus
- 5212
-
ὑμέτεροςyour
- 5213
-
ὑμῖνye
- 5214
-
ὑμνέωsing a hymn
- 5215
-
ὕμνοςhymn
- 5216
-
ὑμῶνye
- 5217
-
ὑπάγωdepart
- 5218
-
ὑπακοήobedience
- 5219
-
ὑπακούωhearken
- 5220
-
ὕπανδροςwhich hath an husband
- 5221
-
ὑπαντάωmeet
- 5222
-
ὑπάντησιςmeeting
- 5223
-
ὕπαρξιςgoods
- 5224
-
ὑπάρχονταgoods
- 5225
-
ὑπάρχωafter
- 5226
-
ὑπείκωsubmit self
- 5227
-
ὑπεναντίοςadversary
- 5228
-
ὑπέρabove
- 5229
-
ὑπεραίρομαιexalt self
- 5230
-
ὑπέρακμος+ pass the flower of age
- 5231
-
ὑπεράνωfar above
- 5232
-
ὑπεραυξάνωgrow exceedingly
- 5233
-
ὑπερβαίνωgo beyond
- 5234
-
ὑπερβαλλόντωςbeyond measure
- 5235
-
ὑπερβάλλωexceeding
- 5236
-
ὑπερβολήabundance
- 5237
-
ὑπερείδωwink at
- 5238
-
ὑπερέκειναbeyond
- 5239
-
ὑπερεκτείνωstretch beyond
- 5240
-
ὑπερεκχύνωrun over
- 5241
-
ὑπερεντυγχάνωmake intercession for
- 5242
-
ὑπερέχωbetter
- 5243
-
ὑπερηφανίαpride
- 5244
-
ὑπερήφανοςproud
- 5245
-
ὑπερνικάωmore than conquer
- 5246
-
ὑπέρογκοςgreat swelling
- 5247
-
ὑπεροχήauthority
- 5248
-
ὑπερπερισσεύωabound much more
- 5249
-
ὑπερπερισσῶςbeyond measure
- 5250
-
ὑπερπλεονάζωbe exceeding abundant
- 5251
-
ὑπερυψόωhighly exalt
- 5252
-
ὑπερφρονέωthink more highly
- 5253
-
ὑπερῷονupper chamber
- 5254
-
ὑπέχωsuffer
- 5255
-
ὑπήκοοςobedient
- 5256
-
ὑπηρετέωminister
- 5257
-
ὑπηρέτηςminister
- 5258
-
ὕπνοςsleep
- 5259
-
ὑπόamong
- 5260
-
ὑποβάλλωsuborn
- 5261
-
ὑπογραμμόςexample
- 5262
-
ὑπόδειγμαen-ample
- 5263
-
ὑποδείκνυμιshow
- 5264
-
ὑποδέχομαιreceive
- 5265
-
ὑποδέωbind on
- 5266
-
ὑπόδημαshoe
- 5267
-
ὑπόδικοςguilty
- 5268
-
ὑποζύγιονass
- 5269
-
ὑποζώννυμιundergirt
- 5270
-
ὑποκάτωunder
- 5271
-
ὑποκρίνομαιfeign
- 5272
-
ὑπόκρισιςcondemnation
- 5273
-
ὑποκριτήςhypocrite
- 5274
-
ὑπολαμβάνωanswer
- 5275
-
ὑπολείπωbe left
- 5276
-
ὑπολήνιονwinefat
- 5277
-
ὑπολιμπάνωleave
- 5278
-
ὑπομένωabide
- 5279
-
ὑπομιμνήσκωput in mind
- 5280
-
ὑπόμνησιςremembrance
- 5281
-
ὑπομονήenduring
- 5282
-
ὑπονοέωthink
- 5283
-
ὑπόνοιαsurmising
- 5284
-
ὑποπλέωsail under
- 5285
-
ὑποπνέωblow softly
- 5286
-
ὑποπόδιονfootstool
- 5287
-
ὑπόστασιςconfidence
- 5288
-
ὑποστέλλωdraw back
- 5289
-
ὑποστολήdraw back
- 5290
-
ὑποστρέφωcome again
- 5291
-
ὑποστρώννυμιspread
- 5292
-
ὑποταγήsubjection
- 5293
-
ὑποτάσσωbe under obedience
- 5294
-
ὑποτίθημιlay down
- 5295
-
ὑποτρέχωrun under
- 5296
-
ὑποτύπωσιςform
- 5297
-
ὑποφέρωbear
- 5298
-
ὑποχωρέωgo aside
- 5299
-
ὑπωπιάζωkeep under
- 5300
-
ὗςsow
- 5301
-
ὕσσωποςhyssop
- 5302
-
ὑστερέωcome behind
- 5303
-
ὑστέρημαthat which is behind
- 5304
-
ὑστέρησιςwant
- 5305
-
ὕστερονafterward
- 5306
-
ὕστεροςlatter
- 5307
-
ὑφαντόςwoven
- 5308
-
ὑψηλόςhigh
- 5309
-
ὑψηλοφρονέωbe highminded
- 5310
-
ὕψιστοςmost high
- 5311
-
ὕψοςbe exalted
- 5312
-
ὑψόωexalt
- 5313
-
ὕψωμαheight
- 5314
-
φάγοςgluttonous
- 5315
-
φάγωeat
- 5316
-
φαίνωappear
- 5317
-
ΦάλεκPhalec
- 5318
-
φανερόςabroad
- 5319
-
φανερόωappear
- 5320
-
φανερῶςevidently
- 5321
-
φανέρωσιςmanifestation
- 5322
-
φανόςlantern
- 5323
-
ΦανουήλPhanuel
- 5324
-
φαντάζωsight
- 5325
-
φαντασίαpomp
- 5326
-
φάντασμαspirit
- 5327
-
φάραγξvalley
- 5328
-
ΦαραώPharaoh
- 5329
-
ΦάρεςPhares
- 5330
-
ΦαρισαῖοςPharisee
- 5331
-
φαρμακείαsorcery
- 5332
-
φαρμακεύςsorcerer
- 5333
-
φάρμακοςsorcerer
- 5334
-
φάσιςtidings
- 5335
-
φάσκωaffirm
- 5336
-
φάτνηmanager
- 5337
-
φαῦλοςevil
- 5338
-
φέγγοςlight
- 5339
-
φείδομαιforbear
- 5340
-
φειδομένωςsparingly
- 5341
-
φελόνηςcloke
- 5342
-
φέρωbe
- 5343
-
φεύγωescape
- 5344
-
ΦῆλιξFelix
- 5345
-
φήμηfame
- 5346
-
φημίaffirm
- 5347
-
ΦῆστοςFestus
- 5348
-
φθάνωattain
- 5349
-
φθαρτόςcorruptible
- 5350
-
φθέγγομαιspeak
- 5351
-
φθείρωcorrupt
- 5352
-
φθινοπωρινόςwhose fruit withereth
- 5353
-
φθόγγοςsound
- 5354
-
φθονέωenvy
- 5355
-
φθόνοςenvy
- 5356
-
φθοράcorruption
- 5357
-
φιάληvial
- 5358
-
φιλάγαθοςlove of good men
- 5359
-
ΦιλαδέλφειαPhiladelphia
- 5360
-
φιλαδελφίαbrotherly love
- 5361
-
φιλάδελφοςlove as brethren
- 5362
-
φίλανδροςlove their husbands
- 5363
-
φιλανθρωπίαkindness
- 5364
-
φιλανθρώπωςcourteously
- 5365
-
φιλαργυρίαlove of money
- 5366
-
φιλάργυροςcovetous
- 5367
-
φίλαυτοςlover of own self
- 5368
-
φιλέωkiss
- 5369
-
φιλήδονοςlover of pleasure
- 5370
-
φίλημαkiss
- 5371
-
ΦιλήμωνPhilemon
- 5372
-
ΦίλητοςPhiletus
- 5373
-
φιλίαfriendship
- 5374
-
ΦιλιππήσιοςPhilippian
- 5375
-
ΦίλιπποιPhilippi
- 5376
-
ΦίλιπποςPhilip
- 5377
-
φιλόθεοςlover of God
- 5378
-
ΦιλόλογοςPhilologus
- 5379
-
φιλονεικίαstrife
- 5380
-
φιλόνεικοςcontentious
- 5381
-
φιλονεξίαentertain stranger
- 5382
-
φιλόξενοςgiven to hospitality
- 5383
-
φιλοπρωτεύωlove to have the preeminence
- 5384
-
φίλοςfriend
- 5385
-
φιλοσοφίαphilosophy
- 5386
-
φιλόσοφοςphilosopher
- 5387
-
φιλόστοργοςkindly affectioned
- 5388
-
φιλότεκνοςlove their children
- 5389
-
φιλοτιμέομαιlabour
- 5390
-
φιλοφρόνωςcourteously
- 5391
-
φιλόφρωνcourteous
- 5392
-
φιμόωmuzzle
- 5393
-
ΦλέγωνPhlegon
- 5394
-
φλογίζωset on fire
- 5395
-
φλόξflame
- 5396
-
φλυαρέωprate against
- 5397
-
φλύαροςtattler
- 5398
-
φοβερόςfearful
- 5399
-
φοβέωbe afraid
- 5400
-
φόβητρονfearful sight
- 5401
-
φόβοςbe afraid
- 5402
-
ΦοίβηPhebe
- 5403
-
ΦοινίκηPhenice
- 5404
-
φοῖνιξpalm
- 5405
-
ΦοῖνιξPhenice
- 5406
-
φονεύςmurderer
- 5407
-
φονεύωkill
- 5408
-
φόνοςmurder
- 5409
-
φορέωbear
- 5410
-
Φόρονforum
- 5411
-
φόροςtribute
- 5412
-
φορτίζωlade
- 5413
-
φορτίονburden
- 5414
-
φόρτοςlading
- 5415
-
ΦορτουνᾶτοςFortunatus
- 5416
-
φραγέλλιονscourge
- 5417
-
φραγελλόωscourge
- 5418
-
φραγμόςhedge
- 5419
-
φράζωdeclare
- 5420
-
φράσσωstop
- 5421
-
φρέαρwell
- 5422
-
φρεναπατάωdeceive
- 5423
-
φρεναπάτηςdeceiver
- 5424
-
φρήνunderstanding
- 5425
-
φρίσσωtremble
- 5426
-
φρονέωset the affection on
- 5427
-
φρόνημαmind
- 5428
-
φρόνησιςprudence
- 5429
-
φρόνιμοςwise
- 5430
-
φρονίμωςwisely
- 5431
-
φροντίζωbe careful
- 5432
-
φρουρέωkeep
- 5433
-
φρυάσσωrage
- 5434
-
φρύγανονstick
- 5435
-
ΦρυγίαPhrygia
- 5436
-
ΦύγελλοςPhygellus
- 5437
-
φυγήflight
- 5438
-
φυλακήcage
- 5439
-
φυλακίζωimprison
- 5440
-
φυλακτήριονphylactery
- 5441
-
φύλαξkeeper
- 5442
-
φυλάσσωbeward
- 5443
-
φυλήkindred
- 5444
-
φύλλονleaf
- 5445
-
φύραμαlump
- 5446
-
φυσικόςnatural
- 5447
-
φυσικῶςnaturally
- 5448
-
φυσιόωpuff up
- 5449
-
φύσιςkind
- 5450
-
φυσίωσιςswelling
- 5451
-
φυτείαplant
- 5452
-
φυτεύωplant
- 5453
-
φύωspring
- 5454
-
φωλεόςhole
- 5455
-
φωνέωcall
- 5456
-
φωνήnoise
- 5457
-
φῶςfire
- 5458
-
φωστήρlight
- 5459
-
φωσφόροςday star
- 5460
-
φωτεινόςbright
- 5461
-
φωτίζωenlighten
- 5462
-
φωτισμόςlight
- 5463
-
χαίρωfarewell
- 5464
-
χάλαζαhail
- 5465
-
χαλάωlet down
- 5466
-
ΧαλδαῖοςChaldæan
- 5467
-
χαλεπόςfierce
- 5468
-
χαλιναγωγέωbridle
- 5469
-
χαλινόςbit
- 5470
-
χάλκεοςbrass
- 5471
-
χαλκεύςcoppersmith
- 5472
-
χαλκηδώνchalcedony
- 5473
-
χαλκίονbrazen vessel
- 5474
-
χαλκολίβανονfine brass
- 5475
-
χαλκόςbrass
- 5476
-
χαμαίon the ground
- 5477
-
ΧαναάνChanaan
- 5478
-
Χανααναῖοςof Canaan
- 5479
-
χαράgladness
- 5480
-
χάραγμαgraven
- 5481
-
χαρακτήρexpress image
- 5482
-
χάραξtrench
- 5483
-
χαρίζομαιdeliver
- 5484
-
χάρινbe- cause of
- 5485
-
χάριςacceptable
- 5486
-
χάρισμαgift
- 5487
-
χαριτόωmake accepted
- 5488
-
ΧαῤῥάνCharran
- 5489
-
χάρτηςpaper
- 5490
-
χάσμαgulf
- 5491
-
χεῖλοςlip
- 5492
-
χειμάζωbe tossed with tempest
- 5493
-
χείμαῤῥοςbrook
- 5494
-
χειμώνtempest
- 5495
-
χείρhand
- 5496
-
χειραγωγέωlead by the hand
- 5497
-
χειραγωγόςsome to lead by the hand
- 5498
-
χειρόγραφονhandwriting
- 5499
-
χειροποίητοςmade by hands
- 5500
-
χειροτονέωchoose
- 5501
-
χείρωνsorer
- 5502
-
χερουβίμcherubims
- 5503
-
χήραwidow
- 5504
-
χθέςyesterday
- 5505
-
χιλιάςthousand
- 5506
-
χιλίαρχοςcaptain
- 5507
-
χίλιοιthousand
- 5508
-
ΧίοςChios
- 5509
-
χιτώνclothes
- 5510
-
χιώνsnow
- 5511
-
χλαμύςrobe
- 5512
-
χλευάζωmock
- 5513
-
χλιαρόςlukewarm
- 5514
-
ΧλόηChloe
- 5515
-
χλωρόςgreen
- 5516
-
χξϛsix hundred threescore and six
- 5517
-
χοϊκόςearthy
- 5518
-
χοῖνιξmeasure
- 5519
-
χοῖροςswine
- 5520
-
χολάωbe angry
- 5521
-
χολήgall
- 5522
-
χόοςdust
- 5523
-
ΧοραζίνChorazin
- 5524
-
χορηγέωgive
- 5525
-
χορόςdancing
- 5526
-
χορτάζωfeed
- 5527
-
χόρτασμαsustenance
- 5528
-
χόρτοςblade
- 5529
-
ΧουζᾶςChuza
- 5530
-
χράομαιentreat
- 5531
-
χράωlend
- 5532
-
χρείαbusiness
- 5533
-
χρεωφειλέτηςdebtor
- 5534
-
χρήought
- 5535
-
χρῄζωneed
- 5536
-
χρῆμαmoney
- 5537
-
χρηματίζωbe called
- 5538
-
χρηματισμόςanswer of God
- 5539
-
χρήσιμοςprofit
- 5540
-
χρῆσιςuse
- 5541
-
χρηστεύομαιbe kind
- 5542
-
χρηστολογίαgood words
- 5543
-
χρηστόςbetter
- 5544
-
χρηστότηςgentleness
- 5545
-
χρῖσμαanointing
- 5546
-
ΧριστιανόςChristian
- 5547
-
ΧριστόςChrist
- 5548
-
χρίωanoint
- 5549
-
χρονίζωdelay
- 5550
-
χρόνος+ years old
- 5551
-
χρονοτριβέωspend time
- 5552
-
χρύσεοςof gold
- 5553
-
χρυσίονgold
- 5554
-
χρυσοδακτύλιοςwith a gold ring
- 5555
-
χρυσόλιθοςchrysolite
- 5556
-
χρυσόπρασοςchrysoprase
- 5557
-
χρυσόςgold
- 5558
-
χρυσόωdeck
- 5559
-
χρώςbody
- 5560
-
χωλόςcripple
- 5561
-
χώραcoast
- 5562
-
χωρέωcome
- 5563
-
χωρίζωdepart
- 5564
-
χωρίονfield
- 5565
-
χωρίςbeside
- 5566
-
χῶροςnorth west
- 5567
-
ψάλλωmake melody
- 5568
-
ψαλμόςpsalm
- 5569
-
ψευδάδελφοςfalse brethren
- 5570
-
ψευδαπόστολοςfalse teacher
- 5571
-
ψευδήςfalse
- 5572
-
ψευδοδιδάσκαλοςfalse teacher
- 5573
-
ψευδολόγοςspeaking lies
- 5574
-
ψεύδομαιfalsely
- 5575
-
ψευδομάρτυρfalse witness
- 5576
-
ψευδομαρτυρέωbe a false witness
- 5577
-
ψευδομαρτυρίαfalse witness
- 5578
-
ψευδοπροφήτηςfalse prophet
- 5579
-
ψεῦδοςlie
- 5580
-
ψευδόχριστοςfalse Christ
- 5581
-
ψευδώνυμοςfalsely so called
- 5582
-
ψεῦσμαlie
- 5583
-
ψεύστηςliar
- 5584
-
ψηλαφάωfeel after
- 5585
-
ψηφίζωcount
- 5586
-
ψῆφοςstone
- 5587
-
ψιθυρισμόςwhispering
- 5588
-
ψιθυριστήςwhisperer
- 5589
-
ψιχίονcrumb
- 5590
-
ψυχήheart
- 5591
-
ψυχικόςnatural
- 5592
-
ψύχοςcold
- 5593
-
ψυχρόςcold
- 5594
-
ψύχωwax cold
- 5595
-
ψωμίζωfeed
- 5596
-
ψωμίονsop
- 5597
-
ψώχωrub
- 5598
-
ΩOmega
- 5599
-
ὦO
- 5600
-
ὦ+ appear
- 5601
-
ὨβήδObed
- 5602
-
ὧδεhere
- 5603
-
ᾠδήsong
- 5604
-
ὠδίνpain
- 5605
-
ὠδίνωtravail in
- 5606
-
ὦμοςshoulder
- 5607
-
ὤνbe
- 5609
-
ὠόνegg
- 5610
-
ὥραday
- 5611
-
ὡραῖοςbeautiful
- 5612
-
ὠρύομαιroar
- 5613
-
ὡςabout
- 5614
-
ὡσαννάhosanna
- 5615
-
ὡσαύτωςeven so
- 5616
-
ὡσείabout
- 5617
-
ὩσηέOsee
- 5618
-
ὥσπερas
- 5619
-
ὡσπερείas
- 5620
-
ὥστεas
- 5621
-
ὠτίονear
- 5622
-
ὠφέλειαadvantage
- 5623
-
ὠφελέωadvantage
- 5624
-
ὠφέλιμοςprofit