Słownik grecko-angielski z kodami Strong'a

0001
ΑAlpha
0002
ἈαρώνAaron
0003
ἈβαδδώνAbaddon
0004
ἀβαρήςfrom being burdensome
0005
ἈββᾶAbba
0006
ἌβελAbel
0007
ἈβιάAbia
0008
ἈβιαθάρAbiathar
0009
ἈβιληνήAbilene
0010
ἈβιούδAbiud
0011
ἈβραάμAbraham
0012
ἄβυσσοςdeep
0013
ἌγαβοςAgabus
0014
ἀγαθοεργέωdo good
0015
ἀγαθοποιέωdo good
0016
ἀγαθοποιΐαwell-doing
0017
ἀγαθοποιόςthem that do well
0018
ἀγαθόςbenefit
0019
ἀγαθωσύνηgoodness
0020
ἀγαλλίασιςgladness
0021
ἀγαλλιάωbe glad
0022
ἄγαμοςunmarried
0023
ἀγανακτέωbe much displeased
0024
ἀγανάκτησιςindignation
0025
ἀγαπάωlove
0026
ἀγάπηcharity
0027
ἀγαπητόςbeloved
0028
ἌγαρHagar
0029
ἀγγαρεύωcompel
0030
ἀγγεῖονvessel
0031
ἀγγελίαmessage
0032
ἄγγελοςangel
0033
ἄγεgo to
0034
ἀγέληherd
0035
ἀγενεαλόγητοςwithout descent
0036
ἀγενήςbase things
0037
ἁγιάζωhallow
0038
ἁγιασμόςholiness
0039
ἅγιονholiest
0040
ἅγιοςholy
0041
ἁγιότηςholiness
0042
ἁγιωσύνηholiness
0043
ἀγκάληarm
0044
ἄγκιστρονhook
0045
ἄγκυραanchor
0046
ἄγναφοςnew
0047
ἁγνείαpurity
0048
ἁγνίζωpurify
0049
ἁγνισμόςpurification
0050
ἀγνοέωignorant
0051
ἀγνόημαerror
0052
ἄγνοιαignorance
0053
ἁγνόςchaste
0054
ἁγνότηςpureness
0055
ἁγνῶςsincerely
0056
ἀγνωσίαignorance
0057
ἄγνωστοςunknown
0058
ἀγοράmarket
0059
ἀγοράζωbuy
0060
ἀγοραῖοςbaser sort
0061
ἄγραdraught
0062
ἀγράμματοςunlearned
0063
ἀγραυλέωabide in the field
0064
ἀγρεύωcatch
0065
ἀγριέλαιοςolive tree wild
0066
ἄγριοςwild
0067
ἈγρίππαςAgrippa
0068
ἀγρόςcountry
0069
ἀγρυπνέωwatch
0070
ἀγρυπνίαwatch
0071
ἄγωbe
0072
ἀγωγήmanner of life
0073
ἀγώνconflict
0074
ἀγωνίαagony
0075
ἀγωνίζομαιfight
0076
ἈδάμAdam
0077
ἀδάπανοςwithout expense
0078
ἈδδίAddi
0079
ἀδελφήsister
0080
ἀδελφόςbrother
0081
ἀδελφότηςbrethren
0082
ἄδηλοςappear not
0083
ἀδηλότηςuncertain
0084
ἀδήλωςuncertainly
0085
ἀδημονέωbe full of heaviness
0086
ᾅδηςgrave
0087
ἀδιάκριτοςwithout partiality
0088
ἀδιάλειπτοςwithout ceasing
0089
ἀδιαλείπτωςwithout ceasing
0090
ἀδιαφθορίαuncorruptness
0091
ἀδικέωhurt
0092
ἀδίκημαevil doing
0093
ἀδικίαiniquity
0094
ἄδικοςunjust
0095
ἀδίκωςwrongfully
0096
ἀδόκιμοςcastaway
0097
ἄδολοςsincere
0098
Ἀδραμυττηνόςof Adramyttium
0099
ἈδρίαςAdria
0100
ἁδρότηςabundance
0101
ἀδυνατέωbe impossible
0102
ἀδύνατοςcould not do
0103
ᾄδωsing
0104
ἀείalways
0105
ἀετόςeagle
0106
ἄζυμοςunleavened
0107
ἈζώρAzorigin
0108
ἌζωτοςAzotus
0109
ἀήρair
0110
ἀθανασίαimmortality
0111
ἀθέμιτοςabominable
0112
ἄθεοςwithout God
0113
ἄθεσμοςwicked
0114
ἀθετέωcast off
0115
ἀθέτησιςdisannulling
0116
ἈθῆναιAthens
0117
ἈθηναῖοςAthenian
0118
ἀθλέωstrive
0119
ἄθλησιςfight
0120
ἀθυμέωbe dismayed
0121
ἄθωοςinnocent
0122
αἴγειοςgoat
0123
αἰγιαλόςshore
0124
ΑἰγύπτιοςEgyptian
0125
ΑἴγυπτοςEgypt
0126
ἀΐδιοςeternal
0127
αἰδώςreverence
0128
ΑἰθίοψEthiopian
0129
αἷμαblood
0130
αἱματεκχυσίαshedding of blood
0131
αἱμοῤῥέωdiseased with an issue of blood
0132
ΑἰνέαςÆneas
0133
αἴνεσιςpraise
0134
αἰνέωpraise
0135
αἴνιγμαdarkly
0136
αἶνοςpraise
0137
ΑἰνώνÆnon
0138
αἱρέομαιchoose
0139
αἵρεσιςheresy
0140
αἱρετίζωchoose
0141
αἱρετικόςheretic
0142
αἴρωaway with
0143
αἰσθάνομαιperceive
0144
αἴσθησιςjudgment
0145
αἰσθητήριονsenses
0146
αἰσχροκερδήςgiven to filthy lucre
0147
αἰσχροκερδῶςfor filthy lucre's sake
0148
αἰσχρολογίαfilthy communication
0149
αἰσχρόνshame
0150
αἰσχρόςfilthy
0151
αἰσχρότηςfilthiness
0152
αἰσχύνηdishonesty
0153
αἰσχύνομαιbe ashamed
0154
αἰτέωask
0155
αἴτημαpetition
0156
αἰτίαaccusation
0157
αἰτίαμαcomplaint
0158
αἴτιονcause
0159
αἴτιοςauthor
0160
αἰφνίδιοςsudden
0161
αἰχμαλωσίαcaptivity
0162
αἰχμαλωτεύωlead captive
0163
αἰχμαλωτίζωlead away captive
0164
αἰχμάλωτοςcaptive
0165
αἰώνage
0166
αἰώνιοςeternal
0167
ἀκαθαρσίαuncleanness
0168
ἀκαθάρτηςfilthiness
0169
ἀκάθαρτοςfoul
0170
ἀκαιρέομαιlack opportunity
0171
ἀκαίρωςout of season
0172
ἄκακοςharmless
0173
ἄκανθαthorn
0174
ἀκάνθινοςof thorns
0175
ἄκαρποςwithout fruit
0176
ἀκατάγνωστοςthat cannot be condemned
0177
ἀκατακάλυπτοςuncovered
0178
ἀκατάκριτοςuncondemned
0179
ἀκατάλυτοςendless
0180
ἀκατάπαυστοςthat cannot cease
0181
ἀκαταστασίαcommotion
0182
ἀκατάστατοςunstable
0183
ἀκατάσχετοςunruly
0184
ἈκελδαμάAceldama
0185
ἀκέραιοςharmless
0186
ἀκλινήςwithout wavering
0187
ἀκμάζωbe fully ripe
0188
ἀκμήνyet
0189
ἀκοήaudience
0190
ἀκολουθέωfollow
0191
ἀκούωgive audience
0192
ἀκρασίαexcess
0193
ἀκρατήςincontinent
0194
ἄκρατοςwithout mixture
0195
ἀκρίβειαperfect manner
0196
ἀκριβέστατοςmost straitest
0197
ἀκριβέστερονmore perfect
0198
ἀκριβόωenquire diligently
0199
ἀκριβῶςcircumspectly
0200
ἀκρίςlocust
0201
ἀκροατήριονplace of hearing
0202
ἀκροατήςhearer
0203
ἀκροβυστίαnot circumcised
0204
ἀκρογωνιαῖοςchief corner
0205
ἀκροθίνιονspoils
0206
ἄκρονone end… other
0207
ἈκύλαςAquila
0208
ἀκυρόωdisannul
0209
ἀκωλύτωςno man forbidding him
0210
ἄκωνagainst the will
0211
ἀλάβαστρονbox
0212
ἀλαζονείαboasting
0213
ἀλαζώνboaster
0214
ἀλαλάζωtinkle
0215
ἀλάλητοςunutterable
0216
ἄλαλοςdumb
0217
ἅλαςsalt
0218
ἀλείφωanoint
0219
ἀλεκτοροφωνίαcockcrowing
0220
ἀλέκτωρcock
0221
Ἀλεξανδρεύςof Alexandria
0222
Ἀλεξανδρῖνοςof Alexandria
0223
ἈλέξανδροςAlexander
0224
ἄλευρονmeal
0225
ἀλήθειαtrue
0226
ἀληθεύωspeak the truth
0227
ἀληθήςtrue
0228
ἀληθινόςtrue
0229
ἀλήθωgrind
0230
ἀληθῶςindeed
0231
ἁλιεύςfisher
0232
ἁλιεύωgo a-fishing
0233
ἁλίζωsalt
0234
ἀλίσγεμαpollution
0235
ἀλλάand
0236
ἀλλάσσωchange
0237
ἀλλαχόθενsome other way
0238
ἀλληγορέωbe an allegory
0239
ἀλληλουϊαalleluiah
0240
ἀλλήλωνeach other
0241
ἀλλογενήςstranger
0242
ἅλλομαιleap
0243
ἄλλοςmore
0244
ἀλλοτριεπίσκοποςbusybody in other men's matters
0245
ἀλλότριοςalien
0246
ἀλλόφυλοςone of another nation
0247
ἄλλωςotherwise
0248
ἀλοάωthresh
0249
ἄλογοςbrute
0250
ἀλόηaloes
0251
ἅλςsalt
0252
ἁλυκόςsalt
0253
ἀλυπότεροςless sorrowful
0254
ἅλυσιςbonds
0255
ἀλυσιτελήςunprofitable
0256
ἈλφαῖοςAlpheus
0257
ἅλωνfloor
0258
ἀλώπηξfox
0259
ἅλωσιςcapture
0260
ἅμαalso
0261
ἀμαθήςunlearned
0262
ἀμαράντινοςthat fadeth not away
0263
ἀμάραντοςthat fadeth not away
0264
ἁμαρτάνωfor your faults
0265
ἁμάρτημαsin
0266
ἁμαρτίαoffence
0267
ἀμάρτυροςwithout witness
0268
ἁμαρτωλόςsinful
0269
ἄμαχοςnot a brawler
0270
ἀμάωreap down
0271
ἀμέθυστοςamethyst
0272
ἀμελέωmake light of
0273
ἄμεμπτοςblameless
0274
ἀμέμπτωςblameless
0275
ἀμέριμνοςwithout care
0276
ἀμετάθετοςimmutable
0277
ἀμετακίνητοςunmovable
0278
ἀμεταμέλητοςwithout repentance
0279
ἀμετανόητοςimpenitent
0280
ἄμετροςwithout measure
0281
ἀμήνamen
0282
ἀμήτωρwithout mother
0283
ἀμίαντοςundefiled
0284
ἈμιναδάβAminadab
0285
ἄμμοςsand
0286
ἀμνόςlamb
0287
ἀμοιβήrequite
0288
ἄμπελοςvine
0289
ἀμπελουργόςvine-dresser
0290
ἀμπελώνvineyard
0291
ἈμπλίαςAmplias
0292
ἀμύνομαιdefend
0293
ἀμφίβληστρονnet
0294
ἀμφιέννυμιclothe
0295
ἈμφίπολιςAmphipolis
0296
ἄμφοδονwhere two ways meet
0297
ἀμφότεροςboth
0298
ἀμώμητοςblameless
0299
ἄμωμοςwithout blame
0300
ἈμώνAmon
0301
ἈμώςAmos
0302
ἄνwhatsoever
0303
ἀνάand
0304
ἀναβαθμόςstairs
0305
ἀναβαίνωarise
0306
ἀναβάλλομαιdefer
0307
ἀναβιβάζωdraw
0308
ἀναβλέπωlook
0309
ἀνάβλεψιςrecovery of sight
0310
ἀναβοάωcry
0311
ἀναβολήdelay
0312
ἀναγγέλλωdeclare
0313
ἀναγεννάωbeget
0314
ἀναγινώσκωread
0315
ἀναγκάζωcompel
0316
ἀναγκαῖοςnear
0317
ἀναγκαστῶςby constraint
0318
ἀνάγκηdistress
0319
ἀναγνωρίζομαιbe made known
0320
ἀνάγνωσιςreading
0321
ἀνάγωbring
0322
ἀναδείκνυμιappoint
0323
ἀνάδειξιςshewing
0324
ἀναδέχομαιreceive
0325
ἀναδίδωμιdeliver
0326
ἀναζάωlive again
0327
ἀναζητέωseek
0328
ἀναζώννυμιgird up
0329
ἀναζωπυρέωstir up
0330
ἀναθάλλωflourish again
0331
ἀνάθεμαaccused
0332
ἀναθεματίζωcurse
0333
ἀναθεωρέωbehold
0334
ἀνάθημαgift
0335
ἀναίδειαimportunity
0336
ἀναίρεσιςdeath
0337
ἀναιρέωput to death
0338
ἀναίτιοςblameless
0339
ἀνακαθίζωsit up
0340
ἀνακαινίζωrenew
0341
ἀνακαινόωrenew
0342
ἀνακαίνωσιςrenewing
0343
ἀνακαλύπτωopen
0344
ἀνακάμπτωturn
0345
ἀνακεῖμαιguest
0346
ἀνακεφαλαίομαιbriefly comprehend
0347
ἀνακλίνωlay
0348
ἀνακόπτωhinder
0349
ἀνακράζωcry out
0350
ἀνακρίνωask
0351
ἀνάκρισιςexamination
0352
ἀνακύπτωlift up
0353
ἀναλαμβάνωreceive up
0354
ἀνάληψιςtaking up
0355
ἀναλίσκωconsume
0356
ἀναλογίαproportion
0357
ἀναλογίζομαιconsider
0358
ἄναλοςlose saltness
0359
ἀνάλυσιςdeparture
0360
ἀναλύωdepart
0361
ἀναμάρτητοςthat is without sin
0362
ἀναμένωwait for
0363
ἀναμιμνήσκωcall to mind
0364
ἀνάμνησιςremembrance
0365
ἀνανεόωrenew
0366
ἀνανήφωrecover self
0367
ἈνανίαςAnanias
0368
ἀναντίῤῥητοςcannot be spoken against
0369
ἀναντιῤῥήτωςwithout gainsaying
0370
ἀνάξιοςunworthy
0371
ἀναξίωςunworthily
0372
ἀνάπαυσιςrest
0373
ἀναπαύωtake ease
0374
ἀναπείθωpersuade
0375
ἀναπέμπωsend
0376
ἀνάπηροςmaimed
0377
ἀναπίπτωlean
0378
ἀναπληρόωfill up
0379
ἀναπολόγητοςwithout an excuse
0380
ἀναπτύσσωopen
0381
ἀνάπτωkindle
0382
ἀναρίθμητοςinnumerable
0383
ἀνασείωmove
0384
ἀνασκευάζωsubvert
0385
ἀνασπάωdraw up
0386
ἀνάστασιςraised to life again
0387
ἀναστατόωtrouble
0388
ἀνασταυρόωcrucify afresh
0389
ἀναστενάζωsigh deeply
0390
ἀναστρέφωabide
0391
ἀναστροφήconversation
0392
ἀνατάσσομαιset in order
0393
ἀνατέλλωrise
0394
ἀνατίθεμαιcommunicate
0395
ἀνατολήdayspring
0396
ἀνατρέπωoverthrow
0397
ἀνατρέφωbring up
0398
ἀναφαίνωappear
0399
ἀναφέρωbear
0400
ἀναφωνέωspeak out
0401
ἀνάχυσιςexcess
0402
ἀναχωρέωdepart
0403
ἀνάψυξιςrevival
0404
ἀναψύχωrefresh
0405
ἀνδραποδιστήςmenstealer
0406
ἈνδρέαςAndrew
0407
ἀνδρίζομαιquit like men
0408
ἈνδρόνικοςAdronicus
0409
ἀνδροφόνοςmanslayer
0410
ἀνέγκλητοςblameless
0411
ἀνεκδιήγητοςunspeakable
0412
ἀνεκλάλητοςunspeakable
0413
ἀνέκλειπτοςthat faileth not
0414
ἀνεκτότεροςmore tolerable
0415
ἀνελεήμωνunmerciful
0416
ἀνεμίζωdrive with the wind
0417
ἄνεμοςwind
0418
ἀνένδεκτοςimpossible
0419
ἀνεξερεύνητοςunsearchable
0420
ἀνεξίκακοςpatient
0421
ἀνεξιχνίαστοςpast finding out; unsearchable
0422
ἀνεπαίσχυντοςnot ashamed
0423
ἀνεπίληπτοςblameless
0424
ἀνέρχομαιgo up
0425
ἄνεσιςeased
0426
ἀνετάζωexamined
0427
ἄνευwithout
0428
ἀνεύθετοςnot commodious
0429
ἀνευρίσκωfind
0430
ἀνέχομαιbear with
0431
ἀνεψιόςsister's son
0432
ἄνηθονanise
0433
ἀνήκωconvenient
0434
ἀνήμεροςfierce
0435
ἀνήρfellow
0436
ἀνθίστημιresist
0437
ἀνθομολογέομαιgive thanks
0438
ἄνθοςflower
0439
ἀνθρακιάfire of coals
0440
ἄνθραξcoal of fire
0441
ἀνθρωπάρεσκοςmen-pleaser
0442
ἀνθρώπινοςhuman
0443
ἀνθρωποκτόνοςmurderer
0444
ἄνθρωποςcertain
0445
ἀνθυπατεύωbe the deputy
0446
ἀνθύπατοςdeputy
0447
ἀνίημιforbear
0448
ἀνίλεωςwithout mercy
0449
ἄνιπτοςunwashen
0450
ἀνίστημιarise
0451
ἌνναAnna
0452
ἌνναςAnnas
0453
ἀνόητοςfool
0454
ἄνοιαfolly
0455
ἀνοίγωopen
0456
ἀνοικοδομέωbuild again
0457
ἄνοιξιςopen
0458
ἀνομίαiniquity
0459
ἄνομοςwithout law
0460
ἀνόμωςwithout law
0461
ἀνορθόωlift up
0462
ἀνόσιοςunholy
0463
ἀνοχήforbearance
0464
ἀνταγωνίζομαιstrive against
0465
ἀντάλλαγμαin exchange
0466
ἀνταναπληρόωfill up
0467
ἀνταποδίδωμιrecompense
0468
ἀνταπόδομαrecompense
0469
ἀνταπόδοσιςreward
0470
ἀνταποκρίνομαιanswer again
0471
ἀντέπωgainsay
0472
ἀντέχομαιhold fast
0473
ἀντίfor
0474
ἀντιβάλλωhave
0475
ἀντιδιατίθεμαιthat oppose themselves
0476
ἀντίδικοςadversary
0477
ἀντίθεσιςopposition
0478
ἀντικαθίστημιresist
0479
ἀντικαλέωbid again
0480
ἀντίκειμαιadversary
0481
ἀντικρύover against
0482
ἀντιλαμβάνομαιhelp
0483
ἀντιλέγωanswer again
0484
ἀντίληψιςhelp
0485
ἀντιλογίαcontradiction
0486
ἀντιλοιδορέωrevile again
0487
ἀντίλυτρονransom
0488
ἀντιμετρέωmeasure again
0489
ἀντιμισθίαrecompense
0490
ἈντιόχειαAntioch
0491
Ἀντιοχεύςof Antioch
0492
ἀντιπαρέρχομαιpass by on the other side
0493
ἈντίπαςAntipas
0494
ἈντιπατρίςAntipatris
0495
ἀντιπέρανover against
0496
ἀντιπίπτωresist
0497
ἀντιστρατεύομαιwar against
0498
ἀντιτάσσομαιoppose themselves
0499
ἀντίτυπονfigure
0500
ἀντίχριστοςantichrist
0501
ἀντλέωdraw
0502
ἄντλημαthing to draw with
0503
ἀντοφθαλμέωbear up into
0504
ἄνυδροςdry
0505
ἀνυπόκριτοςwithout dissimulation
0506
ἀνυπότακτοςdisobedient
0507
ἄνωabove
0508
ἀνώγεονupper room
0509
ἄνωθενfrom above
0510
ἀνωτερικόςupper
0511
ἀνώτεροςabove
0512
ἀνωφελήςunprofitable
0513
ἀξίνηaxe
0514
ἄξιοςdue reward
0515
ἀξιόωdesire
0516
ἀξίωςas becometh
0517
ἀόρατοςinvisible
0518
ἀπαγγέλλωbring word
0519
ἀπάγχομαιhang himself
0520
ἀπάγωbring
0521
ἀπαίδευτοςunlearned
0522
ἀπαίρωtake
0523
ἀπαιτέωask again
0524
ἀπαλγέωbe past feeling
0525
ἀπαλλάσσωdeliver
0526
ἀπαλλοτριόωalienate
0527
ἀπαλόςtender
0528
ἀπαντάωmeet
0529
ἀπάντησιςmeet
0530
ἅπαξonce
0531
ἀπαράβατοςunchangeable
0532
ἀπαρασκεύαστοςunprepared
0533
ἀπαρνέομαιdeny
0534
ἀπάρτιfrom henceforth
0535
ἀπαρτισμόςfinishing
0536
ἀπαρχήfirst-fruits
0537
ἅπαςall
0538
ἀπατάωdeceive
0539
ἀπάτηdeceit
0540
ἀπάτωρwithout father
0541
ἀπαύγασμαbrightness
0542
ἀπείδωsee
0543
ἀπείθειαdisobedience
0544
ἀπειθέωnot believe
0545
ἀπειθήςdisobedient
0546
ἀπειλέωthreaten
0547
ἀπειλήstraitly
0548
ἄπειμιbe absent
0549
ἄπειμιgo
0550
ἀπειπόμηνrenounce
0551
ἀπείραστοςnot to be tempted
0552
ἄπειροςunskilful
0553
ἀπεκδέχομαιlook for
0554
ἀπεκδύομαιput off
0555
ἀπέκδυσιςputting off
0556
ἀπελαύνωdrive
0557
ἀπελεγμόςnought
0558
ἀπελεύθεροςfreeman
0559
ἈπελλῆςApelles
0560
ἀπελπίζωhope for again
0561
ἀπέναντιbefore
0562
ἀπέραντοςendless
0563
ἀπερισπάστωςwithout distraction
0564
ἀπερίτμητοςuncircumcised
0565
ἀπέρχομαιcome
0566
ἀπέχειit is enough
0567
ἀπέχομαιabstain
0568
ἀπέχωbe
0569
ἀπιστέωbelieve not
0570
ἀπιστίαunbelief
0571
ἄπιστοςthat believeth not
0572
ἁπλότηςbountifulness
0573
ἁπλοῦςsingle
0574
ἁπλῶςliberally
0575
ἀπόafter
0576
ἀποβαίνωbecome
0577
ἀποβάλλωcast away
0578
ἀποβλέπωhave respect
0579
ἀπόβλητοςbe refused
0580
ἀποβολήcasting away
0581
ἀπογενόμενοςbeing dead
0582
ἀπογραφήtaxing
0583
ἀπογράφωtax
0584
ἀποδείκνυμιprove
0585
ἀπόδειξιςdemonstration
0586
ἀποδεκατόωtithe
0587
ἀπόδεκτοςacceptable
0588
ἀποδέχομαιaccept
0589
ἀποδημέωgo into a far country
0590
ἀπόδημοςtaking a far journey
0591
ἀποδίδωμιdeliver
0592
ἀποδιορίζωseparate
0593
ἀποδοκιμάζωdisallow
0594
ἀποδοχήacceptation
0595
ἀπόθεσιςputting away
0596
ἀποθήκηbarn
0597
ἀποθησαυρίζωlay up in store
0598
ἀποθλίβωpress
0599
ἀποθνήσκωbe dead
0600
ἀποκαθίστημιrestore
0601
ἀποκαλύπτωreveal
0602
ἀποκάλυψιςappearing
0603
ἀποκαραδοκίαearnest expectation
0604
ἀποκαταλλάσσωreconcile
0605
ἀποκατάστασιςrestitution
0606
ἀπόκειμαιbe appointed
0607
ἀποκεφαλίζωbehead
0608
ἀποκλείωshut up
0609
ἀποκόπτωcut off
0610
ἀπόκριμαsentence
0611
ἀποκρίνομαιanswer
0612
ἀπόκρισιςanswer
0613
ἀποκρύπτωhide
0614
ἀπόκρυφοςhid
0615
ἀποκτείνωput to death
0616
ἀποκυέωbeget
0617
ἀποκυλίωroll away
0618
ἀπολαμβάνωreceive
0619
ἀπόλαυσιςenjoy
0620
ἀπολείπωleave
0621
ἀπολείχωlick
0622
ἀπόλλυμιdestroy
0623
ἈπολλύωνApollyon
0624
ἈπολλωνίαApollonia
0625
ἈπολλῶςApollos
0626
ἀπολογέομαιanswer
0627
ἀπολογίαanswer
0628
ἀπολούωwash
0629
ἀπολύτρωσιςdeliverance
0630
ἀπολύωdepart
0631
ἀπομάσσομαιwipe off
0632
ἀπονέμωgive
0633
ἀπονίπτωwash
0634
ἀποπίπτωfall
0635
ἀποπλανάωerr
0636
ἀποπλέωsail away
0637
ἀποπλύνωwash
0638
ἀποπνίγωchoke
0639
ἀπορέωdoubt
0640
ἀπορίαperplexity
0641
ἀποῤῥίπτωcast
0642
ἀπορφανίζωtake
0643
ἀποσκευάζωtake up… carriages
0644
ἀποσκίασμαshadow
0645
ἀποσπάωdraw
0646
ἀποστασίαfalling away
0647
ἀποστάσιονdivorcement
0648
ἀποστεγάζωuncover
0649
ἀποστέλλωput in
0650
ἀποστερέωdefraud
0651
ἀποστολήapostleship
0652
ἀπόστολοςapostle
0653
ἀποστοματίζωprovoke to speak
0654
ἀποστρέφωbring again
0655
ἀποστυγέωabhor
0656
ἀποσυνάγωγοςout of the synagogue
0657
ἀποτάσσομαιbid farewell
0658
ἀποτελέωfinish
0659
ἀποτίθημιcast off
0660
ἀποτινάσσωshake off
0661
ἀποτίνωrepay
0662
ἀποτολμάωbe very bold
0663
ἀποτομίαseverity
0664
ἀποτόμωςsharply
0665
ἀποτρέπωturn away
0666
ἀπουσίαabsence
0667
ἀποφέρωbring
0668
ἀποφεύγωescape
0669
ἀποφθέγγομαιsay
0670
ἀποφορτίζομαιunlade
0671
ἀπόχρησιςusing
0672
ἀποχωρέωdepart
0673
ἀποχωρίζωdepart
0674
ἀποψύχωhearts failing
0675
ἌππιοςAppii
0676
ἀπρόσιτοςwhich no man can approach
0677
ἀπρόσκοποςnone
0678
ἀπροσωπολήπτωςwithout respect of persons
0679
ἄπταιστοςfrom falling
0680
ἅπτομαιtouch
0681
ἅπτωkindle
0682
ἈπφίαApphia
0683
ἀπωθέομαιcast away
0684
ἀπώλειαdamnable
0685
ἀράcurse
0686
ἄραhaply
0687
ἆραtherefore
0688
ἈραβίαArabia
0689
ἈράμAram
0690
ἌραψArabian
0691
ἀργέωlinger
0692
ἀργόςbarren
0693
ἀργύρεοςsilver
0694
ἀργύριονmoney
0695
ἀργυροκόποςsilversmith
0696
ἄργυροςsilver
0697
Ἄρειος ΠάγοςAreopagus
0698
ἈρεοπαγίτηςAreopagite
0699
ἀρεσκείαpleasing
0700
ἀρέσκωplease
0701
ἀρεστόςplease
0702
ἈρέταςAretas
0703
ἀρέτηpraise
0704
ἀρήνlamb
0705
ἀριθμέωnumber
0706
ἀριθμόςnumber
0707
ἈριμαθαίαArimathæa
0708
ἈρίσταρχοςAristarchus
0709
ἀριστάωdine
0710
ἀριστερόςleft
0711
ἈριστόβουλοςAristobulus
0712
ἄριστονdinner
0713
ἀρκετόςenough
0714
ἀρκέωbe content
0715
ἄρκτοςbear
0716
ἅρμαchariot
0717
ἈρμαγεδδώνArmageddon
0718
ἁρμόζωespouse
0719
ἁρμόςjoint
0720
ἀρνέομαιdeny
0721
ἀρνίονlamb
0722
ἀροτριόωplough
0723
ἄροτρονplough
0724
ἁρπαγήextortion
0725
ἁρπαγμόςrobbery
0726
ἁρπάζωcatch
0727
ἅρπαξextortion
0728
ἀῤῥαβώνearnest
0729
ἄῤῥαφοςwithout seam
0730
ἄῤῥηνmale
0731
ἄῤῥητοςunspeakable
0732
ἄῤῥωστοςsick
0733
ἀρσενοκοίτηςabuser of self with mankind
0734
ἈρτεμάςArtemas
0735
ἌρτεμιςDiana
0736
ἀρτέμωνmainsail
0737
ἄρτιthis day
0738
ἀρτιγέννητοςnew born
0739
ἄρτιοςperfect
0740
ἄρτοςbread
0741
ἀρτύωseason
0742
ἈρφαξάδArphaxad
0743
ἀρχάγγελοςarchangel
0744
ἀρχαῖοςold
0745
ἈρχέλαοςArchelaus
0746
ἀρχήbeginning
0747
ἀρχηγόςauthor
0748
ἀρχιερατικόςof the high-priest
0749
ἀρχιερεύςchief priest
0750
ἀρχιποίμηνchief shepherd
0751
ἌρχιπποςArchippus
0752
ἀρχισυνάγωγοςruler of the synagogue
0753
ἀρχιτέκτωνmasterbuilder
0754
ἀρχιτελώνηςchief among the publicans
0755
ἀρχιτρίκλινοςgovernor of the feast
0756
ἄρχομαιbegin
0757
ἄρχωreign over
0758
ἄρχωνchief
0759
ἄρωμαspice
0760
ἈσάAsa
0761
ἀσάλευτοςwhich cannot be moved
0762
ἄσβεστοςnot to be quenched
0763
ἀσέβειαungodly
0764
ἀσεβέωcommit ungodly
0765
ἀσεβήςungodly
0766
ἀσέλγειαfilthy
0767
ἄσημοςmean
0768
ἈσήρAser
0769
ἀσθένειαdisease
0770
ἀσθενέωbe diseased
0771
ἀσθένημαinfirmity
0772
ἀσθενήςmore feeble
0773
ἈσίαAsia
0774
Ἀσιανόςof Asia
0775
Ἀσιάρχηςchief of Asia
0776
ἀσιτίαabstinence
0777
ἄσιτοςfasting
0778
ἀσκέωexercise
0779
ἀσκόςbottle
0780
ἀσμένωςgladly
0781
ἄσοφοςfool
0782
ἀσπάζομαιembrace
0783
ἀσπασμόςgreeting
0784
ἄσπιλοςwithout spot
0785
ἀσπίςasp
0786
ἄσπονδοςimplacable
0787
ἀσσάριονfarthing
0788
ἆσσονclose
0789
ἌσσοςAssos
0790
ἀστατέωhave no certain dwelling-place
0791
ἀστεῖοςfair
0792
ἀστήρstar
0793
ἀστήρικτοςunstable
0794
ἄστοργοςwithout natural affection
0795
ἀστοχέωerr
0796
ἀστραπήlightning
0797
ἀστράπτωlighten
0798
ἄστρονstar
0799
ἈσύγκριτοςAsyncritos
0800
ἀσύμφωνοςagree not
0801
ἀσύνετοςfoolish
0802
ἀσύνθετοςcovenant-breaker
0803
ἀσφάλειαcertainty
0804
ἀσφαλήςcertain
0805
ἀσφαλίζωmake fast
0806
ἀσφαλῶςassuredly
0807
ἀσχημονέωbehave self uncomely
0808
ἀσχημοσύνηshame
0809
ἀσχήμωνuncomely
0810
ἀσωτίαexcess
0811
ἀσώτωςriotous
0812
ἀτακτέωbehave self disorderly
0813
ἄτακτοςunruly
0814
ἀτάκτωςdisorderly
0815
ἄτεκνοςchildless
0816
ἀτενίζωbehold earnestly
0817
ἄτερin the absence of
0818
ἀτιμάζωdespise
0819
ἀτιμίαdishonour
0820
ἄτιμοςdespised
0821
ἀτιμόωhandle shamefully
0822
ἀτμίςvapour
0823
ἄτομοςmoment
0824
ἄτοποςamiss
0825
ἈττάλειαAttalia
0826
αὐγάζωshine
0827
αὐγήbreak of day
0828
ΑὐγοῦστοςAugustus
0829
αὐθάδηςself-willed
0830
αὐθαίρετοςof own accord
0831
αὐθεντέωusurp authority over
0832
αὐλέωpipe
0833
αὐλήcourt
0834
αὐλητήςminstrel
0835
αὐλίζομαιabide
0836
αὐλόςpipe
0837
αὐξάνωgrow
0838
αὔξησιςincrease
0839
αὔριονmorrow
0840
αὐστηρόςaustere
0841
αὐτάρκειαcontentment
0842
αὐτάρκηςcontent
0843
αὐτοκατάκριτοςcondemned of self
0844
αὐτόματοςof own accord
0845
αὐτόπτηςeye-witness
0846
αὐτόςher
0847
αὐτοῦhere
0848
αὑτοῦher
0849
αὐτόχειρwith … own hands
0850
αὐχμηρόςdark
0851
ἀφαιρέωcut off
0852
ἀφανήςthat is not manifest
0853
ἀφανίζωcorrupt
0854
ἀφανισμόςvanish away
0855
ἄφαντοςvanished out of sight
0856
ἀφεδρώνdraught
0857
ἀφειδίαneglecting
0858
ἀφελότηςsingleness
0859
ἄφεσιςdeliverance
0860
ἁφήjoint
0861
ἀφθαρσίαimmortality
0862
ἄφθαρτοςnot corruptible
0863
ἀφίημιcry
0864
ἀφικνέομαιcome abroad
0865
ἀφιλάγαθοςdespiser of those that are good
0866
ἀφιλάργυροςwithout covetousness
0867
ἄφιξιςdeparting
0868
ἀφίστημιdepart
0869
ἄφνωsuddenly
0870
ἀφόβωςwithout fear
0871
ἀφομοιόωmake like
0872
ἀφοράωlook
0873
ἀφορίζωdivide
0874
ἀφορμήoccasion
0875
ἀφρίζωfoam
0876
ἀφρόςfoaming
0877
ἀφροσύνηfolly
0878
ἄφρωνfool
0879
ἀφυπνόωfall asleep
0880
ἄφωνοςdumb
0881
ἈχάζAchaz
0882
ἈχαΐαAchaia
0883
ἈχαϊκόςAchaicus
0884
ἀχάριστοςunthankful
0885
ἈχείμAchim
0886
ἀχειροποίητοςmade without hands
0887
ἀχλύςmist
0888
ἀχρεῖοςunprofitable
0889
ἀχρειόωbecome unprofitable
0890
ἄχρηστοςunprofitable
0891
ἄχριas far as
0892
ἄχυρονchaff
0893
ἀψευδήςthat cannot lie
0894
ἄψινθοςwormwood
0895
ἄψυχοςwithout life
0896
ΒάαλBaal
0897
ΒαβυλώνBabylon
0898
βαθμόςdegree
0899
βάθοςdeep
0900
βαθύνωdeep
0901
βαθύςdeep
0902
βαΐονbranch
0903
ΒαλαάμBalaam
0904
ΒαλάκBalac
0905
βαλάντιονbag
0906
βάλλωarise
0907
βαπτίζωBaptist
0908
βάπτισμαbaptism
0909
βαπτισμόςbaptism
0910
ΒαπτιστήςBaptist
0911
βάπτωdip
0912
ΒαραββᾶςBarabbas
0913
ΒαράκBarak
0914
ΒαραχίαςBarachias
0915
βάρβαροςbarbarian
0916
βαρέωburden
0917
βαρέωςdull
0918
ΒαρθολομαῖοςBartholomeus
0919
ΒαριησοῦςBarjesus
0920
ΒαριωνᾶςBar-jona
0921
ΒαρνάβαςBarnabas
0922
βάροςburden
0923
ΒαρσαβᾶςBarsabas
0924
ΒαρτιμαῖοςBartimæus
0925
βαρύνωovercharge
0926
βαρύςgrievous
0927
βαρύτιμοςvery precious
0928
βασανίζωpain
0929
βασανισμόςtorment
0930
βασανιστήςtormentor
0931
βάσανοςtorment
0932
βασιλείαkingdom
0933
βασίλειονking's court
0934
βασίλειοςroyal
0935
βασιλεύςking
0936
βασιλεύωking
0937
βασιλικόςking's
0938
βασίλισσαqueen
0939
βάσιςfoot
0940
βασκαίνωbewitch
0941
βαστάζωbear
0942
βάτοςbramble
0943
βάτοςmeasure
0944
βάτραχοςfrog
0945
βαττολογέωuse vain repetitions
0946
βδέλυγμαabomination
0947
βδελυκτόςabominable
0948
βδελύσσωabhor
0949
βέβαιοςfirm
0950
βεβαιόωconfirm
0951
βεβαίωσιςconfirmation
0952
βέβηλοςprofane
0953
βεβηλόωprofane
0954
ΒεελζεβούλBeelzebub
0955
ΒελίαλBelial
0956
βέλοςdart
0957
βελτίονvery well
0958
ΒενιαμίνBenjamin
0959
ΒερνίκηBernice
0960
ΒέροιαBerea
0961
Βεροιαῖοςof Berea
0962
ΒηθαβαράBethabara
0963
ΒηθανίαBethany
0964
ΒηθεσδάBethesda
0965
ΒηθλεέμBethlehem
0966
ΒηθσαϊδάBethsaida
0967
ΒηθφαγήBethphage
0968
βῆμαjudgment-seat
0969
βήρυλλοςberyl
0970
βίαviolence
0971
βιάζωpress
0972
βίαιοςmighty
0973
βιαστήςviolent
0974
βιβλιαρίδιονlittle book
0975
βιβλίονbill
0976
βίβλοςbook
0977
βιβρώσκωeat
0978
ΒιθυνίαBithynia
0979
βίοςgood
0980
βιόωlive
0981
βίωσιςmanner of life
0982
βιωτικόςof this life
0983
βλαβερόςhurtful
0984
βλάπτωhurt
0985
βλαστάνωbring forth
0986
ΒλάστοςBlastus
0987
βλασφημέωblaspheme
0988
βλασφημίαblasphemy
0989
βλάσφημοςblasphemer
0990
βλέμμαseeing
0991
βλέπωbehold
0992
βλητέοςmust be put
0993
ΒοανεργέςBoanerges
0994
βοάωcry
0995
βοήcry
0996
βοήθειαhelp
0997
βοηθέωhelp
0998
βοηθόςhelper
0999
βόθυνοςditch
1000
βολήcast
1001
βολίζωsound
1002
βολίςdart
1003
ΒοόζBooz
1004
βόρβοροςmire
1005
βοῤῥᾶςnorth
1006
βόσκωfeed
1007
ΒοσόρBosor
1008
βοτάνηherb
1009
βότρυςcluster
1010
βουλευτήςcounsellor
1011
βουλεύωconsult
1012
βουλή+ advise
1013
βούλημαpurpose
1014
βούλομαιbe disposed
1015
βουνόςhill
1016
βοῦςox
1017
βραβεῖονprize
1018
βραβεύωrule
1019
βραδύνωbe slack
1020
βραδυπλοέωsail slowly
1021
βραδύςslow
1022
βραδύτηςslackness
1023
βραχίωνarm
1024
βραχύςfew words
1025
βρέφοςbabe
1026
βρέχωrain
1027
βροντήthunder
1028
βροχήrain
1029
βρόχοςsnare
1030
βρυγμόςgnashing
1031
βρύχωgnash
1032
βρύωsend forth
1033
βρῶμαmeat
1034
βρώσιμοςmeat
1035
βρῶσιςeating
1036
βυθίζωbegin to sink
1037
βυθόςdeep
1038
βυρσεύςtanner
1039
βύσσινοςfine linen
1040
βύσσοςfine linen
1041
βωμόςaltar
1042
γαββαθάGabbatha
1043
ΓαβριήλGabriel
1044
γάγγραιναcanker
1045
ΓάδGad
1046
ΓαδαρηνόςGadarene
1047
γάζαtreasure
1048
ΓάζαGaza
1049
γαζοφυλάκιονtreasury
1050
ΓάϊοςGaius
1051
γάλαmilk
1052
ΓαλάτηςGalatian
1053
ΓαλατίαGalatia
1054
Γαλατικόςof Galatia
1055
γαλήνηcalm
1056
ΓαλιλαίαGalilee
1057
ΓαλιλαῖοςGalilean
1058
ΓαλλίωνGallio
1059
ΓαμαλιήλGamaliel
1060
γαμέωmarry
1061
γαμίσκωgive in marriage
1062
γάμοςmarriage
1063
γάρand
1064
γαστήρbelly
1065
γέand besides
1066
ΓεδεώνGedeon
1067
γέενναhell
1068
ΓεθσημανῆGethsemane
1069
γείτωνneighbour
1070
γελάωlaugh
1071
γέλωςlaughter
1072
γεμίζωfill full
1073
γέμωbe full
1074
γενεάage
1075
γενεαλογέωcount by descent
1076
γενεαλογίαgenealogy
1077
γενέσιαbirthday
1078
γένεσιςgeneration
1079
γενετήbirth
1080
γεννάωbear
1081
γέννημαfruit
1082
ΓεννησαρέτGennesaret
1083
γέννησιςbirth
1084
γεννητόςthey that are born
1085
γένοςborn
1086
ΓεργεσηνόςGergesene
1087
γερουσίαsenate
1088
γέρωνold
1089
γεύομαιeat
1090
γεωργέωdress
1091
γεώργιονhusbandry
1092
γεωργόςhusbandman
1093
γῆcountry
1094
γῆραςold age
1095
γηράσκωbe old
1096
γίνομαιarise
1097
γινώσκωallow
1098
γλεῦκοςnew wine
1099
γλυκύςsweet
1100
γλῶσσαtongue
1101
γλωσσόκομονbag
1102
γναφεύςfuller
1103
γνήσιοςown
1104
γνησίωςnaturally
1105
γνόφοςblackness
1106
γνώμηadvice
1107
γνωρίζωcertify
1108
γνῶσιςknowledge
1109
γνώστηςexpert
1110
γνωστόςacquaintance
1111
γογγύζωmurmur
1112
γογγυσμόςgrudging
1113
γογγυστήςmurmurer
1114
γόηςseducer
1115
ΓολγοθᾶGolgotha
1116
ΓόμοῤῥαGomorrha
1117
γόμοςburden
1118
γονεύςparent
1119
γόνυknee
1120
γονυπετέωbow the knee
1121
γράμμαbill
1122
γραμματεύςscribe
1123
γραπτόςwritten
1124
γραφήscripture
1125
γράφωdescribe
1126
γραώδηςold wives'
1127
γρηγορεύωbe vigilant
1128
γυμνάζωexercise
1129
γυμνασίαexercise
1130
γυμνητεύωbe naked
1131
γυμνόςnaked
1132
γυμνότηςnakedness
1133
γυναικάριονsilly woman
1134
γυναικεῖοςwife
1135
γυνήwife
1136
ΓώγGog
1137
γωνίαcorner
1138
ΔαβίδDavid
1139
δαιμονίζομαιhave a devil
1140
δαιμόνιονdevil
1141
δαιμονιώδηςdevilish
1142
δαίμωνdevil
1143
δάκνωbite
1144
δάκρυtear
1145
δακρύωweep
1146
δακτύλιοςring
1147
δάκτυλοςfinger
1148
ΔαλμανουθάDalmanutha
1149
ΔαλματίαDalmatia
1150
δαμάζωtame
1151
δάμαλιςheifer
1152
ΔάμαριςDamaris
1153
ΔαμασκηνόςDamascene
1154
ΔαμασκόςDamascus
1155
δανείζωborrow
1156
δάνειονdebt
1157
δανειστήςcreditor
1158
ΔανιήλDaniel
1159
δαπανάωbe at charges
1160
δαπάνηcost
1161
δέalso
1162
δέησιςprayer
1163
δεῖbehoved
1164
δεῖγμαexample
1165
δειγματίζωmake a shew
1166
δεικνύωshew
1167
δειλίαfear
1168
δειλιάωbe afraid
1169
δειλόςfearful
1170
δεῖναsuch a man
1171
δεινῶςgrievously
1172
δειπνέωsup
1173
δεῖπνονfeast
1174
δεισιδαιμονέστεροςtoo superstitious
1175
δεισιδαιμονίαsuperstition
1176
δέκαeen
1177
δεκαδύοtwelve
1178
δεκαπέντεfifteen
1179
ΔεκάπολιςDecapolis
1180
δεκατέσσαρεςfourteen
1181
δεκάτηtenth
1182
δέκατοςtenth
1183
δεκατόωpay tithes
1184
δεκτόςaccepted
1185
δελεάζωallure
1186
δένδρονtree
1187
δεξιολάβοςspearman
1188
δεξιόςright
1189
δέομαιbeseech
1190
Δερβαῖοςof Derbe
1191
ΔέρβηDerbe
1192
δέρμαskin
1193
δερμάτινοςleathern
1194
δέρωbeat
1195
δεσμεύωbind
1196
δεσμέωbind
1197
δέσμηbundle
1198
δέσμιοςin bonds
1199
δεσμόνband
1200
δεσμοφύλαξjailor
1201
δεσμωτήριονprison
1202
δεσμώτηςprisoner
1203
δεσπότηςLord
1204
δεῦροcome
1205
δεῦτεcome
1206
δευτεραῖοςnext day
1207
δευτερόπρωτοςsecond … after the first
1208
δεύτεροςafterward
1209
δέχομαιaccept
1210
δέωbind
1211
δήalso
1212
δῆλος+ bewray
1213
δηλόωdeclare
1214
ΔημᾶςDemas
1215
δημηγορέωmake an oration
1216
ΔημήτριοςDemetrius
1217
δημιουργόςmaker
1218
δῆμοςpeople
1219
δημόσιοςcommon
1220
δηνάριονpence
1221
δήποτεsoever
1222
δήπουverily
1223
διάafter
1224
διαβαίνωcome over
1225
διαβάλλωaccuse
1226
διαβεβαιόομαιaffirm constantly
1227
διαβλέπωsee clearly
1228
διάβολοςfalse accuser
1229
διαγγέλλωdeclare
1230
διαγίνομαιafter
1231
διαγινώσκωenquire
1232
διαγνωρίζωmake known
1233
διάγνωσιςhearing
1234
διαγογγύζωmurmur
1235
διαγρηγορέωbe awake
1236
διάγωlead life
1237
διαδέχομαιcome after
1238
διάδημαcrown
1239
διαδίδωμιdistribute
1240
διάδοχοςroom
1241
διαζώννυμιgird
1242
διαθήκηcovenant
1243
διαίρεσιςdifference
1244
διαιρέωdivide
1245
διακαθαρίζωthoroughly purge
1246
διακατελέγχομαιconvince
1247
διακονέωminister
1248
διακονίαminister
1249
διάκονοςdeacon
1250
διακόσιοιtwo hundred
1251
διακούομαιhear
1252
διακρίνωcontend
1253
διάκρισιςdiscern
1254
διακωλύωforbid
1255
διαλαλέωcommune
1256
διαλέγομαιdispute
1257
διαλείπωcease
1258
διάλεκτοςlanguage
1259
διαλλάσσωreconcile
1260
διαλογίζομαιcast in mind
1261
διαλογισμόςdispute
1262
διαλύωscatter
1263
διαμαρτύρομαιcharge
1264
διαμάχομαιstrive
1265
διαμένωcontinue
1266
διαμερίζωcloven
1267
διαμερισμόςdivision
1268
διανέμωspread
1269
διανεύωbeckon
1270
διανόημαthought
1271
διάνοιαimagination
1272
διανοίγωopen
1273
διανυκτερεύωcontinue all night
1274
διανύωfinish
1275
διαπαντόςalway
1276
διαπεράωgo over
1277
διαπλέωsail over
1278
διαπονέωbe grieved
1279
διαπορεύομαιgo through
1280
διαπορέωdoubt
1281
διαπραγματεύομαιgain by trading
1282
διαπρίωcut
1283
διαρπάζωspoil
1284
διαῤῥήσσωbreak
1285
διασαφέωtell unto
1286
διασείωdo violence to
1287
διασκορπίζωdisperse
1288
διασπάωpluck asunder
1289
διασπείρωscatter abroad
1290
διασποράscattered
1291
διαστέλλομαιcharge
1292
διάστημαspace
1293
διαστολήdifference
1294
διαστρέφωperverse
1295
διασώζωbring safe
1296
διαταγήinstrumentality
1297
διάταγμαcommandment
1298
διαταράσσωtrouble
1299
διατάσσωappoint
1300
διατελέωcontinue
1301
διατηρέωkeep
1302
διατίwherefore
1303
διατίθεμαιappoint
1304
διατρίβωabide
1305
διατροφήfood
1306
διαυγάζωdawn
1307
διαφανήςtransparent
1308
διαφέρωbe better
1309
διαφεύγωescape
1310
διαφημίζωblaze abroad
1311
διαφθείρωcorrupt
1312
διαφθοράcorruption
1313
διάφοροςdiffering
1314
διαφυλάσσωkeep
1315
διαχειρίζομαιkill
1316
διαχωρίζομαιdepart
1317
διδακτικόςapt to teach
1318
διδακτόςtaught
1319
διδασκαλίαdoctrine
1320
διδάσκαλοςdoctor
1321
διδάσκωteach
1322
διδαχήdoctrine
1323
δίδραχμονtribute
1324
ΔίδυμοςDidymus
1325
δίδωμιadventure
1326
διεγείρωarise
1327
διέξοδοςhighway
1328
διερμηνευτήςinterpreter
1329
διερμηνεύωexpound
1330
διέρχομαιcome
1331
διερωτάωmake enquiry for
1332
διετήςtwo years old
1333
διετίαtwo years
1334
διηγέομαιdeclare
1335
διήγεσιςdeclaration
1336
διηνεκής+ continually
1337
διθάλασσοςwhere two seas meet
1338
διϊκνέομαιpierce
1339
διΐστημιgo further
1340
διϊσχυρίζομαιconfidently affirm
1341
δικαιοκρισίαrighteous judgment
1342
δίκαιοςjust
1343
δικαιοσύνηrighteousness
1344
δικαιόωfree
1345
δικαίωμαjudgment
1346
δικαίωςjustly
1347
δικαίωσιςjustification
1348
δικαστήςjudge
1349
δίκηjudgment
1350
δίκτυονnet
1351
δίλογοςdouble-tongued
1352
διόfor which cause
1353
διοδεύωgo throughout
1354
ΔιονύσιοςDionysius
1355
διόπερwherefore
1356
διοπετήςwhich fell down from Jupiter
1357
διόρθωσιςreformation
1358
διορύσσωbreak through
1359
ΔιόσκουροιCastor and Pollux
1360
διότιbecause
1361
ΔιοτρεφήςDiotrephes
1362
διπλοῦςdouble
1363
διπλόωdouble
1364
δίςagain
1365
διστάζωdoubt
1366
δίστομοςwith two edges
1367
δισχίλιοιtwo thousand
1368
διϋλίζωstrain at
1369
διχάζωset at variance
1370
διχοστασίαdivision
1371
διχοτομέωcut asunder
1372
διψάωthirst
1373
δίψοςthirst
1374
δίψυχοςdouble minded
1375
διωγμόςpersecution
1376
διώκτηςpersecutor
1377
διώκωensue
1378
δόγμαdecree
1379
δογματίζωbe subject to ordinances
1380
δοκέωbe accounted
1381
δοκιμάζωallow
1382
δοκιμήexperience
1383
δοκίμιονtrial
1384
δόκιμοςapproved
1385
δοκόςbeam
1386
δόλιοςdeceitful
1387
δολιόωuse deceit
1388
δόλοςcraft
1389
δολόωhandle deceitfully
1390
δόμαgift
1391
δόξαdignity
1392
δοξάζωglorify
1393
ΔορκάςDorcas
1394
δόσιςgift
1395
δότηςgiver
1396
δουλαγωγέωbring into subjection
1397
δουλείαbondage
1398
δουλεύωbe in bondage
1399
δούληhandmaid
1400
δοῦλονservant
1401
δοῦλοςbond
1402
δουλόωbring into bondage
1403
δοχήfeast
1404
δράκωνdragon
1405
δράσσομαιtake
1406
δραχμήpiece
1407
δρέπανονsickle
1408
δρόμοςcourse
1409
ΔρούσιλλαDrusilla
1410
δύναμαιbe able
1411
δύναμιςability
1412
δυναμόωstrengthen
1413
δυνάστηςof great authority
1414
δυνατέωbe mighty
1415
δυνατόςable
1416
δύνωset
1417
δύοboth
1418
δυσ-+ hard
1419
δυσβάστακτοςgrievous to be borne
1420
δυσεντερίαbloody flux
1421
δυσερμήνευτοςhard to be uttered
1422
δύσκολοςhard
1423
δυσκόλωςhardly
1424
δυσμήwest
1425
δυσνόητοςhard to be understood
1426
δυσφημίαevil report
1427
δώδεκαtwelve
1428
δωδέκατοςtwelfth
1429
δωδεκάφυλονtwelve tribes
1430
δῶμαhousetop
1431
δωρεάgift
1432
δωρεάνwithout a cause
1433
δωρέομαιgive
1434
δώρημαgift
1435
δῶρονgift
1436
ἔαlet alone
1437
ἐάνbefore
1438
ἑαυτοῦalone
1439
ἐάωcommit
1440
ἑβδομήκονταseventy
1441
ἑβδομηκοντάκιςseventy times
1442
ἕβδομοςseventh
1443
ἘβέρEber
1444
ἙβραϊκόςHebrew
1445
ἙβραῖοςHebrew
1446
ἙβραΐςHebrew
1447
Ἑβραϊστίin Hebrew
1448
ἐγγίζωapproach
1449
ἐγγράφωwrite
1450
ἔγγυοςsurety
1451
ἐγγύςfrom
1452
ἐγγύτερονnearer
1453
ἐγείρωawake
1454
ἔγερσιςresurrection
1455
ἐγκάθετοςspy
1456
ἐγκαίνιαdedication
1457
ἐγκαινίζωconsecrate
1458
ἐγκαλέωaccuse
1459
ἐγκαταλείπωforsake
1460
ἐγκατοικέωdwell among
1461
ἐγκεντρίζωgraff in
1462
ἔγκλημαcrime laid against
1463
ἐγκομβόομαιbe clothed with
1464
ἐγκοπήhinder
1465
ἐγκόπτωhinder
1466
ἐγκράτειαtemperance
1467
ἐγκρατεύομαιcan contain
1468
ἐγκρατήςtemperate
1469
ἐγκρίνωmake of the number
1470
ἐγκρύπτωhid in
1471
ἔγκυοςgreat with child
1472
ἐγχρίωanoint
1473
ἐγώI
1474
ἐδαφίζωlay even with the ground
1475
ἔδαφοςground
1476
ἑδραῖοςsettled
1477
ἑδραίωμαground
1478
ἘζεκίαςEzekias
1479
ἐθελοθρησκείαwill worship
1480
ἐθίζωcustom
1481
ἐθνάρχηςethnarch
1482
ἐθνικόςheathen
1483
ἐθνικῶςafter the manner of Gentiles
1484
ἔθνοςGentile
1485
ἔθοςcustom
1486
ἔθωbe custom
1487
εἰforasmuch as
1488
εἶart
1489
εἴγεif
1490
εἰ δὲ μή(γε)else
1491
εἶδοςappearance
1492
εἴδωbe aware
1493
εἰδωλεῖονidol's temple
1494
εἰδωλόθυτονoffered to idols
1495
εἰδωλολατρείαidolatry
1496
εἰδωλολάτρηςidolater
1497
εἴδωλονidol
1498
εἴηνmean
1499
εἰ καίif
1500
εἰκῆwithout a cause
1501
εἴκοσιtwenty
1502
εἴκωgive place
1503
εἴκωbe like
1504
εἰκώνimage
1505
εἰλικρίνειαsincerity
1506
εἰλικρινήςpure
1507
εἱλίσσωroll together
1508
εἰ μήbut
1509
εἰ μή τιexcept
1510
εἰμίam
1511
εἶναιam
1512
εἴ περif so be
1513
εἴ πωςif by any means
1514
εἰρηνεύωbe at peace
1515
εἰρήνηone
1516
εἰρηνικόςpeaceable
1517
εἰρηνοποιέωmake peace
1518
εἰρηνοποιόςpeacemaker
1519
εἰςly
1520
εἷςone
1521
εἰσάγωbring in
1522
εἰσακούωhear
1523
εἰσδέχομαιreceive
1524
εἴσειμιenter into
1525
εἰσέρχομαιarise
1526
εἰσίagree
1527
εἷς καθ’ εἷςone by one
1528
εἰσκαλέωcall in
1529
εἴσοδοςcoming
1530
εἰσπηδάωrun in
1531
εἰσπορεύομαιcome in
1532
εἰστρέχωrun in
1533
εἰσφέρωbring
1534
εἶταafter that
1535
εἴτεif
1536
εἴ τιςhe that
1537
ἐκafter
1538
ἕκαστοςany
1539
ἑκάστοτεalways
1540
ἑκατόνhundred
1541
ἑκατονταέτηςhundred years old
1542
ἑκατονταπλασίωνhundredfold
1543
ἑκατοντάρχηςcenturion
1544
ἐκβάλλωbring forth
1545
ἔκβασιςend
1546
ἐκβολή+ lighten the ship
1547
ἐκγαμίζωgive in marriage
1548
ἐκγαμίσκωgive in marriage
1549
ἔκγονονnephew
1550
ἐκδαπανάωspend
1551
ἐκδέχομαιexpect
1552
ἔκδηλοςmanifest
1553
ἐκδημέωbe absent
1554
ἐκδίδωμιlet forth
1555
ἐκδιηγέομαιdeclare
1556
ἐκδικέωa venge
1557
ἐκδίκησιςavenge
1558
ἔκδικοςa venger
1559
ἐκδιώκωpersecute
1560
ἔκδοτοςdelivered
1561
ἐκδοχήlooking for
1562
ἐκδύωstrip
1563
ἐκεῖthere
1564
ἐκεῖθενfrom that place
1565
ἐκεῖνοςhe
1566
ἐκεῖσεthere
1567
ἐκζητέωen- quire
1568
ἐκθαμβέωaffright
1569
ἔκθαμβοςgreatly wondering
1570
ἔκθετοςcast out
1571
ἐκκαθαίρωpurge
1572
ἐκκαίωburn
1573
ἐκκακέωfaint
1574
ἐκκεντέωpierce
1575
ἐκκλάωbreak off
1576
ἐκκλείωexclude
1577
ἐκκλησίαassembly
1578
ἐκκλίνωavoid
1579
ἐκκολυμβάωswim out
1580
ἐκκομίζωcarry out
1581
ἐκκόπτωcut down
1582
ἐκκρέμαμαιbe very attentive
1583
ἐκλαλέωtell
1584
ἐκλάμπωshine forth
1585
ἐκλανθάνομαιforget
1586
ἐκλέγομαιmake choice
1587
ἐκλείπωfail
1588
ἐκλεκτόςchosen
1589
ἐκλογήchosen
1590
ἐκλύωfaint
1591
ἐκμάσσωwipe
1592
ἐκμυκτηρίζωderide
1593
ἐκνεύωconvey self away
1594
ἐκνήφωawake
1595
ἑκούσιονwillingly
1596
ἑκουσίωςwilfully
1597
ἔκπαλαιof a long time
1598
ἐκπειράζωtempt
1599
ἐκπέμπωsend away
1600
ἐκπετάννυμιstretch forth
1601
ἐκπίπτωbe cast
1602
ἐκπλέωsail
1603
ἐκπληρόωfulfill
1604
ἐκπλήρωσιςaccomplishment
1605
ἐκπλήσσωamaze
1606
ἐκπνέωgive up the ghost
1607
ἐκπορεύομαιcome
1608
ἐκπορνεύωgive self over to fornication
1609
ἐκπτύωreject
1610
ἐκριζόωpluck up by the root
1611
ἔκστασις+ be amazed
1612
ἐκστρέφωsubvert
1613
ἐκταράσσωexceedingly trouble
1614
ἐκτείνωcast
1615
ἐκτελέωfinish
1616
ἐκτένειαinstantly
1617
ἐκτενέστερονmore earnestly
1618
ἐκτενήςwithout ceasing
1619
ἐκτενῶςfervently
1620
ἐκτίθημιcast out
1621
ἐκτινάσσωshake
1622
ἐκτόςbut
1623
ἕκτοςsixth
1624
ἐκτρέπωavoid
1625
ἐκτρέφωbring up
1626
ἔκτρωμαborn out of due time
1627
ἐκφέρωbear
1628
ἐκφεύγωescape
1629
ἐκφοβέωterrify
1630
ἔκφοβοςsore afraid
1631
ἐκφύωput forth
1632
ἐκχέωgush out
1633
ἐκχωρέωdepart out
1634
ἐκψύχωgive up the ghost
1635
ἑκώνwillingly
1636
ἐλαίαolive
1637
ἔλαιονoil
1638
ἐλαιώνOlivet
1639
ἘλαμίτηςElamite
1640
ἐλάσσωνless
1641
ἐλαττονέωhave lack
1642
ἐλαττόωdecrease
1643
ἐλαύνωcarry
1644
ἐλαφρίαlightness
1645
ἐλαφρόςlight
1646
ἐλάχιστοςleast
1647
ἐλαχιστότεροςless than the least
1648
ἘλεάζαρEleazar
1649
ἔλεγξιςrebuke
1650
ἔλεγχοςevidence
1651
ἐλέγχωconvict
1652
ἐλεεινόςmiserable
1653
ἐλεέωhave compassion
1654
ἐλεημοσύνηalms
1655
ἐλεήμωνmerciful
1656
ἔλεοςmercy
1657
ἐλευθερίαliberty
1658
ἐλεύθεροςfree
1659
ἐλευθερόωdeliver
1660
ἔλευσιςcoming
1661
ἐλεφάντινοςof ivory
1662
ἘλιακείμEliakim
1663
ἘλιέζερEliezer
1664
ἘλιούδEliud
1665
ἘλισάβετElisabeth
1666
ἘλισσαῖοςElissæus
1667
ἑλίσσωfold up
1668
ἕλκοςsore
1669
ἑλκόωfull of sores
1670
ἑλκύωdraw
1671
ἙλλάςGreece
1672
ἝλληνGentile
1673
ἙλληνικόςGreek
1674
ἙλληνίςGreek
1675
ἙλληνιστήςGrecian
1676
ἙλληνιστίGreek
1677
ἐλλογέωimpute
1678
ἘλμωδάμElmodam
1679
ἐλπίζωhope
1680
ἐλπίςfaith
1681
ἘλύμαςElymas
1682
ἐλοΐEloi
1683
ἐμαυτοῦme
1684
ἐμβαίνωcome into
1685
ἐμβάλλωcast into
1686
ἐμβάπτωdip
1687
ἐμβατεύωintrude into
1688
ἐμβιβάζωput in
1689
ἐμβλέπωbehold
1690
ἐμβριμάομαιstraitly charge
1691
ἐμέI
1692
ἐμέωspue
1693
ἐμμαίνομαιbe mad against
1694
ἘμμανουήλEmmanuel
1695
ἘμμαούςEmmaus
1696
ἐμμένωcontinue
1697
ἘμμόρEmmor
1698
ἐμοίI
1699
ἐμόςof me
1700
ἐμοῦme
1701
ἐμπαιγμόςmocking
1702
ἐμπαίζωmock
1703
ἐμπαίκτηςmocker
1704
ἐμπεριπατέωwalk in
1705
ἐμπίπλημιfill
1706
ἐμπίπτωfall among
1707
ἐμπλέκωentangle
1708
ἐμπλοκήplaiting
1709
ἐμπνέωbreathe
1710
ἐμπορεύομαιbuy and sell
1711
ἐμπορίαmerchandise
1712
ἐμπόριονmerchandise
1713
ἔμποροςmerchant
1714
ἐμπρήθωburn up
1715
ἔμπροσθενagainst
1716
ἐμπτύωspit
1717
ἐμφανήςmanifest
1718
ἐμφανίζωappear
1719
ἔμφοβοςaffrighted
1720
ἐμφυσάωbreathe on
1721
ἔμφυτοςengrafted
1722
ἐνabout
1723
ἐναγκαλίζομαιtake up in arms
1724
ἐνάλιοςthing in the sea
1725
ἔναντιbefore
1726
ἐναντίονbefore
1727
ἐναντίοςagainst
1728
ἐνάρχομαιrule
1729
ἐνδεήςlacking
1730
ἔνδειγμαmanifest token
1731
ἐνδείκνυμιdo
1732
ἔνδειξιςdeclare
1733
ἕνδεκαeleven
1734
ἑνδέκατοςeleventh
1735
ἐνδέχεταιcan be
1736
ἐνδημέωbe at home
1737
ἐνδιδύσκωclothe in
1738
ἔνδικοςjust
1739
ἐνδόμησιςbuilding
1740
ἐνδοξάζωglorify
1741
ἔνδοξοςglorious
1742
ἔνδυμαclothing
1743
ἐνδυναμόωenable
1744
ἐνδύνωcreep
1745
ἔνδυσιςputting on
1746
ἐνδύωarray
1747
ἐνέδραlay wait
1748
ἐνεδρεύωlay wait for
1749
ἔνεδρονlying in wait
1750
ἐνειλέωwrap in
1751
ἔνειμιsuch things as … have
1752
ἕνεκαbecause
1753
ἐνέργειαoperation
1754
ἐνεργέωdo
1755
ἐνέργημαoperation
1756
ἐνεργήςeffectual
1757
ἐνευλογέωbless
1758
ἐνέχωentangle with
1759
ἐνθάδεhere
1760
ἐνθυμέομαιthink
1761
ἐνθύμησιςdevice
1762
ἔνιbe
1763
ἐνιαυτόςyear
1764
ἐνίστημιcome
1765
ἐνισχύωstrengthen
1766
ἔννατοςninth
1767
ἐννέαnine
1768
ἐννενηκονταεννέαninety and nine
1769
ἐννεόςspeechless
1770
ἐννεύωmake signs
1771
ἔννοιαintent
1772
ἔννομοςlawful
1773
ἔννυχονbefore day
1774
ἐνοικέωdwell in
1775
ἑνότηςunity
1776
ἐνοχλέωtrouble
1777
ἔνοχοςin danger of
1778
ἔνταλμαcommandment
1779
ἐνταφιάζωbury
1780
ἐνταφιασμόςburying
1781
ἐντέλλομαιcharge
1782
ἐντεῦθενhence
1783
ἔντευξιςintercession
1784
ἔντιμοςdear
1785
ἐντολήcommandment
1786
ἐντόπιοςof that place
1787
ἐντόςwithin
1788
ἐντρέπωregard
1789
ἐντρέφωnourish up in
1790
ἔντρομοςquake
1791
ἐντροπήshame
1792
ἐντρυφάωsporting selves
1793
ἐντυγχάνωdeal with
1794
ἐντυλίσσωwrap in
1795
ἐντυπόωengrave
1796
ἐνυβρίζωdo despite unto
1797
ἐνυπνιάζομαιdream
1798
ἐνύπνιονdream
1799
ἐνώπιονbefore
1800
ἘνώςEnos
1801
ἐνωτίζομαιhearken
1802
ἘνώχEnoch
1803
ἕξsix
1804
ἐξαγγέλλωshew forth
1805
ἐξαγοράζωredeem
1806
ἐξάγωbring forth
1807
ἐξαιρέωdeliver
1808
ἐξαίρωput away
1809
ἐξαιτέομαιdesire
1810
ἐξαίφνηςsuddenly
1811
ἐξακολουθέωfollow
1812
ἑξακόσιοιsix hundred
1813
ἐξαλείφωblot out
1814
ἐξάλλομαιleap up
1815
ἐξανάστασιςresurrection
1816
ἐξανατέλλωspring up
1817
ἐξανίστημιraise up
1818
ἐξαπατάωbeguile
1819
ἐξάπιναsuddenly
1820
ἐξαπορέομαιdespair
1821
ἐξαποστέλλωsend
1822
ἐξαρτίζωaccomplish
1823
ἐξαστράπτωglistening
1824
ἐξαυτῆςby and by
1825
ἐξεγείρωraise up
1826
ἔξειμιdepart
1827
ἐξελέγχωconvince
1828
ἐξέλκωdraw away
1829
ἐξέραμαvomit
1830
ἐξερευνάωsearch diligently
1831
ἐξέρχομαιcome
1832
ἔξεστιbe lawful
1833
ἐξετάζωask
1834
ἐξηγέομαιdeclare
1835
ἑξήκονταsixty
1836
ἑξῆςafter
1837
ἐξηχέομαιsound forth
1838
ἕξιςuse
1839
ἐξίστημιamaze
1840
ἐξισχύωbe able
1841
ἔξοδοςdecease
1842
ἐξολοθρεύωdestroy
1843
ἐξομολογέωconfess
1844
ἐξορκίζωadjure
1845
ἐξορκιστήςexorcist
1846
ἐξορύσσωbreak up
1847
ἐξουδενόωset at nought
1848
ἐξουθενέωcontemptible
1849
ἐξουσίαauthority
1850
ἐξουσιάζωexercise authority upon
1851
ἐξοχήprincipal
1852
ἐξυπνίζωawake out of sleep
1853
ἔξυπνοςout of sleep
1854
ἔξωaway
1855
ἔξωθενoutside
1856
ἐξωθέωdrive out
1857
ἐξώτεροςouter
1858
ἑορτάζωkeep the feast
1859
ἑορτήfeast
1860
ἐπαγγελίαmessage
1861
ἐπαγγέλλωprofess
1862
ἐπάγγελμαpromise
1863
ἐπάγωbring upon
1864
ἐπαγωνίζομαιearnestly contend for
1865
ἐπαθροίζωgather thick together
1866
ἘπαίνετοςEpenetus
1867
ἐπαινέωcommend
1868
ἔπαινοςpraise
1869
ἐπαίρωexalt self
1870
ἐπαισχύνομαιbe ashamed
1871
ἐπαιτέωbeg
1872
ἐπακολουθέωfollow
1873
ἐπακούωhear
1874
ἐπακροάομαιhear
1875
ἐπάνwhen
1876
ἐπάναγκεςnecessary
1877
ἐπανάγωlaunch out
1878
ἐπαναμιμνήσκωput in mind
1879
ἐπαναπαύομαιrest in
1880
ἐπανέρχομαιcome again
1881
ἐπανίσταμαιrise up against
1882
ἐπανόρθωσιςcorrection
1883
ἐπάνωabove
1884
ἐπαρκέωrelieve
1885
ἐπαρχίαprovince
1886
ἔπαυλιςhabitation
1887
ἐπαύριονday following
1888
ἐπαυτοφώρῳin the very act
1889
ἘπαφρᾶςEpaphras
1890
ἐπαφρίζωfoam out
1891
ἘπαφρόδιτοςEpaphroditus
1892
ἐπεγείρωraise
1893
ἐπείbecause
1894
ἐπειδήafter that
1895
ἐπειδήπερforasmuch
1896
ἐπεῖδονbehold
1897
ἐπείπερseeing
1898
ἐπεισαγωγήbringing in
1899
ἔπειταafter that
1900
ἐπέκειναbeyond
1901
ἐπεκτείνομαιreach forth
1902
ἐπενδύομαιbe clothed upon
1903
ἐπενδύτηςfisher's coat
1904
ἐπέρχομαιcome
1905
ἐπερωτάωask
1906
ἐπερώτημαanswer
1907
ἐπέχωgive heed unto
1908
ἐπηρεάζωuse despitefully
1909
ἐπίabout
1910
ἐπιβαίνωcome
1911
ἐπιβάλλωbeat into
1912
ἐπιβαρέωbe chargeable to
1913
ἐπιβιβάζωset on
1914
ἐπιβλέπωlook upon
1915
ἐπίβλημαpiece
1916
ἐπιβοάωcry
1917
ἐπιβουλήlaying in wait
1918
ἐπιγαμβρεύωmarry
1919
ἐπίγειοςearthly
1920
ἐπιγίνομαιblow
1921
ἐπιγινώσκωacknowledge
1922
ἐπίγνωσιςacknowledging
1923
ἐπιγραφήsuperscription
1924
ἐπιγράφωinscription
1925
ἐπιδείκνυμιshew
1926
ἐπιδέχομαιreceive
1927
ἐπιδημέωdwelling there
1928
ἐπιδιατάσσομαιadd to
1929
ἐπιδίδωμιdeliver unto
1930
ἐπιδιορθόωset in order
1931
ἐπιδύωgo down
1932
ἐπιείκειαclemency
1933
ἐπιεικήςgentle
1934
ἐπιζητέωdesire
1935
ἐπιθανάτιοςappointed to death
1936
ἐπίθεσιςlaying on
1937
ἐπιθυμέωcovet
1938
ἐπιθυμητής+ lust after
1939
ἐπιθυμίαconcupiscence
1940
ἐπικαθίζωset on
1941
ἐπικαλέομαιappeal
1942
ἐπικάλυμαcloke
1943
ἐπικαλύπτωcover
1944
ἐπικατάρατοςaccursed
1945
ἐπίκειμαιimpose
1946
ἘπικούρειοςEpicurean
1947
ἐπικουρίαhelp
1948
ἐπικρίνωgive sentence
1949
ἐπιλαμβάνομαιcatch
1950
ἐπιλανθάνομαιforget
1951
ἐπιλέγομαιcall
1952
ἐπιλείπωfail
1953
ἐπιλησμονήforgetful
1954
ἐπίλοιποςrest
1955
ἐπίλυσιςinterpretation
1956
ἐπιλύωdetermine
1957
ἐπιμαρτυρέωtestify
1958
ἐπιμέλεια+ refresh self
1959
ἐπιμελέομαιtake care of
1960
ἐπιμελῶςdiligently
1961
ἐπιμένωabide
1962
ἐπινεύωconsent
1963
ἐπίνοιαthought
1964
ἐπιορκέωforswear self
1965
ἐπίορκοςperjured person
1966
ἐπιοῦσαfollowing
1967
ἐπιούσιοςdaily
1968
ἐπιπίπτωfall into
1969
ἐπιπλήσσωrebuke
1970
ἐπιπνίγωchoke
1971
ἐπιποθέωdesire
1972
ἐπιπόθησιςearnest desire
1973
ἐπιπόθητοςlonged for
1974
ἐπιποθίαgreat desire
1975
ἐπιπορεύομαιcome
1976
ἐπιῤῥάπτωsew on
1977
ἐπιῤῥίπτωcast upon
1978
ἐπίσημοςnotable
1979
ἐπισιτισμόςvictuals
1980
ἐπισκέπτομαιlook out
1981
ἐπισκηνόωrest upon
1982
ἐπισκιάζωovershadow
1983
ἐπισκοπέωlook diligently
1984
ἐπισκοπήthe office of a
1985
ἐπίσκοποςbishop
1986
ἐπισπάομαιbecome uncircumcised
1987
ἐπίσταμαιknow
1988
ἐπιστάτηςmaster
1989
ἐπιστέλλωwrite
1990
ἐπιστήμωνendued with knowledge
1991
ἐπιστηρίζωconfirm
1992
ἐπιστολήepistle
1993
ἐπιστομίζωstop mouths
1994
ἐπιστρέφωcome again
1995
ἐπιστροφήconversion
1996
ἐπισυνάγωgather
1997
ἐπισυναγωγήassembling together
1998
ἐπισυντρέχωcome running together
1999
ἐπισύστασιςthat which cometh upon
2000
ἐπισφαλήςdangerous
2001
ἐπισχύωbe the more fierce
2002
ἐπισωρεύωheap
2003
ἐπιταγήauthority
2004
ἐπιτάσσωcharge
2005
ἐπιτελέωaccomplish
2006
ἐπιτήδειοςthings which are needful
2007
ἐπιτίθημιadd unto
2008
ἐπιτιμάωcharge
2009
ἐπιτιμίαpunishment
2010
ἐπιτρέπωgive leave
2011
ἐπιτροπήcommission
2012
ἐπίτροποςsteward
2013
ἐπιτυγχάνωobtain
2014
ἐπιφαίνωappear
2015
ἐπιφάνειαappearing
2016
ἐπιφανήςnotable
2017
ἐπιφαύωgive light
2018
ἐπιφέρωadd
2019
ἐπιφωνέωcry
2020
ἐπιφώσκωbegin to dawn
2021
ἐπιχειρέωgo about
2022
ἐπιχέωto pour upon
2023
ἐπιχορηγέωadd
2024
ἐπιχορηγίαsupply
2025
ἐπιχρίωanoint
2026
ἐποικοδομέωbuild thereon
2027
ἐποκέλλωrun aground
2028
ἐπονομάζωcall
2029
ἐποπτεύωbehold
2030
ἐπόπτηςeye-witness
2031
ἔποςsay
2032
ἐπουράνιοςcelestial
2033
ἑπτάseven
2034
ἑπτάκιςseven times
2035
ἑπτακισχίλιοιseven thousand
2036
ἔπωanswer
2037
ἜραστοςErastus
2038
ἐργάζομαιcommit
2039
ἐργασίαcraft
2040
ἐργάτηςlabourer
2041
ἔργονdeed
2042
ἐρεθίζωprovoke
2043
ἐρείδωstick fast
2044
ἐρεύγομαιutter
2045
ἐρευνάωsearch
2046
ἐρέωcall
2047
ἐρημίαdesert
2048
ἔρημοςdesert
2049
ἐρημόωdesolate
2050
ἐρήμωσιςdesolation
2051
ἐρίζωstrive
2052
ἐριθείαcontention
2053
ἔριονwool
2054
ἔριςcontention
2055
ἐρίφιονgoat
2056
ἔριφοςgoat
2057
ἙρμᾶςHermas
2058
ἑρμηνείαinterpretation
2059
ἑρμηνεύωinterpret
2060
ἙρμῆςHermes
2061
ἙρμογένηςHermogenes
2062
ἑρπετόνcreeping thing
2063
ἐρυθρόςred
2064
ἔρχομαιaccompany
2065
ἐρωτάωask
2066
ἐσθήςapparel
2067
ἔσθησιςgovernment
2068
ἐσθίωdevour
2069
ἘσλίEsli
2070
ἐσμένare
2071
ἔσομαιshall be
2072
ἔσοπτρονglass
2073
ἑσπέραevening
2074
ἘσρώμEsrom
2075
ἐστέbe
2076
ἐστίare
2077
ἔστωbe
2078
ἔσχατοςends of
2079
ἐσχάτωςpoint of death
2080
ἔσωwithin
2081
ἔσωθενinward
2082
ἐσώτεροςinner
2083
ἑταῖροςfellow
2084
ἑτερόγλωσσοςman of other tongue
2085
ἑτεροδιδασκαλέωteach other doctrine
2086
ἑτεροζυγέωunequally yoke together with
2087
ἕτεροςaltered
2088
ἑτέρωςotherwise
2089
ἔτιafter that
2090
ἑτοιμάζωprepare
2091
ἑτοιμασίαpreparation
2092
ἕτοιμοςprepared
2093
ἑτοίμωςready
2094
ἔτοςyear
2095
εὖgood
2096
ΕὖαEve
2097
εὐαγγελίζωdeclare
2098
εὐαγγέλιονgospel
2099
εὐαγγελιστήςevangelist
2100
εὐαρεστέωplease
2101
εὐάρεστοςacceptable
2102
εὐαρέστωςacceptably
2103
ΕὔβουλοςEubulus
2104
εὐγενήςmore noble
2105
εὐδίαfair weather
2106
εὐδοκέωthink good
2107
εὐδοκίαdesire
2108
εὐεργεσίαbenefit
2109
εὐεργετέωdo good
2110
εὐεργέτηςbenefactor
2111
εὔθετοςfit
2112
εὐθέωςanon
2113
εὐθυδρομέωwith a straight course
2114
εὐθυμέωbe of good cheer
2115
εὔθυμοςof good cheer
2116
εὐθύνωgovernor
2117
εὐθύςanon
2118
εὐθύτηςrighteousness
2119
εὐκαιρέωhave leisure
2120
εὐκαιρίαopportunity
2121
εὔκαιροςconvenient
2122
εὐκαίρωςconveniently
2123
εὐκοπώτεροςeasier
2124
εὐλάβειαfear
2125
εὐλαβέομαιfear
2126
εὐλαβήςdevout
2127
εὐλογέωbless
2128
εὐλογητόςblessed
2129
εὐλογίαblessing bounty
2130
εὐμετάδοτοςready to distribute
2131
ΕὐνίκηEunice
2132
εὐνοέωagree
2133
εὔνοιαbenevolence
2134
εὐνουχίζωmake…eunuch
2135
εὐνοῦχοςeunuch
2136
ΕὐοδίαEuodias
2137
εὐοδόωprosper
2138
εὐπειθήςeasy to be intreated
2139
εὐπερίστατοςwhich doth so easily beset
2140
εὐποιΐαto do good
2141
εὐπορέωability
2142
εὐπορίαwealth
2143
εὐπρέπειαgrace
2144
εὐπρόσδεκτοςacceptable
2145
εὐπρόσεδροςattend upon
2146
εὐπροσωπέωmake a fair show
2147
εὑρίσκωfind
2148
ΕὐροκλύδωνEuroklydon
2149
εὐρύχωροςbroad
2150
εὐσέβειαgodliness
2151
εὐσεβέωshow piety
2152
εὐσεβήςdevout
2153
εὐσεβῶςgodly
2154
εὔσημοςeasy to be understood
2155
εὔσπλαγχνοςpitiful
2156
εὐσχημόνωςdecently
2157
εὐσχημοσύνηcomeliness
2158
εὐσχήμωνcomely
2159
εὐτόνωςmightily
2160
εὐτραπελίαjesting
2161
ΕὔτυχοςEutychus
2162
εὐφημίαgood report
2163
εὔφημοςof good report
2164
εὐφορέωbring forth abundantly
2165
εὐφραίνωfare
2166
ΕὐφράτηςEuphrates
2167
εὐφροσύνηgladness
2168
εὐχαριστέωthank
2169
εὐχαριστίαthankfulness
2170
εὐχάριστοςthankful
2171
εὐχήprayer
2172
εὔχομαιpray
2173
εὔχρηστοςprofitable
2174
εὐψυχέωbe of good comfort
2175
εὐωδίαsweet savour
2176
εὐώνυμοςleft
2177
ἐφάλλομαιleap on
2178
ἐφάπαξonce
2179
Ἐφεσῖνοςof Ephesus
2180
ἘφέσιοςEphesian
2181
ἜφεσοςEphesus
2182
ἐφευρετήςinventor
2183
ἐφημερίαcourse
2184
ἐφήμεροςdaily
2185
ἐφικνέομαιreach
2186
ἐφίστημιassault
2187
ἘφραίμEphraim
2188
ἐφφαθάEphphatha
2189
ἔχθραenmity
2190
ἐχθρόςenemy
2191
ἔχιδναviper
2192
ἔχωhold
2193
ἕωςeven
2194
ΖαβουλώνZabulon
2195
ΖακχαῖοςZacchæus
2196
ΖαράZara
2197
ΖαχαρίαςZacharias
2198
ζάωlife
2199
ΖεβεδαῖοςZebedee
2200
ζεστόςhot
2201
ζεῦγοςyoke
2202
ζευκτηρίαband
2203
ΖεύςJupiter
2204
ζέωbe fervent
2205
ζῆλοςemulation
2206
ζηλόωaffect
2207
ζηλωτήςzealous
2208
ΖηλωτήςZelotes
2209
ζημίαdamage
2210
ζημιόωbe cast away
2211
ΖηνᾶςZenas
2212
ζητέωbe about
2213
ζήτημαquestion
2214
ζήτησιςquestion
2215
ζιζάνιονtares
2216
ΖοροβάβελZorobabel
2217
ζόφοςblackness
2218
ζυγόςpair of balances
2219
ζύμηleaven
2220
ζυμόωleaven
2221
ζωγρέωtake captive
2222
ζωήlife
2223
ζώνηgirdle
2224
ζώννυμιgird
2225
ζωογονέωlive
2226
ζῶονbeast
2227
ζωοποιέωmake alive
2228
and
2229
surely
2230
ἡγεμονεύωbe governor
2231
ἡγεμονίαreign
2232
ἡγεμώνgovernor
2233
ἡγέομαιaccount
2234
ἡδέωςgladly
2235
ἤδηalready
2236
ἥδισταmost gladly
2237
ἡδονήlust
2238
ἡδύοσμονmint
2239
ἦθοςmanners
2240
ἥκωcome
2241
ἠλίEli
2242
ἩλίHeli
2243
ἩλίαςElias
2244
ἡλικίαage
2245
ἡλίκοςhow great
2246
ἥλιος+ east
2247
ἧλοςnail
2248
ἡμᾶςour
2249
ἡμεῖςus
2250
ἡμέραage
2251
ἡμέτεροςour
2252
ἤμηνbe
2253
ἡμιθανήςhalf dead
2254
ἡμῖνour
2255
ἥμισυhalf
2256
ἡμιώριονhalf an hour
2257
ἡμῶνour
2258
ἦν+ agree
2259
ἡνίκαwhen
2260
ἤπερthan
2261
ἤπιοςgentle
2262
ἬρEr
2263
ἤρεμοςquiet
2264
ἩρώδηςHerod
2265
ἩρωδιανοίHerodians
2266
ἩρωδιάςHerodias
2267
ἩρωδίωνHerodion
2268
ἩσαΐαςEsaias
2269
ἨσαῦEsau
2270
ἡσυχάζωcease
2271
ἡσυχίαquietness
2272
ἡσύχιοςpeaceable
2273
ἤτοιwhether
2274
ἡττάωbe inferior
2275
ἥττημαdiminishing
2276
ἥττονless
2277
ἤτωlet … be
2278
ἠχέωroar
2279
ἦχοςfame
2280
ΘαδδαῖοςThaddæus
2281
θάλασσαsea
2282
θάλπωcherish
2283
ΘάμαρThamar
2284
θαμβέωamaze
2285
θάμβοςamazed
2286
θανάσιμοςdeadly
2287
θανατήφοροςdeadly
2288
θάνατοςdeadly
2289
θανατόωbecome dead
2290
θάπτωbury
2291
ΘάραThara
2292
θαῤῥέωbe bold
2293
θαρσέωbe of good cheer
2294
θάρσοςcourage
2295
θαῦμαadmiration
2296
θαυμάζωadmire
2297
θαυμάσιοςwonderful thing
2298
θαυμαστόςmarvel
2299
θεάgoddess
2300
θεάομαιbehold
2301
θεατρίζωmake a gazing stock
2302
θέατρονspectacle
2303
θεῖονbrimstone
2304
θεῖοςdivine
2305
θειότηςgodhead
2306
θειώδηςbrimstone
2307
θέλημαdesire
2308
θέλησιςwill
2309
θέλωdesire
2310
θεμέλιοςfoundation
2311
θεμελιόωfound
2312
θεοδίδακτοςtaught of God
2313
θεομαχέωfight against God
2314
θεομάχοςto fight against God
2315
θεόπνευστοςgiven by inspiration of God
2316
θεόςexceeding
2317
θεοσέβειαgodliness
2318
θεοσεβήςworshipper of God
2319
θεοστυγήςhater of God
2320
θεότηςgodhead
2321
ΘεόφιλοςTheophilus
2322
θεραπείαhealing
2323
θεραπεύωcure
2324
θεράπωνservant
2325
θερίζωreap
2326
θερισμόςharvest
2327
θεριστήςreaper
2328
θερμαίνωwarm
2329
θέρμηheat
2330
θέροςsummer
2331
ΘεσσαλονικεύςThessalonian
2332
ΘεσσαλονίκηThessalonica
2333
ΘευδᾶςTheudas
2334
θεωρέωbehold
2335
θεωρίαsight
2336
θήκηsheath
2337
θηλάζωsuck
2338
θῆλυςfemale
2339
θήραtrap
2340
θηρεύωcatch
2341
θηριομαχέωfight with wild beasts
2342
θηρίονbeast
2343
θησαυρίζωlay up
2344
θησαυρόςtreasure
2345
θιγγάνωhandle
2346
θλίβωafflict
2347
θλῖψιςafflicted
2348
θνήσκωbe dead
2349
θνητόςmortal
2350
θορυβέωmake ado
2351
θόρυβοςtumult
2352
θραύωbruise
2353
θρέμμαcattle
2354
θρηνέωlament
2355
θρῆνοςlamentation
2356
θρησκείαreligion
2357
θρησκόςreligious
2358
θριαμβεύωto triumph
2359
θρίξhair
2360
θροέωtrouble
2361
θρόμβοςgreat drop
2362
θρόνοςseat
2363
ΘυάτειραThyatira
2364
θυγάτηρdaughter
2365
θυγάτριονlittle daughter
2366
θύελλαtempest
2367
θύϊνοςthyine
2368
θυμίαμαincense
2369
θυμιαστήριονcenser
2370
θυμιάωburn incense
2371
θυμομαχέωbe highly displeased
2372
θυμόςfierceness
2373
θυμόωbe wroth
2374
θύραdoor
2375
θυρεόςshield
2376
θυρίςwindow
2377
θυρωρόςthat kept the door
2378
θυσίαsacrifice
2379
θυσιαστήριονaltar
2380
θύωkill
2381
ΘωμᾶςThomas
2382
θώραξbreast-plate
2383
ἸάειροςJairus
2384
Ἰακώβalso an Israelite:--Jacob
2385
ἸάκωβοςJames
2386
ἴαμαhealing
2387
ἸαμβρῆςJambres
2388
ἸαννάJanna
2389
ἸαννῆςJannes
2390
ἰάομαιheal
2391
ἸάρεδJared
2392
ἴασιςcure
2393
ἴασπιςjasper
2394
ἸάσωνJason
2395
ἰατρόςphysician
2396
ἴδεbehold
2397
ἰδέαcountenance
2398
ἴδιοςhis acquaintance
2399
ἰδιώτηςignorant
2400
ἰδούbehold
2401
ἸδουμαίαIdumæa
2402
ἱδρώςsweat
2403
ἸεζαβήλJezabel
2404
ἹεράπολιςHierapolis
2405
ἱερατείαoffice of the priesthood
2406
ἱεράτευμαpriesthood
2407
ἱερατεύωexecute the priest's office
2408
ἹερεμίαςJeremiah
2409
ἱερεύςpriest
2410
ἹεριχώJericho
2411
ἱερόνtemple
2412
ἱεροπρεπήςas becometh holiness
2413
ἱερόςholy
2414
ἹεροσόλυμαJerusalem
2415
Ἱεροσολυμίτηςof Jerusalem
2416
ἱεροσυλέωcommit sacrilege
2417
ἱερόσυλοςrobber of churches
2418
ἱερουργέωminister
2419
ἹερουσαλήμJerusalem
2420
ἱερωσύνηpriesthood
2421
ἸεσσαίJesse
2422
ἸεφθάεJephthah
2423
ἸεχονίαςJechonias
2424
ἸησοῦςJesus
2425
ἱκανόςable
2426
ἱκανότηςsufficiency
2427
ἱκανόωmake able
2428
ἱκετηρίαsupplication
2429
ἱκμάςmoisture
2430
ἸκόνιονIconium
2431
ἱλαρόςcheerful
2432
ἱλαρότηςcheerfulness
2433
ἱλάσκομαιbe merciful
2434
ἱλασμόςpropitiation
2435
ἱλαστήριονmercyseat
2436
ἵλεωςbe it far
2437
ἸλλυρικόνIllyricum
2438
ἱμάςlatchet
2439
ἱματίζωclothe
2440
ἱμάτιονapparel
2441
ἱματισμόςapparel
2442
ἱμείρομαιbe affectionately desirous
2443
ἵναalbeit
2444
ἱνατίwherefore
2445
ἸόππηJoppa
2446
ἸορδάνηςJordan
2447
ἰόςpoison
2448
ἸουδάJudah
2449
ἸουδαίαJudæa
2450
Ἰουδαΐζωlive as the Jews
2451
ἸουδαϊκόςJewish
2452
Ἰουδαϊκῶςas do the Jews
2453
ἸουδαῖοςJew
2454
ἸουδαϊσμόςJews' religion
2455
ἸούδαςJudah
2456
ἸουλίαJulia
2457
ἸούλιοςJulius
2458
ἸουνιᾶςJunias
2459
ἸοῦστοςJustus
2460
ἱππεύςhorseman
2461
ἱππικόνhorse
2462
ἵπποςhorse
2463
ἶριςrainbow
2464
ἸσαάκIsaac
2465
ἰσάγγελοςequal unto the angels
2466
ἸσαχάρIssachar
2467
ἴσημιknow
2468
ἴσθι+ agree
2469
ἸσκαριώτηςIscariot
2470
ἴσος+ agree
2471
ἰσότηςequal
2472
ἰσότιμοςlike precious
2473
ἰσόψυχοςlikeminded
2474
ἸσραήλIsrael
2475
ἸσραηλίτηςIsraelite
2476
ἵστημιabide
2477
ἱστορέωsee
2478
ἰσχυρόςboisterous
2479
ἰσχύςability
2480
ἰσχύωbe able
2481
ἴσωςit may be
2482
ἸταλίαItaly
2483
ἸταλικόςItalian
2484
ἸτουραΐαIturæa
2485
ἰχθύδιονlittle fish
2486
ἰχθύςfish
2487
ἴχνοςstep
2488
ἸωάθαμJoatham
2489
ἸωάνναJoanna
2490
ἸωαννᾶςJoannas
2491
ἸωάννηςJohn
2492
ἸώβJob
2493
ἸωήλJoel
2494
ἸωνάνJonan
2495
ἸωνᾶςJonas
2496
ἸωράμJoram
2497
ἸωρείμJorim
2498
ἸωσαφάτJosaphat
2499
ἸωσήJose
2500
ἸωσῆςJoses
2501
ἸωσήφJoseph
2502
ἸωσίαςJosias
2503
ἰῶταjot
2504
κἀγώand I
2505
καθάas
2506
καθαίρεσιςdestruction
2507
καθαιρέωcast down
2508
καθαίρωpurge
2509
καθάπερeven as
2510
καθάπτωfasten on
2511
καθαρίζωclean
2512
καθαρισμόςcleansing
2513
καθαρόςclean
2514
καθαρότηςpurification
2515
καθέδραseat
2516
καθέζομαιsit
2517
καθεξῆςafter
2518
καθεύδωsleep
2519
καθηγητήςmaster
2520
καθήκωconvenient
2521
κάθημαιdwell
2522
καθημερινόςdaily
2523
καθίζωcontinue
2524
καθίημιlet down
2525
καθίστημιappoint
2526
καθόaccording to that
2527
καθόλουat all
2528
καθοπλίζωarm
2529
καθοράωclearly see
2530
καθότιas
2531
καθώςaccording to
2532
καίand
2533
ΚαϊάφαςCaiaphas
2534
καίγεand
2535
ΚάϊνCain
2536
ΚαϊνάνCainan
2537
καινόςnew
2538
καινότηςnewness
2539
καίπερand yet
2540
καιρόςalways
2541
ΚαῖσαρCæsar
2542
ΚαισάρειαCæsarea
2543
καίτοιalthough
2544
καίτοιγεnevertheless
2545
καίωburn
2546
κἀκεῖand there
2547
κἀκεῖθενand afterward
2548
κἀκεῖνοςand him
2549
κακίαevil
2550
κακοήθειαmalignity
2551
κακολογέωcurse
2552
κακοπάθειαsuffering affliction
2553
κακοπαθέωbe afflicted
2554
κακοποιέωdo evil
2555
κακοποιόςevil-doer
2556
κακόςbad
2557
κακοῦργοςevil-doer
2558
κακουχέωwhich suffer adversity
2559
κακόωmake evil affected
2560
κακῶςamiss
2561
κάκωσιςaffliction
2562
καλάμηstubble
2563
κάλαμοςpen
2564
καλέωbid
2565
καλλιέλαιοςgood olive tree
2566
καλλίονvery well
2567
καλοδιδάσκαλοςteacher of good things
2568
Καλοὶ Λιμένεςfair havens
2569
καλοποιέωwell doing
2570
καλόςbetter
2571
κάλυμαvail
2572
καλύπτωcover
2573
καλῶςgood
2574
κάμηλοςcamel
2575
κάμινοςfurnace
2576
καμμύωclose
2577
κάμνωfaint
2578
κάμπτωbow
2579
κἄνand if
2580
ΚανᾶCana
2581
ΚανανίτηςCanaanite
2582
ΚανδάκηCandace
2583
κανώνline
2584
ΚαπερναούμCapernaum
2585
καπηλεύωcorrupt
2586
καπνόςsmoke
2587
ΚαππαδοκίαCappadocia
2588
καρδίαheart
2589
καρδιογνώστηςwhich knowest the hearts
2590
καρπόςfruit
2591
ΚάρποςCarpus
2592
καρποφορέωbe fruitful
2593
καρποφόροςfruitful
2594
καρτερέωendure
2595
κάρφοςmote
2596
κατάabout
2597
καταβαίνωcome down
2598
καταβάλλωcast down
2599
καταβαρέωburden
2600
κατάβασιςdescent
2601
καταβιβάζωbring down
2602
καταβολήconceive
2603
καταβραβεύωbeguile of reward
2604
καταγγελεύςsetter forth
2605
καταγγέλλωdeclare
2606
καταγελάωlaugh to scorn
2607
καταγινώσκωblame
2608
κατάγνυμιbreak
2609
κατάγωbring down
2610
καταγωνίζομαιsubdue
2611
καταδέωbind up
2612
κατάδηλοςfar more evident
2613
καταδικάζωcondemn
2614
καταδιώκωfollow after
2615
καταδουλόωbring into bondage
2616
καταδυναστεύωoppress
2617
καταισχύνωconfound
2618
κατακαίωburn up
2619
κατακαλύπτωcover
2620
κατακαυχάομαιboast
2621
κατάκειμαιkeep
2622
κατακλάωbreak
2623
κατακλείωshut up
2624
κατακληροδοτέωdivide by lot
2625
κατακλίνωsit down
2626
κατακλύζωoverflow
2627
κατακλυσμόςflood
2628
κατακολουθέωfollow
2629
κατακόπτωcut
2630
κατακρημνίζωcast down headlong
2631
κατάκριμαcondemnation
2632
κατακρίνωcondemn
2633
κατάκρισιςcondemn
2634
κατακυριεύωexercise dominion over
2635
καταλαλέωspeak against
2636
καταλαλίαbackbiting
2637
κατάλαλοςbackbiter
2638
καταλαμβάνωapprehend
2639
καταλέγωtake into the number
2640
κατάλειμμαremnant
2641
καταλείπωforsake
2642
καταλιθάζωstone
2643
καταλλαγήatonement
2644
καταλλάσσωreconcile
2645
κατάλοιποςresidue
2646
κατάλυμαguestchamber
2647
καταλύωdestroy
2648
καταμανθάνωconsider
2649
καταμαρτυρέωwitness against
2650
καταμένωabide
2651
καταμόναςalone
2652
κατανάθεμαcurse
2653
καταναθεματίζωcurse
2654
καταναλίσκωconsume
2655
καταναρκάωbe burdensome
2656
κατανεύωbeckon
2657
κατανοέωbehold
2658
καταντάωattain
2659
κατάνυξιςslumber
2660
κατανύσσωprick
2661
καταξιόωcount worthy
2662
καταπατέωtrample
2663
κατάπαυσιςrest
2664
καταπαύωcease
2665
καταπέτασμαvail
2666
καταπίνωdevour
2667
καταπίπτωfall
2668
καταπλέωarrive
2669
καταπονέωoppress
2670
καταποντίζωdrown
2671
κατάραcursed
2672
καταράομαιcurse
2673
καταργέωabolish
2674
καταριθμέωnumber with
2675
καταρτίζωfit
2676
κατάρτισιςperfection
2677
καταρτισμόςperfecting
2678
κατασείωbeckon
2679
κατασκάπτωdig down
2680
κατασκευάζωbuild
2681
κατασκηνόωlodge
2682
κατασκήνωσιςnest
2683
κατασκιάζωshadow
2684
κατασκοπέωspy out
2685
κατάσκοποςspy
2686
κατασοφίζομαιdeal subtilly with
2687
καταστέλλωappease
2688
κατάστημαbehaviour
2689
καταστολήapparel
2690
καταστρέφωoverthrow
2691
καταστρηνιάωbegin to wax wanton against
2692
καταστροφήoverthrow
2693
καταστρώννυμιoverthrow
2694
κατασύρωhale
2695
κατασφάττωslay
2696
κατασφραγίζωseal
2697
κατάσχεσιςpossession
2698
κατατίθημιdo
2699
κατατομήconcision
2700
κατατοξεύωthrust through
2701
κατατρέχωrun down
2702
καταφέρωfall
2703
καταφεύγωflee
2704
καταφθείρωcorrupt
2705
καταφιλέωkiss
2706
καταφρονέωdespise
2707
καταφροντήςdespiser
2708
καταχέωpour
2709
καταχθόνιοςunder the earth
2710
καταχράομαιabuse
2711
καταψύχωcool
2712
κατείδωλοςwholly given to idolatry
2713
κατέναντιbefore
2714
κατενώπιονbefore
2715
κατεξουσιάζωexercise authority
2716
κατεργάζομαιcause
2717
2718
κατέρχομαιcome
2719
κατεσθίωdevour
2720
κατευθύνωguide
2721
κατεφίστημιmake insurrection against
2722
κατέχωhave
2723
κατηγορέωaccuse
2724
κατηγορίαaccusation
2725
κατήγοροςaccuser
2726
κατήφειαheaviness
2727
κατηχέωinform
2728
κατιόωcanker
2729
κατισχύωprevail
2730
κατοικέωdwell
2731
κατοίκησιςdwelling
2732
κατοικητήριονhabitation
2733
κατοικίαhabitation
2734
κατοπτρίζομαιbehold as in a glass
2735
κατόρθωμαvery worthy deed
2736
κάτωbeneath
2737
κατώτεροςlower
2738
καῦμαheat
2739
καυματίζωscorch
2740
καῦσιςbe burned
2741
καυσόωfervent heat
2742
καύσωνheat
2743
καυτηριάζωsear with a hot iron
2744
καυχάομαιboast
2745
καύχημαboasting
2746
καύχησιςboasting
2747
ΚεγχρεαίCencrea
2748
ΚεδρώνCedron
2749
κεῖμαιbe appointed
2750
κειρίαgraveclothes
2751
κείρωshear
2752
κέλευμαshout
2753
κελεύωbid
2754
κενοδοξίαvain-glory
2755
κενόδοξοςdesirous of vain-glory
2756
κενόςempty
2757
κενοφωνίαvain
2758
κενόωmake of none effect
2759
κέντρονprick
2760
κεντυρίωνcenturion
2761
κενῶςin vain
2762
κεραίαtittle
2763
κεραμεύςpotter
2764
κεραμικόςof a potter
2765
κεράμιονpitcher
2766
κέραμοςtiling
2767
κεράννυμιfill
2768
κέραςhorn
2769
κεράτιονhusk
2770
κερδαίνωgain
2771
κέρδοςgain
2772
κέρμαmoney
2773
κερματιστήςchanger of money
2774
κεφάλαιονsum
2775
κεφαλαιόωwound in the head
2776
κεφαλήhead
2777
κεφαλίςvolume
2778
κῆνσοςtribute
2779
κῆποςgarden
2780
κηπουρόςgardener
2781
κηρίονcomb
2782
κήρυγμαpreaching
2783
κῆρυξpreacher
2784
κηρύσσωpreacher
2785
κῆτοςwhale
2786
ΚηφᾶςCephas
2787
κιβωτόςark
2788
κιθάραharp
2789
κιθαρίζωharp
2790
κιθαρῳδόςharper
2791
ΚιλικίαCilicia
2792
κινάμωμονcinnamon
2793
κινδυνεύωbe in danger
2794
κίνδυνοςperil
2795
κινέωmove
2796
κίνησιςmoving
2797
ΚίςCis
2798
κλάδοςbranch
2799
κλαίωbewail
2800
κλάσιςbreaking
2801
κλάσμαbroken
2802
ΚλαύδηClauda
2803
ΚλαυδίαClaudia
2804
ΚλαύδιοςClaudius
2805
κλαυθμόςwailing
2806
κλάωbreak
2807
κλείςkey
2808
κλείωshut
2809
κλέμμαtheft
2810
ΚλεόπαςCleopas
2811
κλέοςglory
2812
κλέπτηςthief
2813
κλέπτωsteal
2814
κλῆμαbranch
2815
ΚλήμηςClement
2816
κληρονομέωbe heir
2817
κληρονομίαinheritance
2818
κληρονόμοςheir
2819
κλῆροςheritage
2820
κληρόωobtain an inheritance
2821
κλῆσιςcalling
2822
κλητόςcalled
2823
κλίβανοςoven
2824
κλίμαpart
2825
κλίνηbed
2826
κλινίδιονbed
2827
κλίνωbow
2828
κλισίαcompany
2829
κλοπήtheft
2830
κλύδωνraging
2831
κλυδωνίζομαιtoss to and fro
2832
ΚλωπᾶςCleophas
2833
κνήθωitching
2834
ΚνίδοςCnidus
2835
κοδράντηςfarthing
2836
κοιλίαbelly
2837
κοιμάωsleep
2838
κοίμησιςtaking of rest
2839
κοινόςcommon
2840
κοινόωcall common
2841
κοινωνέωcommunicate
2842
κοινωνίαcommunicate
2843
κοινωνικόςwilling to communicate
2844
κοινωνόςcompanion
2845
κοίτηbed
2846
κοιτών+ chamberlain
2847
κόκκινοςscarlet
2848
κόκκοςcorn
2849
κολάζωpunish
2850
κολακείαflattering
2851
κόλασιςpunishment
2852
κολαφίζωbuffet
2853
κολλάωcleave
2854
κολλούριονeyesalve
2855
κολλυβιστήςchanger
2856
κολοβόωshorten
2857
ΚολοσσαίColosse
2858
ΚολοσσαεύςColossian
2859
κόλποςbosom
2860
κολυμβάωswim
2861
κολυμβήθραpool
2862
κολωνίαcolony
2863
κομάωhave long hair
2864
κόμηhair
2865
κομίζωbring
2866
κομψότερον+ began to amend
2867
κονιάωwhiten
2868
κονιορτόςdust
2869
κοπάζωcease
2870
κοπετόςlamentation
2871
κοπήslaughter
2872
κοπιάωlabour
2873
κόποςlabour
2874
κοπρίαdung
2875
κόπτωcut down
2876
κόραξraven
2877
κοράσιονdamsel
2878
κορβᾶνCorban
2879
ΚορέCore
2880
κορέννυμιeat enough
2881
ΚορίνθιοςCorinthian
2882
ΚόρινθοςCorinth
2883
ΚορνήλιοςCornelius
2884
κόροςmeasure
2885
κοσμέωadorn
2886
κοσμικόςworldly
2887
κόσμιοςof good behaviour
2888
κοσμοκράτωρruler
2889
κόσμοςadorning
2890
ΚούαρτοςQuartus
2891
κοῦμιcumi
2892
κουστωδίαwatch
2893
κουφίζωlighten
2894
κόφινοςbasket
2895
κράββατοςbed
2896
κράζωcry
2897
κραιπάληsurfeiting
2898
κρανίονCalvary
2899
κράσπεδονborder
2900
κραταιόςmighty
2901
κραταιόωbe strengthened
2902
κρατέωhold
2903
κράτιστοςmost excellent
2904
κράτοςdominion
2905
κραυγάζωcry out
2906
κραυγήclamour
2907
κρέαςflesh
2908
κρεῖσσονbetter
2909
κρείττωνbest
2910
κρεμάννυμιhang
2911
κρημνόςsteep place
2912
ΚρήςCrete
2913
ΚρήσκηςCrescens
2914
ΚρήτηCrete
2915
κριθήbarley
2916
κρίθινοςbarley
2917
κρίμαavenge
2918
κρίνονlily
2919
κρίνωavenge
2920
κρίσιςaccusation
2921
ΚρίσποςCrispus
2922
κριτήριονto judge
2923
κριτήςjudge
2924
κριτικόςdiscerner
2925
κρούωknock
2926
κρύπτηsecret
2927
κρυπτόςhid
2928
κρύπτωhide
2929
κρυσταλλίζωbe clear as crystal
2930
κρύσταλλοςcrystal
2931
κρυφῆin secret
2932
κτάομαιobtain
2933
κτῆμαpossession
2934
κτῆνοςbeast
2935
κτήτωρpossessor
2936
κτίζωcreate
2937
κτίσιςbuilding
2938
κτίσμαcreature
2939
κτίστηςCreator
2940
κυβείαsleight
2941
κυβέρνησιςgovernment
2942
κυβερνήτηςmaster
2943
κυκλόθενabout
2944
κυκλόωcompass
2945
κύκλῳround about
2946
κύλισμαwallowing
2947
κυλιόωwallow
2948
κυλλόςmaimed
2949
κῦμαwave
2950
κύμβαλονcymbal
2951
κύμινονcummin
2952
κυνάριονdog
2953
Κύπριοςof Cyprus
2954
ΚύπροςCyprus
2955
κύπτωstoop
2956
Κυρηναῖοςof Cyrene
2957
ΚυρήνηCyrene
2958
ΚυρήνιοςCyrenius
2959
Κυρίαlady
2960
κυριακόςLord's
2961
κυριεύωhave dominion over
2962
κύριοςGod
2963
κυριότηςdominion
2964
κυρόωconfirm
2965
κύωνdog
2966
κῶλονcarcase
2967
κωλύωforbid
2968
κώμηtown
2969
κωμόπολιςtown
2970
κῶμοςrevelling
2971
κώνωψgnat
2972
ΚώςCos
2973
ΚωσάμCosam
2974
κωφόςdeaf
2975
λαγχάνωhis lot be
2976
ΛάζαροςLazarus
2977
λάθραprivily
2978
λαῖλαψstorm
2979
λακτίζωkick
2980
λαλέωpreach
2981
λαλιάsaying
2982
λαμάlama
2983
λαμβάνωaccept
2984
ΛάμεχLamech
2985
λαμπάςlamp
2986
λαμπρόςbright
2987
λαμπρότηςbrightness
2988
λαμπρῶςsumptuously
2989
λάμπωgive light
2990
λανθάνωbe hid
2991
λαξευτόςhewn in stone
2992
λαόςpeople
2993
ΛαοδίκειαLaodicea
2994
ΛαοδικεύςLaodicean
2995
λάρυγξthroat
2996
ΛασαίαLasea
2997
λάσχωburst asunder
2998
λατομέωhew
2999
λατρείαservice
3000
λατρεύωserve
3001
λάχανονherb
3002
ΛεββαῖοςLebbæus
3003
λεγεώνlegion
3004
λέγωask
3005
λεῖμμαremnant
3006
λεῖοςsmooth
3007
λείπωbe destitute
3008
λειτουργέωminister
3009
λειτουργίαministration
3010
λειτουργικόςministering
3011
λειτουργόςminister
3012
λέντιονtowel
3013
λεπίςscale
3014
λέπραleprosy
3015
λεπρόςleper
3016
λεπτόνmite
3017
ΛευΐLevi
3018
ΛευΐςLevi
3019
ΛευΐτηςLevite
3020
ΛευϊτικόςLevitical
3021
λευκαίνωmake white
3022
λευκόςwhite
3023
λέωνlion
3024
λήθη+ forget
3025
ληνόςwinepress
3026
λῆροςidle tale
3027
λῃστήςrobber
3028
λῆμψιςreceiving
3029
λίανexceeding
3030
λίβανοςfrankincense
3031
λιβανωτόςcenser
3032
ΛιβερτῖνοςLibertine
3033
ΛιβύηLibya
3034
λιθάζωstone
3035
λίθινοςof stone
3036
λιθοβολέωstone
3037
λίθοςmillstone
3038
λιθόστρωτοςPavement
3039
λικμάωgrind to powder
3040
λιμήνhaven
3041
λίμνηlake
3042
λιμόςdearth
3043
λίνονlinen
3044
ΛίνοςLinus
3045
λιπαρόςdainty
3046
λίτραpound
3047
λίψsouthwest
3048
λογίαcollection
3049
λογίζομαιconclude
3050
λογικόςreasonable
3051
λόγιονoracle
3052
λόγιοςeloquent
3053
λογισμόςimagination
3054
λογομαχέωstrive about words
3055
λογομαχίαstrife of words
3056
λόγοςaccount
3057
λόγχηspear
3058
λοιδορέωrevile
3059
λοιδορίαrailing
3060
λοίδοροςrailer
3061
λοιμόςpestilence
3062
λοιποίother
3063
λοιπόνbesides
3064
λοιποῦfrom henceforth
3065
ΛουκᾶςLucas
3066
ΛούκιοςLucius
3067
λουτρόνwashing
3068
λούωwash
3069
ΛύδδαLydda
3070
ΛυδίαLydia
3071
ΛυκαονίαLycaonia
3072
Λυκαονιστίin the speech of Lycaonia
3073
ΛυκίαLycia
3074
λύκοςwolf
3075
λυμαίνομαιmake havock of
3076
λυπέωcause grief
3077
λύπηgrief
3078
ΛυσανίαςLysanias
3079
ΛυσίαςLysias
3080
λύσιςto be loosed
3081
λυσιτελεῖit is better
3082
ΛύστραLystra
3083
λύτρονransom
3084
λυτρόωredeem
3085
λύτρωσις+ redeemed
3086
λυτρωτήςdeliverer
3087
λυχνίαcandlestick
3088
λύχνοςcandle
3089
λύωbreak
3090
ΛωΐςLois
3091
ΛώτLot
3092
ΜαάθMaath
3093
ΜαγδαλάMagdala
3094
ΜαγδαληνήMagdalene
3095
μαγείαsorcery
3096
μαγεύωuse sorcery
3097
μάγοςsorcerer
3098
ΜαγώγMagog
3099
ΜαδιάνMadian
3100
μαθητεύωbe disciple
3101
μαθητήςdisciple
3102
μαθήτριαdisciple
3103
ΜαθουσάλαMathusala
3104
ΜαϊνάνMainan
3105
μαίνομαιbe beside self
3106
μακαρίζωcall blessed
3107
μακάριοςblessed
3108
μακαρισμόςblessedness
3109
ΜακεδονίαMacedonia
3110
Μακεδώνof Macedonia
3111
μάκελλονshambles
3112
μακράνfar
3113
μακρόθενafar off
3114
μακροθυμέωbear long
3115
μακροθυμίαlongsuffering
3116
μακροθυμώςpatiently
3117
μακρόςfar
3118
μακροχρόνιοςlive long
3119
μαλακίαdisease
3120
μαλακόςeffeminate
3121
ΜαλελεήλMaleleel
3122
μάλισταchiefly
3123
μᾶλλον+ better
3124
ΜάλχοςMalchus
3125
μάμμηgrandmother
3126
μαμμωνᾶςmammon
3127
ΜαναήνManaen
3128
ΜανασσῆςManasses
3129
μανθάνωlearn
3130
μανίαmad
3131
μάνναmanna
3132
μαντεύομαιby soothsaying
3133
μαραίνωfade away
3134
μαρὰν ἀθάMaran-atha
3135
μαργαρίτηςpearl
3136
ΜάρθαMartha
3137
ΜαρίαMary
3138
ΜάρκοςMarcus
3139
μάρμαροςmarble
3140
μαρτυρέωcharge
3141
μαρτυρίαrecord
3142
μαρτύριονto be testified
3143
μαρτύρομαιtake to record
3144
μάρτυςmartyr
3145
μασσάομαιgnaw
3146
μαστιγόωscourge
3147
μαστίζωscourge
3148
μάστιξplague
3149
μαστόςpap
3150
ματαιολογίαvain jangling
3151
ματαιολόγοςvain talker
3152
μάταιοςvain
3153
ματαιότηςvanity
3154
ματαιόωbecome vain
3155
μάτηνin vain
3156
ΜατθαῖοςMatthew
3157
ΜατθάνMatthan
3158
ΜατθάτMathat
3159
ΜατθίαςMatthias
3160
ΜατταθάMattatha
3161
ΜατταθίαςMattathias
3162
μάχαιραsword
3163
μάχηfighting
3164
μάχομαιfight
3165
μέI
3166
μεγαλαυχέωboast great things
3167
μεγαλεῖοςgreat things
3168
μεγαλειότηςmagnificence
3169
μεγαλοπρεπήςexcellent
3170
μεγαλύνωenlarge
3171
μεγάλωςgreatly
3172
μεγαλωσύνηmajesty
3173
μέγαςexceedingly
3174
μέγεθοςgreatness
3175
μεγιστᾶνεςgreat men
3176
μέγιστοςexceeding great
3177
μεθερμηνεύωinterpret
3178
μέθηdrunkenness
3179
μεθίστημιput out
3180
μεθοδείαwile
3181
μεθόριοςborder
3182
μεθύσκωbe drunk
3183
μέθυσοςdrunkard
3184
μεθύωdrink well
3185
μεῖζονthe more
3186
μειζότεροςgreater
3187
μείζωνelder
3188
μέλανink
3189
μέλαςblack
3190
ΜελεᾶςMeleas
3191
μελετάωimagine
3192
μέλιhoney
3193
μελίσσιοςhoneycomb
3194
ΜελίτηMelita
3195
μέλλωabout
3196
μέλοςmember
3197
ΜελχίMelchi
3198
ΜελχισεδέκMelchisedec
3199
μέλωcare
3200
μεμβράναparchment
3201
μέμφομαιfind fault
3202
μεμψίμοιροςcomplainer
3303
μένeven
3304
μενοῦνγεnay but
3305
μέντοιalso
3306
μένωabide
3307
μερίζωdeal
3308
μέριμναcare
3309
μεριμνάωbe careful
3310
μερίςpart
3311
μερισμόςdividing asunder
3312
μεριστήςdivider
3313
μέροςbehalf
3314
μεσημβρίαnoon
3315
μεσιτεύωconfirm
3316
μεσίτηςmediator
3317
μεσονύκτιονmidnight
3318
ΜεσοποταμίαMesopotamia
3319
μέσοςamong
3320
μεσότοιχονmiddle wall
3321
μεσουράνημαmidst of heaven
3322
μεσόωbe about the midst
3323
ΜεσσίαςMessias
3324
μεστόςfull
3325
μεστόωfill
3326
μετάafter
3327
μεταβαίνωdepart
3328
μεταβάλλωchange mind
3329
μετάγωturn about
3330
μεταδίδωμιgive
3331
μετάθεσιςchange
3332
μεταίρωdepart
3333
μετακαλέωcall
3334
μετακινέωmove away
3335
μεταλαμβάνωeat
3336
μετάλημψιςtaking
3337
μεταλλάσσωchange
3338
μεταμέλλομαιrepent
3339
μεταμορφόωchange
3340
μετανοέωrepent
3341
μετάνοιαrepentance
3342
μεταξύbetween
3343
μεταπέμπωcall for
3344
μεταστρέφωpervert
3345
μετασχηματίζωtransfer
3346
μετατίθημιcarry over
3347
μετέπειταafterward
3348
μετέχωbe partaker
3349
μετεωρίζωbe of doubtful mind
3350
μετοικεσίαbrought
3351
μετοικίζωcarry away
3352
μετοχήfellowship
3353
μέτοχοςfellow
3354
μετρέωfiguratively
3355
μετρητήςfirkin
3356
μετριοπαθέωhave compassion
3357
μετρίωςa little
3358
μέτρονmeasure
3359
μέτωπονforehead
3360
μέχριtill
3361
μήany but
3362
ἐὰν μήbefore
3363
ἵνα μήalbeit not
3364
οὐ μήany more
3365
μηδαμῶςnot so
3366
μηδέneither
3367
μηδείςany
3368
μηδέποτεnever
3369
μηδέπωnot yet
3370
ΜῆδοςMede
3371
μηκέτιany longer
3372
μῆκοςlength
3373
μηκύνωgrow up
3374
μηλωτήsheepskin
3375
μήν+ surely
3376
μήνmonth
3377
μηνύωshew
3378
μὴ οὐκneither
3379
μήποτεif peradventure
3380
μήπωnot yet
3381
μήπωςlest
3382
μηρόςthigh
3383
μήτεneither
3384
μήτηρmother
3385
μήτιnot
3386
μήτιγεhow much more
3387
μήτιςany
3388
μήτραwomb
3389
μητραλῴαςmurderer of mothers
3390
μητρόπολιςchiefest city
3391
μίαa
3392
μιαίνωdefile
3393
μίασμαpollution
3394
μιασμόςuncleanness
3395
μίγμαmixture
3396
μίγνυμιmingle
3397
μικρόνa
3398
μικρόςleast
3399
ΜίλητοςMiletus
3400
μίλιονmile
3401
μιμέομαιfollow
3402
μιμητήςfollower
3403
μιμνήσκωbe mindful
3404
μισέωhate
3405
μισθαποδοσίαrecompence of reward
3406
μισθαποδότηςrewarder
3407
μίσθιοςhired servant
3408
μισθόςhire
3409
μισθόωhire
3410
μίσθωμαhired house
3411
μισθωτόςhired servant
3412
ΜιτυλήνηMitylene
3413
ΜιχαήλMichael
3414
μνᾶpound
3415
μνάομαιbe mindful
3416
ΜνάσωνMnason
3417
μνείαmention
3418
μνῆμαgrave
3419
μνημεῖονgrave
3420
μνήμηremembrance
3421
μνημονεύωmake mention; be mindful
3422
μνημόσυνονmemorial
3423
μνηστεύωespouse
3424
μογιλάλοςhaving an impediment in his speech
3425
μόγιςhardly
3426
μόδιοςbushel
3427
μοίI
3428
μοιχαλίςadulteress
3429
μοιχάωcommit adultery
3430
μοιχείαadultery
3431
μοιχεύωcommit adultery
3432
μοιχόςadulterer
3433
μόλιςhardly
3434
ΜολόχMoloch
3435
μολύνωdefile
3436
μολυσμόςfilthiness
3437
μομφήquarrel
3438
μονήabode
3439
μονογενήςonly
3440
μόνονalone
3441
μόνοςalone
3442
μονόφθαλμοςwith one eye
3443
μονόωbe desolate
3444
μορφήform
3445
μορφόωform
3446
μόρφωσιςform
3447
μοσχοποιέωmake a calf
3448
μόσχοςcalf
3449
μόχθοςpainfulness
3450
μοῦI
3451
μουσικόςmusician
3452
μυελόςmarrow
3453
μυέωinstruct
3454
μῦθοςfable
3455
μυκάομαιroar
3456
μυκτηρίζωmock
3457
μυλικόςmill
3458
μύλοςmillstone
3459
μύλωνmill
3460
ΜύραMyra
3461
μυριάςten thousand
3462
μυρίζωanoint
3463
μύριοιten thousand
3464
μύρονointment
3465
ΜυσίαMysia
3466
μυστήριονmystery
3467
μυωπάζωcannot see far off
3468
μώλωψstripe
3469
μωμάομαιblame
3470
μῶμοςblemish
3471
μωραίνωbecome fool
3472
μωρίαfoolishness
3473
μωρολογίαfoolish talking
3474
μωρόςfoolish
3475
ΜωσεύςMoses
3476
ΝαασσώνNaasson
3477
ΝαγγαίNagge
3478
ΝαζαρέθNazareth
3479
Ναζαρηνόςof Nazareth
3480
ΝαζωραῖοςNazarene
3481
ΝαθάνNathan
3482
ΝαθαναήλNathanael
3483
ναίeven so
3484
ΝαΐνNain
3485
ναόςshrine
3486
ΝαούμNaum
3487
νάρδοςnard
3488
ΝάρκισσοςNarcissus
3489
ναυαγέωmake shipwreck
3490
ναύκληροςowner of a ship
3491
ναῦςship
3492
ναύτηςsailor
3493
ΝαχώρNachor
3494
νεανίαςyoung man
3495
νεανίσκοςyoung man
3496
ΝεάπολιςNeapolis
3497
ΝεεμάνNaaman
3498
νεκρόςdead
3499
νεκρόωbe dead
3500
νέκρωσιςdeadness
3501
νέοςnew
3502
νεοσσόςyoung
3503
νεότηςyouth
3504
νεόφυτοςnovice
3505
ΝέρωνNero
3506
νεύωbeckon
3507
νεφέληcloud
3508
ΝεφθαλείμNephthalim
3509
νέφοςcloud
3510
νεφρόςreins
3511
νεωκόροςworshipper
3512
νεωτερικόςyouthful
3513
νήI protest by
3514
νήθωspin
3515
νηπιάζωbe a child
3516
νήπιοςbabe
3517
ΝηρεύςNereus
3518
ΝηρίNeri
3519
νησίονisland
3520
νῆσοςisland
3521
νηστείαfast
3522
νηστεύωfast
3523
νῆστιςfasting
3524
νηφάλεοςsober
3525
νήφωbe sober
3526
ΝίγερNiger
3527
ΝικάνωρNicanor
3528
νικάωconquer
3529
νίκηvictory
3530
ΝικόδημοςNicodemus
3531
ΝικολαΐτηςNicolaitane
3532
ΝικόλαοςNicolaus
3533
ΝικόπολιςNicopolis
3534
νῖκοςvictory
3535
ΝινευΐNineve
3536
Νινευΐτηςof Nineve
3537
νιπτήρbason
3538
νίπτωwash
3539
νοιέωconsider
3540
νόημαdevice
3541
νόθοςbastard
3542
νομήeat
3543
νομίζωsuppose
3544
νομικόςabout the law
3545
νομίμωςlawfully
3546
νόμισμαmoney
3547
νομοδιδάσκαλοςdoctor of the law
3548
νομοθεσίαgiving of the law
3549
νομοθετέωestablish
3550
νομοθέτηςlawgiver
3551
νόμοςlaw
3552
νοσέωdote
3553
νόσημαdisease
3554
νόσοςdisease
3555
νοσσιάbrood
3556
νοσσίονchicken
3557
νοσφίζομαιkeep back
3558
νότοςsouth
3559
νουθεσίαadmonition
3560
νουθετέωadmonish
3561
νουμηνίαnew moon
3562
νουνεχῶςdiscreetly
3563
νοῦςmind
3564
ΝυμφᾶςNymphas
3565
νύμφηbride
3566
νυμφίοςbridegroom
3567
νυμφώνbridechamber
3568
νῦνhenceforth
3569
τανῦνnow
3570
νυνίnow
3571
νύξnight
3572
νύσσωpierce
3573
νυστάζωslumber
3574
νυχθήμερονnight and day
3575
ΝῶεNoe
3576
νωθρόςdull
3577
νῶτοςback
3578
ξενίαlodging
3579
ξενίζωentertain
3580
ξενοδοχέωlodge strangers
3581
ξένοςhost
3582
ξέστηςpot
3583
ξηραίνωdry up
3584
ξηρόςdry land
3585
ξύλινοςof wood
3586
ξύλονstaff
3587
ξυράωshave
3588
the
3589
ὀγδοήκονταfourscore
3590
ὄγδοοςeighth
3591
ὄγκοςweight
3592
ὅδεhe
3593
ὁδεύωjourney
3594
ὁδηγέωguide
3595
ὁδηγόςguide
3596
ὁδοιπορέωgo on a journey
3597
ὁδοιπορίαjourney
3598
ὁδόςjourney
3599
ὀδούςtooth
3600
ὀδυνάωsorrow
3601
ὀδύνηsorrow
3602
ὀδυρμόςmourning
3603
ὅ ἐστιcalled
3604
ὈζίαςOzias
3605
ὄζωstink
3606
ὅθενfrom thence
3607
ὀθόνηsheet
3608
ὀθόνιονlinen clothes
3609
οἰκεῖοςof the house
3610
οἰκέτηςservant
3611
οἰκέωdwell
3612
οἴκημαprison
3613
οἰκητήριονhabitation
3614
οἰκίαhome
3615
οἰκιακόςthey of household
3616
οἰκοδεσποτέωguide the house
3617
οἰκοδεσπότηςgoodman
3618
οἰκοδομέωbuild
3619
οἰκοδομήbuilding
3620
οἰκοδομίαedifying
3621
οἰκονομέωbe steward
3622
οἰκονομίαdispensation
3623
οἰκονόμοςchamberlain
3624
οἶκοςhome
3625
οἰκουμένηearth
3626
οἰκουρόςkeeper at home
3627
οἰκτείρωhave compassion on
3628
οἰκτιρμόςmercy
3629
οἰκτίρμωνmerciful
3630
οἰνοπότηςwinebibber
3631
οἶνοςwine
3632
οἰνοφλυγίαexcess of wine
3633
οἴομαιsuppose
3634
οἷοςso
3635
ὀκνέωdelay
3636
ὀκνηρόςgrievous
3637
ὀκταήμεροςthe eighth day
3638
ὀκτώeight
3639
ὄλεθροςdestruction
3640
ὀλιγόπιστοςof little faith
3641
ὀλίγος+ almost
3642
ὀλιγόψυχοςfeebleminded
3643
ὀλιγωρέωdespise
3644
ὀλοθρευτήςdestroyer
3645
ὀλοθρεύωdestroy
3646
ὁλοκαύτωμαburnt offering
3647
ὁλοκληρίαperfect soundness
3648
ὁλόκληροςentire
3649
ὀλολύζωhowl
3650
ὅλοςall
3651
ὁλοτελήςwholly
3652
ὈλυμπᾶςOlympas
3653
ὄλυνθοςuntimely fig
3654
ὅλωςat all
3655
ὄμβροςshower
3656
ὁμιλέωcommune
3657
ὁμιλίαcommunication
3658
ὅμιλοςcompany
3659
ὄμμαeye
3660
ὀμνύωswear
3661
ὁμοθυμαδόνwith one accord
3662
ὁμοιάζωagree
3663
ὁμοιοπαθήςof like passions
3664
ὅμοιοςlike
3665
ὁμοιότηςlike as
3666
ὁμοιόωbe like
3667
ὁμοίωμαmade like to
3668
ὁμοίωςlikewise
3669
ὁμοίωσιςsimilitude
3670
ὁμολογέωcon- fess
3671
ὁμολογίαcon- fession
3672
ὁμολογουμένωςwithout controversy
3673
ὁμότεχνοςof the same craft
3674
ὁμοῦtogether
3675
ὁμόφρωνof one mind
3676
ὅμωςand even
3677
ὄναρdream
3678
ὀνάριονyoung ass
3679
ὀνειδίζωcast in teeth
3680
ὀνειδισμόςreproach
3681
ὄνειδοςreproach
3682
ὈνήσιμοςOnesimus
3683
ὈνησίφοροςOnespiphorus
3684
ὀνικόςmillstone
3685
ὀνίνημιhave joy
3686
ὄνομαcalled
3687
ὀνομάζωcall
3688
ὄνοςan ass
3689
ὄντωςcertainly
3690
ὄξοςvinegar
3691
ὀξύςsharp
3692
ὀπήcave
3693
ὄπισθενafter
3694
ὀπίσωafter
3695
ὁπλίζωarm self
3696
ὅπλονarmour
3697
ὁποῖοςwhat manner of
3698
ὁπότεwhen
3699
ὅπουin what place
3700
ὀπτάνομαιappear
3701
ὀπτασίαvision
3702
ὀπτόςbroiled
3703
ὀπώραfruit
3704
ὅπωςbecause
3705
ὅραμαsight
3706
ὅρασιςsight
3707
ὁρατόςvisible
3708
ὁράωbehold
3709
ὀργήanger
3710
ὀργίζωbe angry
3711
ὀργίλοςsoon angry
3712
ὀργυιάfathom
3713
ὀρέγομαιcovet after
3714
ὀρεινόςhill country
3715
ὄρεξιςlust
3716
ὀρθοποδέωwalk uprightly
3717
ὀρθόςstraight
3718
ὀρθοτομέωrightly divide
3719
ὀρθρίζωcome early in the morning
3720
ὀρθρινόςmorning
3721
ὄρθριοςearly
3722
ὄρθροςearly in the morning
3723
ὀρθῶςplain
3724
ὁρίζωdeclare
3725
ὅριονborder
3726
ὁρκίζωadjure
3727
ὅρκοςoath
3728
ὁρκωμοσίαoath
3729
ὁρμάωrun
3730
ὁρμήassault
3731
ὅρμημαviolence
3732
ὄρνεονbird
3733
ὄρνιςhen
3734
ὁροθεσίαbound
3735
ὄροςhill
3736
ὀρύσσωdig
3737
ὀρφανόςcomfortless
3738
ὀρχέομαιdance
3739
ὅςone
3740
ὁσάκιςas oft as
3741
ὅσιοςholy
3742
ὁσιότηςholiness
3743
ὁσίωςholily
3744
ὀσμήodour
3745
ὅσοςall
3746
ὅσπερwhomsoever
3747
ὀστέονbone
3748
ὅστιςand
3749
ὀστράκινοςof earth
3750
ὄσφρησιςsmelling
3751
ὀσφῦςloin
3752
ὅτανas long as
3753
ὅτεafter
3754
ὅτιas concerning that
3755
ὅτουwhiles
3756
οὐ+ long
3757
οὗwhere
3758
οὐάah
3759
οὐαίalas
3760
οὐδαμῶςnot
3761
οὐδέneither
3762
οὐδείςany
3763
οὐδέποτεneither at any time
3764
οὐδέπωas yet not
3765
οὐκέτιafter that
3766
οὐκοῦνthen
3767
οὖνand
3768
οὔπωhitherto not
3769
οὐράtail
3770
οὐράνιοςheavenly
3771
οὐρανόθενfrom heaven
3772
οὐρανόςair
3773
ΟὐρβανόςUrbanus
3774
ΟὐρίαςUrias
3775
οὖςear
3776
οὐσίαgoods
3777
οὔτεneither
3778
οὗτοςhe
3779
οὕτωafter that
3780
οὐχίnay
3781
ὀφειλέτηςdebtor
3782
ὀφειλήdebt
3783
ὀφείλημαdebt
3784
ὀφείλωbehove
3785
ὄφελονwould
3786
ὄφελοςadvantageth
3787
ὀφθαλμοδουλείαeye-service
3788
ὀφθαλμόςeye
3789
ὄφιςserpent
3790
ὀφρῦςbrow
3791
ὀχλέωvex
3792
ὀχλοποιέωgather a company
3793
ὄχλοςcompany
3794
ὀχύρωμαstronghold
3795
ὀψάριονfish
3796
ὀψέeven
3797
ὄψιμοςlatter
3798
ὄψιοςevening
3799
ὄψιςappearance
3800
ὀψώνιονwages
3801
ὁ ὢν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενοςwhich art
3802
παγιδεύωentangle
3803
παγίςsnare
3804
πάθημαaffection
3805
παθητόςsuffer
3806
πάθοςaffection
3807
παιδαγωγόςinstructor
3808
παιδάριονchild
3809
παιδείαchastening
3810
παιδευτήςwhich corrected
3811
παιδεύωchasten
3812
παιδιόθενof a child
3813
παιδίονchild
3814
παιδίσκηbondmaid
3815
παίζωplay
3816
παῖςchild
3817
παίωsmite
3818
ΠακατιανήPacatiana
3819
πάλαιany while
3820
παλαιόςold
3821
παλαιότηςoldness
3822
παλαιόωdecay
3823
πάλη+ wrestle
3824
παλιγγενεσίαregeneration
3825
πάλινagain
3826
παμπληθείall at once
3827
πάμπολυςvery great
3828
ΠαμφυλίαPamphylia
3829
πανδοχεῖονinn
3830
πανδοχεύςhost
3831
πανήγυριςgeneral assembly
3832
πανοικίwith all his house
3833
πανοπλίαall armour
3834
πανουργίαcraftiness
3835
πανοῦργοςcrafty
3836
πανταχόθενfrom every quarter
3837
πανταχοῦin all places
3838
παντελής+ in wise
3839
πάντηalways
3840
πάντοθενon every side
3841
παντοκράτωρAlmighty
3842
πάντοτεalway
3843
πάντωςby all means
3844
παράabove
3845
παραβαίνωtransgress
3846
παραβάλλωarrive
3847
παράβασιςbreaking
3848
παραβάτηςbreaker
3849
παραβιάζομαιconstrain
3850
παραβολήcomparison
3851
παραβουλεύομαιnot regard
3852
παραγγελίαcharge
3853
παραγγέλλωcharge
3854
παραγίνομαιcome
3855
παράγωdepart
3856
παραδειγματίζωmake a public example
3857
παράδεισοςparadise
3858
παραδέχομαιreceive
3859
παραδιατριβήperverse disputing
3860
παραδίδωμιbetray
3861
παράδοξοςstrange
3862
παράδοσιςordinance
3863
παραζηλόωprovoke to emulation
3864
παραθαλάσσιοςupon the sea coast
3865
παραθεωρέωneglect
3866
παραθήκηcommitted unto
3867
παραινέωadmonish
3868
παραιτέομαιavoid
3869
παρακαθίζωsit
3870
παρακαλέωbeseech
3871
παρακαλύπτωhide
3872
παρακαταθήκηthat which is committed to
3873
παράκειμαιbe present
3874
παράκλησιςcomfort
3875
παράκλητοςadvocate
3876
παρακοήdisobedience
3877
παρακολουθέωattain
3878
παρακούωneglect to hear
3879
παρακύπτωlook
3880
παραλαμβάνωreceive
3881
παραλέγομαιpass
3882
παράλιοςsea coast
3883
παραλλαγήvariableness
3884
παραλογίζομαιbeguile
3885
παραλυτικόςthat had the palsy
3886
παραλύωfeeble
3887
παραμένωabide
3888
παραμυθέομαιcomfort
3889
παραμυθίαcomfort
3890
παραμύθιονcomfort
3891
παρανομέωcontrary to law
3892
παρανομίαiniquity
3893
παραπικραίνωprovoke
3894
παραπικρασμόςprovocation
3895
παραπίπτωfall away
3896
παραπλέωsail by
3897
παραπλήσιονnigh unto
3898
παραπλησίωςlikewise
3899
παραπορεύομαιgo
3900
παράπτωμαfall
3901
παραῤῥυέωlet slip
3902
παράσημοςsign
3903
παρασκευάζωprepare self
3904
παρασκευήpreparation
3905
παρατείνωcontinue
3906
παρατηρέωobserve
3907
παρατήρησιςobervation
3908
παρατίθημιallege
3909
παρατυγχάνωmeet with
3910
παραυτίκαbut for a moment
3911
παραφέρωremove
3912
παραφρονέωas a fool
3913
παραφρονίαmadness
3914
παραχειμάζωwinter
3915
παραχειμασίαwinter in
3916
παραχρῆμαforthwith
3917
πάρδαλιςleopard
3918
πάρειμιcome
3919
παρεισάγωprivily bring in
3920
παρείσακτοςunawares brought in
3921
παρεισδύνωcreep in unawares
3922
παρεισέρχομαιcome in privily
3923
παρεισφέρωgive
3924
παρεκτόςexcept
3925
παρεμβολήarmy
3926
παρενοχλέωtrouble
3927
παρεπίδημοςpilgrim
3928
παρέρχομαιcome
3929
πάρεσιςremission
3930
παρέχωbring
3931
παρηγορίαcomfort
3932
παρθενίαvirginity
3933
παρθένοςvirgin
3934
ΠάρθοςParthian
3935
παρίημιhang down
3936
παρίστημιassist
3937
ΠαρμενᾶςParmenas
3938
πάροδοςway
3939
παροικέωsojourn in
3940
παροικίαsojourning
3941
πάροικοςforeigner
3942
παροιμίαparable
3943
πάροινοςgiven to wine
3944
παροίχομαιpast
3945
παρομοιάζωbe like unto
3946
παρόμοιοςlike
3947
παροξύνωeasily provoke
3948
παροξυσμόςcontention
3949
παροργίζωanger
3950
παροργισμόςwrath
3951
παροτρύνωstir up
3952
παρουσίαcoming
3953
παροψίςplatter
3954
παῤῥησίαbold
3955
παῤῥησιάζομαιbe bold
3956
πᾶςall
3957
πάσχαEaster
3958
πάσχωfeel
3959
ΠάταραPatara
3960
πατάσσωsmite
3961
πατέωtread
3962
πατήρfather
3963
ΠάτμοςPatmos
3964
πατραλῴαςmurderer of fathers
3965
πατριάfamily
3966
πατριάρχηςpatriarch
3967
πατρικόςof fathers
3968
πατρίςcountry
3969
ΠατροβᾶςPatrobas
3970
πατροπαράδοτοςreceived by tradition from fathers
3971
πατρῷοςof fathers
3972
ΠαῦλοςPaul
3973
παύωcease
3974
ΠάφοςPaphos
3975
παχύνωwax gross
3976
πέδηfetter
3977
πεδινόςplain
3978
πεζεύωgo afoot
3979
πεζῇa- foot
3980
πειθαρχέωhearken
3981
πειθόςenticing
3982
πείθωagree
3983
πεινάωbe an hungered
3984
πεῖραassaying
3985
πειράζωassay
3986
πειρασμόςtemptation
3987
πειράωassay
3988
πεισμονήpersuasion
3989
πέλαγοςdepth
3990
πελεκίζωbehead
3991
πέμπτοςfifth
3992
πέμπωsend
3993
πένηςpoor
3994
πενθεράmother in law
3995
πενθερόςfather in law
3996
πενθέωmourn
3997
πένθοςmourning
3998
πενιχρόςpoor
3999
πεντάκιςfive times
4000
πεντακισχίλιοιfive thousand
4001
πεντακόσιοιfive hundred
4002
πέντεfive
4003
πεντεκαιδέκατοςfifteenth
4004
πεντήκονταfifty
4005
πεντηκοστήPentecost
4006
πεποίθησιςconfidence
4007
περsoever
4008
πέρανbeyond
4009
πέραςend
4010
ΠέργαμοςPergamos
4011
ΠέργηPerga
4012
περίabout
4013
περιάγωcompass
4014
περιαιρέωtake away
4015
περιαστράπτωshine round
4016
περιβάλλωarray
4017
περιβλέπωlook about
4018
περιβόλαιονcovering
4019
περιδέωbind about
4020
περιεργάζομαιbe a busybody
4021
περίεργοςbusybody
4022
περιέρχομαιfetch a compass
4023
περιέχω+ astonished
4024
περιζώννυμιgird
4025
περίθεσιςwearing
4026
περιΐστημιavoid
4027
περικάθαρμαfilth
4028
περικαλύπτωblindfold
4029
περίκειμαιbe bound with
4030
περικεφαλαίαhelmet
4031
περικρατής+ come by
4032
περικρύπτωhide
4033
περικυκλόωcompass round
4034
περιλάμπωshine round about
4035
περιλείπωremain
4036
περίλυποςexceeding sorry
4037
περιμένωwait for
4038
πέριξround about
4039
περιοικέωdwell round about
4040
περίοικοςneighbour
4041
περιούσιοςpeculiar
4042
περιοχήplace
4043
περιπατέωgo
4044
περιπείρωpierce through
4045
περιπίπτωfall among
4046
περιποιέομαιpurchase
4047
περιποίησιςobtain
4048
περιῤῥήγνυμιrend off
4049
περισπάωcumber
4050
περισσείαabundance
4051
περίσσευμαabundance
4052
περισσεύωabound
4053
περισσόςexceeding abundantly above
4054
περισσότερονmore abundantly
4055
περισσότεροςmore abundant
4056
περισσοτέρωςmore abundant
4057
περισσῶςexceedingly
4058
περιστεράdove
4059
περιτέμνωcircumcise
4060
περιτίθημιbestow upon
4061
περιτομήcircumcised
4062
περιτρέπω+ make mad
4063
περιτρέχωrun through
4064
περιφέρωbear about
4065
περιφρονέωdespise
4066
περίχωροςcountry about
4067
περίψωμαoffscouring
4068
περπερεύομαιvaunt itself
4069
ΠερσίςPersis
4070
πέρυσι+ a year ago
4071
πετεινόνbird
4072
πέτομαιfly
4073
πέτραrock
4074
ΠέτροςPeter
4075
πετρώδηςstony
4076
πήγανονrue
4077
πηγήfountain
4078
πήγνυμιpitch
4079
πηδάλιονrudder
4080
πηλίκοςhow great
4081
πηλόςclay
4082
πήραscrip
4083
πῆχυςcubit
4084
πιάζωapprehend
4085
πιέζωpress down
4086
πιθανολογίαenticing words
4087
πικραίνωbe bitter
4088
πικρίαbitterness
4089
πικρόςbitter
4090
πικρῶςbitterly
4091
ΠιλᾶτοςPilate
4092
πίμπρημιbe swollen
4093
πινακίδιονwriting table
4094
πίναξcharger
4095
πίνωdrink
4096
πιότηςfatness
4097
πιπράσκωsell
4098
πίπτωfail
4099
ΠισιδίαPisidia
4100
πιστεύωbelieve
4101
πιστικόςspike-
4102
πίστιςassurance
4103
πιστόςbelieve
4104
πιστόωassure of
4105
πλανάωgo astray
4106
πλάνηdeceit
4107
πλανήτηςwandering
4108
πλάνοςdeceiver
4109
πλάξtable
4110
πλάσμαthing formed
4111
πλάσσωform
4112
πλαστόςfeigned
4113
πλατεῖαstreet
4114
πλάτοςbreadth
4115
πλατύνωmake broad
4116
πλατύςwide
4117
πλέγμαbroidered hair
4118
πλεῖστοςvery great
4119
πλείωνabove
4120
πλέκωplait
4121
πλεονάζωabound
4122
πλεονεκτέωget an advantage
4123
πλεονέκτηςcovetous
4124
πλεονεξίαcovetous practices
4125
πλευράside
4126
πλέωsail
4127
πληγήplague
4128
πλῆθοςbundle
4129
πληθύνωabound
4130
πλήθωaccomplish
4131
πλήκτηςstriker
4132
πλήμμυραflood
4133
πλήνbut
4134
πλήρηςfull
4135
πληροφορέωmost surely believe
4136
πληροφορίαassurance
4137
πληρόωaccomplish
4138
πλήρωμαwhich is put in to fill up
4139
πλησίονnear
4140
πλησμονήsatisfying
4141
πλήσσωsmite
4142
πλοιάριονboat
4143
πλοῖονship
4144
πλόοςcourse
4145
πλούσιοςrich
4146
πλουσίωςabundantly
4147
πλουτέωbe increased with goods
4148
πλουτίζωen- rich
4149
πλοῦτοςriches
4150
πλύνωwash
4151
πνεῦμαghost
4152
πνευματικόςspiritual
4153
πνευματικῶςspiritually
4154
πνέωblow
4155
πνίγωchoke
4156
πνικτόςstrangled
4157
πνοήbreath
4158
ποδήρηςgarment down to the foot
4159
πόθενwhence
4160
ποιέωabide
4161
ποίημαthing that is made
4162
ποίησιςdeed
4163
ποιητήςdoer
4164
ποικίλοςdivers
4165
ποιμαίνωfeed
4166
ποιμήνshepherd
4167
ποίμνηflock
4168
ποίμνιονflock
4169
ποῖοςwhat
4170
πολεμέωfight
4171
πόλεμοςbattle
4172
πόλιςcity
4173
πολιτάρχηςruler of the city
4174
πολιτείαcommonwealth
4175
πολίτευμαconversation
4176
πολιτεύομαιlet conversation be
4177
πολίτηςcitizen
4178
πολλάκιςoften
4179
πολλαπλασίωνmanifold more
4180
πολυλογίαmuch speaking
4181
πολυμερῶςat sundry times
4182
πολυποίκιλοςmanifold
4183
πολύςabundant
4184
πολύσπλαγχνοςvery pitiful
4185
πολυτελήςcostly
4186
πολύτιμοςvery costly
4187
πολυτρόπωςin divers manners
4188
πόμαdrink
4189
πονηρίαiniquity
4190
πονηρόςbad
4191
πονηρότεροςmore wicked
4192
πόνοςpain
4193
Ποντικόςborn in Pontus
4194
ΠόντιοςPontius
4195
ΠόντοςPontus
4196
ΠόπλιοςPublius
4197
πορείαjourney
4198
πορεύομαιdepart
4199
πορθέωdestroy
4200
πορισμόςgain
4201
ΠόρκιοςPorcius
4202
πορνείαfornication
4203
πορνεύωcommit
4204
πόρνηharlot
4205
πόρνοςfornicator
4206
πόῤῥωfar
4207
πόῤῥωθενafar off
4208
ποῤῥωτέρωfarther
4209
πορφύραpurple
4210
πορφυροῦςpurple
4211
πορφυρόπωλιςseller of purple
4212
ποσάκιςhow oft
4213
πόσιςdrink
4214
πόσοςhow great
4215
ποταμόςflood
4216
ποταμοφόρητοςcarried away of the flood
4217
ποταπόςwhat
4218
ποτέsometime
4219
πότε+ how long
4220
πότερονwhether
4221
ποτήριονcup
4222
ποτίζωgive to drink
4223
ΠοτίολοιPuteoli
4224
πότοςbanqueting
4225
πούabout
4226
ποῦwhere
4227
ΠούδηςPudens
4228
πούςfoot
4229
πρᾶγμαbusiness
4230
πραγματείαaffair
4231
πραγματεύομαιoccupy
4232
πραιτώριονhall
4233
πράκτωρofficer
4234
πρᾶξιςdeed
4235
πρᾷοςmeek
4236
πρᾳότηςmeekness
4237
πρασιάin ranks
4238
πράσσωcommit
4239
πραΰςmeek
4240
πραΰτηςmeekness
4241
πρέπωbecome
4242
πρεσβείαambassage
4243
πρεσβεύωbe an ambassador
4244
πρεσβυτέριονelder
4245
πρεσβύτεροςelder
4246
πρεσβύτηςaged
4247
πρεσβῦτιςaged woman
4248
πρηνήςheadlong
4249
πρίζωsaw asunder
4250
πρίνbefore
4251
ΠρίσκαPrisca
4252
ΠρίσκιλλαPriscilla
4253
πρόabove
4254
προάγωbring
4255
προαιρέομαιpurpose
4256
προαιτιάομαιprove before
4257
προακούωhear before
4258
προαμαρτάνωsin already
4259
προαύλιονporch
4260
προβαίνω+ be of a great age
4261
προβάλλωput forward
4262
προβατικόςsheep
4263
πρόβατονsheep
4264
προβιβάζωdraw
4265
προβλέπωprovide
4266
προγίνομαιbe past
4267
προγινώσκωforeknow
4268
πρόγνωσιςforeknowledge
4269
πρόγονοςforefather
4270
προγράφωbefore ordain
4271
πρόδηλοςevident
4272
προδίδωμιfirst give
4273
προδότηςbetrayer
4274
πρόδρομοςforerunner
4275
προείδωforesee
4276
προελπίζωfirst trust
4277
προέπωforewarn
4278
προενάρχομαιbegin
4279
προεπαγγέλλομαιpromise before
4280
προερέωforetell
4281
προέρχομαιgo before
4282
προετοιμάζωordain before
4283
προευαγγελίζομαιpreach before the gospel
4284
προέχομαιbe better
4285
προηγέομαιprefer
4286
πρόθεσιςpurpose
4287
προθέσμιοςtime appointed
4288
προθυμίαforwardness of mind
4289
πρόθυμοςready
4290
προθύμωςwillingly
4291
προΐστημιmaintain
4292
προκαλέομαιprovoke
4293
προκαταγγέλλωforetell
4294
προκαταρτίζωmake up beforehand
4295
πρόκειμαιbe first
4296
προκηρύσσωbefore preach
4297
προκοπήfurtherance
4298
προκόπτωincrease
4299
πρόκριμαprefer one before another
4300
προκυρόωconfirm before
4301
προλαμβάνωcome aforehand
4302
προλέγωforetell
4303
προμαρτύρομαιtestify beforehand
4304
προμελετάωmeditate before
4305
προμεριμνάωtake thought beforehand
4306
προνοέωprovide
4307
πρόνοιαprovidence
4308
προοράωforesee
4309
προορίζωdetermine before
4310
προπάσχωsuffer before
4311
προπέμπωaccompany
4312
προπετήςheady
4313
προπορεύομαιgo before
4314
πρόςabout
4315
προσάββατονday before the sabbath
4316
προσαγορεύωcall
4317
προσάγωbring
4318
προσαγωγήaccess
4319
προσαιτέωbeg
4320
προσαναβαίνωgo up
4321
προσαναλίσκωspend
4322
προσαναπληρόωsupply
4323
προσανατίθημιin conference add
4324
προσαπειλέωi
4325
προσδαπανάωspend more
4326
προσδέομαιneed
4327
προσδέχομαιaccept
4328
προσδοκάωexpect
4329
προσδοκίαexpectation
4330
προσεάωsuffer
4331
προσεγγίζωcome nigh
4332
προσεδρεύωwait at
4333
προσεργάζομαιgain
4334
προσέρχομαιcome
4335
προσευχήpray earnestly
4336
προσεύχομαιpray
4337
προσέχωattend
4338
προσηλόωnail to
4339
προσήλυτοςproselyte
4340
πρόσκαιροςdur- for awhile
4341
προσκαλέομαιcall
4342
προσκαρτερέωattend continually
4343
προσκαρτέρησιςperseverance
4344
προσκεφάλαιονpillow
4345
προσκληρόωconsort with
4346
πρόσκλισιςpartiality
4347
προσκολλάωcleave
4348
πρόσκομμαoffence
4349
προσκοπήoffence
4350
προσκόπτωbeat upon
4351
προσκυλίωroll
4352
προσκυνέωworship
4353
προσκυνητήςworshipper
4354
προσλαλέωspeak to
4355
προσλαμβάνωreceive
4356
πρόσληψιςreceiving
4357
προσμένωabide still
4358
προσορμίζωdraw to the shore
4359
προσοφείλωover besides
4360
προσοχθίζωbe grieved at
4361
πρόσπεινοςvery hungry
4362
προσπήγνυμιcrucify
4363
προσπίπτωbeat upon
4364
προσποιέομαιmake as though
4365
προσπορεύομαιgo before
4366
προσρήγνυμιbeat vehemently against
4367
προστάσσωbid
4368
προστάτιςsuccourer
4369
προστίθημιadd
4370
προστρέχωrun
4371
προσφάγιονmeat
4372
πρόσφατοςnew
4373
προσφάτωςlately
4374
προσφέρωbring
4375
προσφιλήςlovely
4376
προσφοράoffering
4377
προσφωνέωcall unto
4378
πρόσχυσιςsprinkling
4379
προσψαύωtouch
4380
προσωποληπτέωhave respect to persons
4381
προσωπολήπτηςrespecter of persons
4382
προσωποληψίαrespect of persons
4383
πρόσωπονappearance
4384
προτάσσωbefore appoint
4385
προτείνωbind
4386
πρότερονbefore
4387
πρότεροςformer
4388
προτίθεμαιpurpose
4389
προτρέπομαιexhort
4390
προτρέχωoutrun
4391
προϋπάρχω+ be before
4392
πρόφασιςcloke
4393
προφέρωbring forth
4394
προφητείαprophecy
4395
προφητεύωprophesy
4396
προφήτηςprophet
4397
προφητικόςof prophecy
4398
προφῆτιςprophetess
4399
προφθάνωprevent
4400
προχειρίζομαιchoose
4401
προχειροτονέωchoose before
4402
ΠρόχοροςProchorus
4403
πρύμναhinder part
4404
πρωΐearly
4405
πρωΐαearly
4406
πρώϊμοςearly
4407
πρωϊνόςmorning
4408
πρῶραforepart
4409
πρωτεύωhave the preeminence
4410
πρωτοκαθεδρίαchief
4411
πρωτοκλισίαchief
4412
πρῶτονbefore
4413
πρῶτοςbefore
4414
πρωτοστάτηςringleader
4415
πρωτοτόκιαbirthright
4416
πρωτότοκοςfirstbegotten
4417
πταίωfall
4418
πτέρναheel
4419
πτερύγιονpinnacle
4420
πτέρυξwing
4421
πτηνόνbird
4422
πτοέωfrighten
4423
πτόησιςamazement
4424
ΠτολεμαΐςPtolemais
4425
πτύονfan
4426
πτύρωterrify
4427
πτύσμαspittle
4428
πτύσσωclose
4429
πτύωspit
4430
πτῶμαdead body
4431
πτῶσιςfall
4432
πτωχείαpoverty
4433
πτωχεύωbecome poor
4434
πτωχόςbeggar
4435
πυγμήoft
4436
Πύθωνdivination
4437
πυκνόςoften
4438
πυκτέωfight
4439
πύληgate
4440
πυλώνgate
4441
πυνθάνομαιask
4442
πῦρfiery
4443
πυράfire
4444
πύργοςtower
4445
πυρέσσωbe sick of a fever
4446
πυρετόςfever
4447
πύρινοςof fire
4448
πυρόωburn
4449
πυῤῥάζωbe red
4450
πυῤῥόςred
4451
πύρωσιςburning
4452
-πωyet
4453
πωλέωsell
4454
πῶλοςcolt
4455
πώποτεat any time
4456
πωρόωblind
4457
πώρωσιςblindness
4458
-πώςhaply
4459
πῶςhow
4460
ῬαάβRahab
4461
ῥαββίMaster
4462
ῥαββονίLord
4463
ῥαβδίζωbeat
4464
ῥάβδοςrod
4465
ῥαβδοῦχοςserjeant
4466
ῬαγαῦRagau
4467
ῥᾳδιούργημαlewdness
4468
ῥᾳδιουργίαmischief
4469
ῥακάRaca
4470
ῥάκοςcloth
4471
ῬαμᾶRama
4472
ῥαντίζωsprinkle
4473
ῥαντισμόςsprinkling
4474
ῥαπίζωsmite
4475
ῥάπισμαpalm of the hand
4476
ῥαφίςneedle
4477
ῬαχάβRachab
4478
ῬαχήλRachel
4479
ῬεβέκκαRebecca
4480
ῥέδαchariot
4481
ῬεμφάνRemphan
4482
ῥέωflow
4483
ῥέωcommand
4484
ῬήγιονRhegium
4485
ῥῆγμαruin
4486
ῥήγνυμιbreak
4487
ῥῆμα+ evil
4488
ῬησάRhesa
4489
ῥήτωρorator
4490
ῥητῶςexpressly
4491
ῥίζαroot
4492
ῥιζόωroot
4493
ῥιπήtwinkling
4494
ῥιπίζωtoss
4495
ῥιπτέωcast off
4496
ῥίπτωcast
4497
ῬοβοάμRoboam
4498
ῬόδηRhoda
4499
ῬόδοςRhodes
4500
ῥοιζηδόνwith a great noise
4501
ῥομφαίαsword
4502
ῬουβήνReuben
4503
ῬούθRuth
4504
ῬοῦφοςRufus
4505
ῥύμηlane
4506
ῥύομαιdeliver
4507
ῥυπαρίαturpitude
4508
ῥυπαρόςvile
4509
ῥύποςfilth
4510
ῥυπόωbe filthy
4511
ῥύσιςissue
4512
ῥυτίςwrinkle
4513
ῬωμαϊκόςLatin
4514
ῬωμαῖοςRoman
4515
ῬωμαϊστίLatin
4516
ῬώμηRome
4517
ῥώννυμιfarewell
4518
σαβαχθάνιsabachthani
4519
σαβαώθsabaoth
4520
σαββατισμόςrest
4521
σάββατονsabbath
4522
σαγήνηnet
4523
ΣαδδουκαῖοςSadducee
4524
ΣαδώκSadoc
4525
σαίνωmove
4526
σάκκοςsackcloth
4527
ΣαλάSala
4528
ΣαλαθιήλSalathiel
4529
ΣαλαμίςSalamis
4530
ΣαλείμSalim
4531
σαλεύωmove
4532
ΣαλήμSalem
4533
ΣαλμώνSalmon
4534
ΣαλμώνηSalmone
4535
σάλοςwave
4536
σάλπιγξtrump
4537
σαλπίζωsound
4538
σαλπιστήςtrumpeter
4539
ΣαλώμηSalome
4540
ΣαμάρειαSamaria
4541
ΣαμαρείτηςSamaritan
4542
Σαμαρεῖτιςof Samaria
4543
ΣαμοθρᾴκηSamothracia
4544
ΣάμοςSamos
4545
ΣαμουήλSamuel
4546
ΣαμψώνSamson
4547
σανδάλιονsandal
4548
σανίςboard
4549
ΣαούλSaul
4550
σαπρόςbad
4551
ΣαπφείρηSapphira
4552
σάπφειροςsapphire
4553
σαργάνηbasket
4554
ΣάρδειςSardis
4555
σάρδινοςsardine
4556
σάρδιοςsardius
4557
σαρδόνυξsardonyx
4558
ΣάρεπταSarepta
4559
σαρκικόςcarnal
4560
σάρκινοςfleshly
4561
σάρξcarnal
4562
ΣαρούχSaruch
4563
σαρόωsweep
4564
ΣάῤῥαSara
4565
ΣάρωνSaron
4566
ΣατᾶνSatan
4567
ΣατανᾶςSatan
4568
σάτονmeasure
4569
ΣαῦλοςSaul
4570
σβέννυμιgo out
4571
σέthee
4572
σεαυτοῦthee
4573
σεβάζομαιworship
4574
σέβασμαdevotion
4575
σεβαστόςAugustus
4576
σέβομαιdevout
4577
σειράchain
4578
σεισμόςearthquake
4579
σείωmove
4580
ΣεκοῦνδοςSecundus
4581
ΣελεύκειαSeleucia
4582
σελήνηmoon
4583
σεληνιάζομαιbe a lunatic
4584
ΣεμεΐSemei
4585
σεμίδαλιςfine flour
4586
σεμνόςgrave
4587
σεμνότηςgravity
4588
ΣέργιοςSergius
4589
ΣήθSeth
4590
ΣήμSem
4591
σημαίνωsignify
4592
σημεῖονmiracle
4593
σημειόωnote
4594
σήμερονthis day
4595
σήπωbe corrupted
4596
σηρικόςsilk
4597
σήςmoth
4598
σητόβρωτοςmotheaten
4599
σθενόωstrengthen
4600
σιαγώνcheek
4601
σιγάωkeep close
4602
σιγήsilence
4603
σιδήρεοςiron
4604
σίδηροςiron
4605
ΣιδώνSidon
4606
Σιδώνιοςof Sidon
4607
σικάριοςmurderer
4608
σίκεραstrong drink
4609
ΣίλαςSilas
4610
ΣιλουανόςSilvanus
4611
ΣιλωάμSiloam
4612
σιμικίνθιονapron
4613
ΣίμωνSimon
4614
ΣινᾶSina
4615
σίναπιmustard
4616
σινδώνlinen
4617
σινιάζωsift
4618
σιτευτόςfatted
4619
σιτιστόςfatling
4620
σιτόμετρονportion of meat
4621
σῖτοςcorn
4622
ΣιώνSion
4623
σιωπάωdumb
4624
σκανδαλίζωoffend
4625
σκάνδαλονoccasion to fall
4626
σκάπτωdig
4627
σκάφηboat
4628
σκέλοςleg
4629
σκέπασμαraiment
4630
ΣκευᾶςSceva
4631
σκευήtackling
4632
σκεῦοςgoods
4633
σκηνήhabitation
4634
σκηνοπηγίαtabernacles
4635
σκηνοποιόςtent-maker
4636
σκῆνοςtabernacle
4637
σκηνόωdwell
4638
σκήνωμαtabernacle
4639
σκιάshadow
4640
σκιρτάωleap
4641
σκληροκαρδίαhardness of heart
4642
σκληρόςfierce
4643
σκληρότηςhardness
4644
σκληροτράχηλοςstiffnecked
4645
σκληρύνωharden
4646
σκολιόςcrooked
4647
σκόλοψthorn
4648
σκοπέωconsider
4649
σκοπόςmark
4650
σκορπίζωdisperse abroad
4651
σκορπίοςscorpion
4652
σκοτεινόςdark
4653
σκοτίαdark
4654
σκοτίζωdarken
4655
σκότοςdarkness
4656
σκοτόωbe full of darkness
4657
σκύβαλονdung
4658
ΣκύθηςScythian
4659
σκυθρωπόςof a sad countenance
4660
σκύλλωtrouble
4661
σκῦλονspoil
4662
σκωληκόβρωτοςeaten of worms
4663
σκώληξworm
4664
σμαράγδινοςemerald
4665
σμάραγδοςemerald
4666
σμύρναmyrrh
4667
ΣμύρναSmyrna
4668
Σμυρναῖοςin Smyrna
4669
σμυρνίζωmingle with myrrh
4670
ΣόδομαSodom
4671
σοίthee
4672
ΣολομώνSolomon
4673
σορόςbier
4674
σόςthine
4675
σοῦhome
4676
σουδάριονhandkerchief
4677
ΣουσάνναSusanna
4678
σοφίαwisdom
4679
σοφίζωcunningly devised
4680
σοφόςwise
4681
ΣπανίαSpain
4682
σπαράσσωrend
4683
σπαργανόωwrap in swaddling clothes
4684
σπαταλάωlive in pleasure
4685
σπάωdraw
4686
σπεῖραband
4687
σπείρωsow
4688
σπεκουλάτωρexecutioner
4689
σπένδωbe offered
4690
σπέρμαissue
4691
σπερμολόγοςbabbler
4692
σπεύδωhaste unto
4693
σπήλαιονcave
4694
σπιλάςspot
4695
σπιλόωdefile
4696
σπίλοςspot
4697
σπλαγχνίζομαιhave compassion
4698
σπλάγχνονbowels
4699
σπόγγοςspunge
4700
σποδόςashes
4701
σποράseed
4702
σπόριμοςcorn
4703
σπόροςseed
4704
σπουδάζωdo diligence
4705
σπουδαῖοςdiligent
4706
σπουδαιότερονvery diligently
4707
σπουδαιότεροςmore diligent
4708
σπουδαιοτέρωςmore carefully
4709
σπουδαίωςdiligently
4710
σπουδήbusiness
4711
σπυρίςbasket
4712
στάδιονfurlong
4713
στάμνοςpot
4714
στάσιςdissension
4715
στατήρpiece of money
4716
σταυρόςcross
4717
σταυρόωcrucify
4718
σταφυλήgrapes
4719
στάχυςear
4720
ΣτάχυςStachys
4721
στέγηroof
4722
στέγωbear
4723
στείροςbarren
4724
στέλλωavoid
4725
στέμμαgarland
4726
στεναγμόςgroaning
4727
στενάζωwith grief
4728
στενόςstrait
4729
στενοχωρέωdistress
4730
στενοχωρίαanguish
4731
στερεόςstedfast
4732
στερεόωestablish
4733
στερέωμαstedfastness
4734
ΣτεφανᾶςStephanas
4735
στέφανοςcrown
4736
ΣτέφανοςStephen
4737
στεφανόωcrown
4738
στῆθοςbreast
4739
στήκωstand
4740
στηριγμόςstedfastness
4741
στηρίζωfix
4742
στίγμαmark
4743
στιγμήmoment
4744
στίλβωshining
4745
στοάporch
4746
στοιβάςbranch
4747
στοιχεῖονelement
4748
στοιχέωwalk
4749
στολήlong clothing
4750
στόμαedge
4751
στόμαχοςstomach
4752
στρατείαwarfare
4753
στράτευμαarmy
4754
στρατεύομαιsoldier
4755
στρατηγόςcaptain
4756
στρατιάhost
4757
στρατιώτηςsoldier
4758
στρατολογέωchoose to be a soldier
4759
στρατοπεδάρχηςcaptain of the guard
4760
στρατόπεδονarmy
4761
στρεβλόωwrest
4762
στρέφωconvert
4763
στρηνιάωlive deliciously
4764
στρῆνοςdelicacy
4765
στρουθίονsparrow
4766
στρώννυμιmake bed
4767
στυγνητόςhateful
4768
στυγνάζωlower
4769
στῦλοςpillar
4770
ΣτωϊκόςStoick
4771
σύthou
4772
συγγένειαkindred
4773
συγγενήςcousin
4774
συγγνώμηpermission
4775
συγκάθημαιsit with
4776
συγκαθίζωsit together
4777
συγκακοπαθέωbe partaker of afflictions
4778
συγκακουχέωsuffer affliction with
4779
συγκαλέωcall together
4780
συγκαλύπτωcover
4781
συγκάμπτωbow down
4782
συγκαταβαίνωgo down with
4783
συγκατάθεσιςagreement
4784
συγκατατίθεμαιconsent
4785
συγκαταψηφίζωnumber with
4786
συγκεράννυμιmix with
4787
συγκινέωstir up
4788
συγκλείωconclude
4789
συγκληρονόμοςfellow -heir
4790
συγκοινωνέωcommunicate with
4791
συγκοινωνόςcompanion
4792
συγκομίζωcarry
4793
συγκρίνωcompare among
4794
συγκύπτωbow together
4795
συγκυρίαchance
4796
συγχαίρωrejoice in
4797
συγχέωconfound
4798
συγχράομαιhave dealings with
4799
σύγχυσιςconfusion
4800
συζάωlive with
4801
συζεύγνυμιjoin together
4802
συζητέωdispute
4803
συζήτησιςdisputation
4804
συζητητήςdisputer
4805
σύζυγοςyokefellow
4806
συζωοποιέωquicken together with
4807
συκάμινοςsycamine tree
4808
συκῆfig tree
4809
συκομωραίαsycamore tree
4810
σῦκονfig
4811
συκοφαντέωaccuse falsely
4812
συλαγωγέωspoil
4813
συλάωrob
4814
συλλαλέωcommune with
4815
συλλαμβάνωcatch
4816
συλλέγωgather
4817
συλλογίζομαιreason with
4818
συλλυπέωbe grieved
4819
συμβαίνωbe
4820
συμβάλλωconfer
4821
συμβασιλεύωreign with
4822
συμβιβάζωcompact
4823
συμβουλεύωconsult
4824
συμβούλιονconsultation
4825
σύμβουλοςcounsellor
4826
ΣυμεώνSimeon
4827
συμμαθητήςfellow disciple
4828
συμμαρτυρέωtestify unto
4829
συμμερίζομαιbe partaker with
4830
συμμέτοχοςpartaker
4831
συμμιμητήςfollower together
4832
σύμμορφοςconformed to
4833
συμμορφόωmake conformable unto
4834
συμπαθέωhave compassion
4835
συμπαθήςhaving compassion one of another
4836
συμπαραγίνομαιcome together
4837
συμπαρακαλέωcomfort together
4838
συμπαραλαμβάνωtake with
4839
συμπαραμένωcontinue with
4840
συμπάρειμιbe here present with
4841
συμπάσχωsuffer with
4842
συμπέμπωsend with
4843
συμπεριλαμβάνωembrace
4844
συμπίνωdrink with
4845
συμπληρόωcome
4846
συμπνίγωchoke
4847
συμπολίτηςfellow- citizen
4848
συμπορεύομαιgo with
4849
συμπόσιονcompany
4850
συμπρεσβύτεροςpresbyter
4851
συμφέρωbe better for
4852
σύμφημιconsent unto
4853
συμφυλέτηςcountryman
4854
σύμφυτοςplanted together
4855
συμφύωspring up with
4856
συμφωνέωagree together
4857
συμφώνησιςconcord
4858
συμφωνίαmusic
4859
σύμφωνοςconsent
4860
συμψηφίζωreckon
4861
σύμψυχοςlike-minded
4862
σύνbeside
4863
συνάγω+ accompany
4864
συναγωγήassembly
4865
συναγωνίζομαιstrive together with
4866
συναθλέωlabour with
4867
συναθροίζωcall together
4868
συναίρωreckon
4869
συναιχμάλωτοςfellowprisoner
4870
συνακολουθέωfollow
4871
συναλίζωassemble together
4872
συναναβαίνωcome up with
4873
συνανάκειμαιsit with
4874
συναναμίγνυμιhave company with
4875
συναναπαύομαιrefresh with
4876
συναντάωbefall
4877
συνάντησιςmeet
4878
συναντιλαμβάνομαιhelp
4879
συναπάγωcarry away with
4880
συναποθνήσκωbe dead with
4881
συναπόλλυμιperish with
4882
συναποστέλλωsend with
4883
συναρμολογέωbe fitly framed together
4884
συναρπάζωcatch
4885
συναυξάνωgrow together
4886
σύνδεσμοςband
4887
συνδέωbe bound with
4888
συνδοξάζωglorify together
4889
σύνδουλοςfellowservant
4890
συνδρομήrun together
4891
συνεγείρωraise up together
4892
συνέδριονcouncil
4893
συνείδησιςconscience
4894
συνείδωconsider
4895
σύνειμιbe with
4896
σύνειμιgather together
4897
συνεισέρχομαιgo in with
4898
συνέκδημοςcompanion in travel
4899
συνεκλεκτόςelected together with
4900
συνελαύνω+ set at one again
4901
συνεπιμαρτυρέωalso bear witness
4902
συνέπομαιaccompany
4903
συνεργέωhelp with
4904
συνεργόςcompanion in labour
4905
συνέρχομαιaccompany
4906
συνεσθίωeat with
4907
σύνεσιςknowledge
4908
συνετόςprudent
4909
συνευδοκέωallow
4910
συνευωχέωfeast with
4911
συνεφίστημιrise up together
4912
συνέχωconstrain
4913
συνήδομαιdelight
4914
συνήθειαcustom
4915
συνηλικιώτηςequal
4916
συνθάπτωbury with
4917
συνθλάωbreak
4918
συνθλίβωthrong
4919
συνθρύπτωbreak
4920
συνίημιconsider
4921
συνιστάωapprove
4922
συνοδεύωjourney with
4923
συνοδίαcompany
4924
συνοικέωdwell together
4925
συνοικοδομέωbuild together
4926
συνομιλέωtalk with
4927
συνομορέωjoin hard
4928
συνοχήanguish
4929
συντάσσωappoint
4930
συντέλειαend
4931
συντελέωend
4932
συντέμνωshort
4933
συντηρέωkeep
4934
συντίθεμαιagree
4935
συντόμωςa few words
4936
συντρέχωrun together with
4937
συντρίβωbreak
4938
σύντριμμαdestruction
4939
σύντροφοςbrought up with
4940
συντυγχάνωcome at
4941
ΣυντύχηSyntyche
4942
συνυποκρίνομαιdissemble with
4943
συνυπουργέωhelp together
4944
συνωδίνωtravail in pain together
4945
συνωμοσίαcomspiracy
4946
ΣυράκουσαιSyracuse
4947
ΣυρίαSyria
4948
ΣύροςSyrian
4949
ΣυροφοίνισσαSyrophenician
4950
σύρτιςquicksands
4951
σύρωdrag
4952
συσπαράσσωthrow down
4953
σύσσημονtoken
4954
σύσσωμοςof the same body
4955
συστασιαστήςmake insurrection with
4956
συστατικόςof commendation
4957
συσταυρόωcrucify with
4958
συστέλλωshort
4959
συστενάζωgroan together
4960
συστοιχέωanswer to
4961
συστρατιώτηςfellowsoldier
4962
συστρέφωgather
4963
συστροφή+ band together
4964
συσχηματίζωconform to
4965
ΣυχάρSychar
4966
ΣυχέμSychem
4967
σφαγήslaughter
4968
σφάγιονslain beast
4969
σφάζωkill
4970
σφόδραexceeding
4971
σφοδρῶςexceedingly
4972
σφραγίζωseal up
4973
σφραγίςseal
4974
σφυρόνancle bone
4975
σχεδόνalmost
4976
σχῆμαfashion
4977
σχίζωbreak
4978
σχίσμαdivision
4979
σχοινίονsmall cord
4980
σχολάζωempty
4981
σχολήschool
4982
σώζωheal
4983
σῶμαbodily
4984
σωματικόςbodily
4985
σωματικῶςbodily
4986
ΣώπατροςSopater
4987
σωρεύωheap
4988
ΣωσθένηςSosthenes
4989
ΣωσίπατροςSosipater
4990
σωτήρsaviour
4991
σωτηρίαdeliver
4992
σωτήριονsalvation
4993
σωφρονέωbe in right mind
4994
σωφρονίζωteach to be sober
4995
σωφρονισμόςsound mind
4996
σωφρόνωςsoberly
4997
σωφροσύνηsoberness
4998
σώφρωνdiscreet
4999
Ταβέρναιtaverns
5000
ΤαβιθάTabitha
5001
τάγμαorder
5002
τακτόςset
5003
ταλαιπωρέωbe afflicted
5004
ταλαιπωρίαmisery
5005
ταλαίπωροςwretched
5006
ταλαντιαῖοςweight of a talent
5007
τάλαντονtalent
5008
ταλιθάtalitha
5009
ταμεῖονsecret chamber
5010
τάξιςorder
5011
ταπεινόςbase
5012
ταπεινοφροσύνηhumbleness of mind
5013
ταπεινόωabase
5014
ταπείνωσιςhumiliation
5015
ταράσσωtrouble
5016
ταραχήtrouble
5017
τάραχοςstir
5018
Ταρσεύςof Tarsus
5019
ΤαρσόςTarsus
5020
ταρταρόωcast down to hell
5021
τάσσωaddict
5022
ταῦροςbull
5023
ταῦτα+ afterward
5024
ταὐτάeven thus
5025
ταύταιςhence
5026
ταύτῃher
5027
ταφήbury
5028
τάφοςsepulchre
5029
τάχαperadventure
5030
ταχέωςhastily
5031
ταχινόςshortly
5032
τάχιονout
5033
τάχιστα+ with all speed
5034
τάχος+ quickly
5035
ταχύlightly
5036
ταχύςswift
5037
τέalso
5038
τεῖχοςwall
5039
τεκμήριονinfallible proof
5040
τεκνίονlittle children
5041
τεκνογονέωbear children
5042
τεκνογονίαchildbearing
5043
τέκνονchild
5044
τεκνοτροφέωbring up children
5045
τέκτωνcarpenter
5046
τέλειοςof full age
5047
τελειότηςperfection
5048
τελειόωconsecrate
5049
τελείωςto the end
5050
τελείωσιςperfection
5051
τελειωτήςfinisher
5052
τελεσφορέωbring fruit to perfection
5053
τελευτάωbe dead
5054
τελευτήdeath
5055
τελέωaccomplish
5056
τέλος+ continual
5057
τελώνηςpublican
5058
τελώνιονreceipt of custom
5059
τέραςwonder
5060
ΤέρτιοςTertius
5061
ΤέρτυλλοςTertullus
5062
τεσσαράκονταforty
5063
τεσσαρακονταετήςforty years
5064
τέσσαρεςfour
5065
τεσσαρεσκαιδέκατοςfourteenth
5066
τεταρταῖοςfour days
5067
τέταρτοςfour
5068
τετράγωνοςfoursquare
5069
τετράδιονquaternion
5070
τετρακισχίλιοιfour thousand
5071
τετρακόσιοιfour hundred
5072
τετράμηνονfour months
5073
τετραπλόοςfourfold
5074
τετράπουςfourfooted beast
5075
τετραρχέωtetrarch
5076
τετράρχηςtetrarch
5077
τεφρόωturn to ashes
5078
τέχνηart
5079
τεχνίτηςbuilder
5080
τήκωmelt
5081
τηλαυγῶςclearly
5082
τηλικοῦτοςso great
5083
τηρέωhold fast
5084
τήρησιςhold
5085
ΤιβεριάςTiberias
5086
ΤιβέριοςTiberius
5087
τίθημι+ advise
5088
τίκτωbear
5089
τίλλωpluck
5090
ΤιμαῖοςTimæus
5091
τιμάωhonour
5092
τιμήhonour
5093
τίμιοςdear
5094
τιμιότηςcostliness
5095
ΤιμόθεοςTimotheus
5096
ΤίμωνTimon
5097
τιμωρέωpunish
5098
τιμωρίαpunishment
5099
τίνωbe punished with
5100
τὶςa
5101
τίςevery man
5102
τίτλοςtitle
5103
ΤίτοςTitus
5104
τοίas
5105
τοιγαροῦνthere-fore
5106
τοίνυνthen
5107
τοιόσδεsuch
5108
τοιοῦτοςlike
5109
τοῖχοςwall
5110
τόκοςusury
5111
τολμάωbe bold
5112
τολμηρότερονthe more boldly
5113
τολμητήςpresumptuous
5114
τομώτεροςsharper
5115
τόξονbow
5116
τοπάζιονtopaz
5117
τόποςcoast
5118
τοσοῦτοςas large
5119
τότεthat time
5120
τοῦhis
5121
τοὐναντίονcontrariwise
5122
τοὔνομαnamed
5123
τουτέστιthat is
5124
τοῦτοhere
5125
τούτοιςsuch
5126
τοῦτονhim
5127
τούτουhere
5128
τούτουςsuch
5129
τούτῳhereby
5130
τούτωνsuch
5131
τράγοςgoat
5132
τράπεζαbank
5133
τραπεζίτηςexchanger
5134
τραῦμαwound
5135
τραυματίζωwound
5136
τραχηλίζωopened
5137
τράχηλοςneck
5138
τραχύςrock
5139
ΤραχωνῖτιςTrachonitis
5140
τρεῖςthree
5141
τρέμωbe afraid
5142
τρέφωbring up
5143
τρέχωhave course
5144
τριάκονταthirty
5145
τριακόσιοιthree hundred
5146
τρίβολοςbrier
5147
τρίβοςpath
5148
τριετίαspace of three years
5149
τρίζωgnash
5150
τρίμηνονthree months
5151
τρίςthree times
5152
τρίστεγονthird loft
5153
τρισχίλιοιthree thousand
5154
τρίτοςthird
5155
τρίχινοςof hair
5156
τρόμος+ tremble
5157
τροπήturning
5158
τρόποςas
5159
τροποφορέωsuffer the manners
5160
τροφήfood
5161
ΤρόφιμοςTrophimus
5162
τροφόςnurse
5163
τροχιάpath
5164
τροχόςcourse
5165
τρύβλιονdish
5166
τρυγάωgather
5167
τρυγώνturtle-dove
5168
τρυμαλιάeye
5169
τρύπημαeye
5170
ΤρύφαιναTryphena
5171
τρυφάωlive in pleasure
5172
τρυφήdelicately
5173
ΤρυφῶσαTryphosa
5174
ΤρωάςTroas
5175
ΤρωγύλλιονTrogyllium
5176
τρώγωeat
5177
τυγχάνωbe
5178
τυμπανίζωtorture
5179
τύποςen-ample
5180
τύπτωbeat
5181
ΤύραννοςTyrannus
5182
τυρβάζωtrouble
5183
Τύριοςof Tyre
5184
ΤύροςTyre
5185
τυφλόςblind
5186
τυφλόωblind
5187
τυφόωhigh-minded
5188
τύφωsmoke
5189
τυφωνικόςtempestuous
5190
ΤυχικόςTychicus
5191
ὑακίνθινοςjacinth
5192
ὑάκινθοςjacinth
5193
ὑάλινοςof glass
5194
ὕαλοςglass
5195
ὑβρίζωuse despitefully
5196
ὕβριςharm
5197
ὑβριστήςdespiteful
5198
ὑγιαίνωbe in health
5199
ὑγιήςsound
5200
ὑγρόςgreen
5201
ὑδρίαwater-pot
5202
ὑδροποτέωdrink water
5203
ὑδρωπικόςhave the dropsy
5204
ὕδωρwater
5205
ὑετόςrain
5206
υἱοθεσίαadoption
5207
υἱόςchild
5208
ὕληmatter
5209
ὑμᾶςye
5210
ὑμεῖςye
5211
ὙμεναῖοςHymenæus
5212
ὑμέτεροςyour
5213
ὑμῖνye
5214
ὑμνέωsing a hymn
5215
ὕμνοςhymn
5216
ὑμῶνye
5217
ὑπάγωdepart
5218
ὑπακοήobedience
5219
ὑπακούωhearken
5220
ὕπανδροςwhich hath an husband
5221
ὑπαντάωmeet
5222
ὑπάντησιςmeeting
5223
ὕπαρξιςgoods
5224
ὑπάρχονταgoods
5225
ὑπάρχωafter
5226
ὑπείκωsubmit self
5227
ὑπεναντίοςadversary
5228
ὑπέρabove
5229
ὑπεραίρομαιexalt self
5230
ὑπέρακμος+ pass the flower of age
5231
ὑπεράνωfar above
5232
ὑπεραυξάνωgrow exceedingly
5233
ὑπερβαίνωgo beyond
5234
ὑπερβαλλόντωςbeyond measure
5235
ὑπερβάλλωexceeding
5236
ὑπερβολήabundance
5237
ὑπερείδωwink at
5238
ὑπερέκειναbeyond
5239
ὑπερεκτείνωstretch beyond
5240
ὑπερεκχύνωrun over
5241
ὑπερεντυγχάνωmake intercession for
5242
ὑπερέχωbetter
5243
ὑπερηφανίαpride
5244
ὑπερήφανοςproud
5245
ὑπερνικάωmore than conquer
5246
ὑπέρογκοςgreat swelling
5247
ὑπεροχήauthority
5248
ὑπερπερισσεύωabound much more
5249
ὑπερπερισσῶςbeyond measure
5250
ὑπερπλεονάζωbe exceeding abundant
5251
ὑπερυψόωhighly exalt
5252
ὑπερφρονέωthink more highly
5253
ὑπερῷονupper chamber
5254
ὑπέχωsuffer
5255
ὑπήκοοςobedient
5256
ὑπηρετέωminister
5257
ὑπηρέτηςminister
5258
ὕπνοςsleep
5259
ὑπόamong
5260
ὑποβάλλωsuborn
5261
ὑπογραμμόςexample
5262
ὑπόδειγμαen-ample
5263
ὑποδείκνυμιshow
5264
ὑποδέχομαιreceive
5265
ὑποδέωbind on
5266
ὑπόδημαshoe
5267
ὑπόδικοςguilty
5268
ὑποζύγιονass
5269
ὑποζώννυμιundergirt
5270
ὑποκάτωunder
5271
ὑποκρίνομαιfeign
5272
ὑπόκρισιςcondemnation
5273
ὑποκριτήςhypocrite
5274
ὑπολαμβάνωanswer
5275
ὑπολείπωbe left
5276
ὑπολήνιονwinefat
5277
ὑπολιμπάνωleave
5278
ὑπομένωabide
5279
ὑπομιμνήσκωput in mind
5280
ὑπόμνησιςremembrance
5281
ὑπομονήenduring
5282
ὑπονοέωthink
5283
ὑπόνοιαsurmising
5284
ὑποπλέωsail under
5285
ὑποπνέωblow softly
5286
ὑποπόδιονfootstool
5287
ὑπόστασιςconfidence
5288
ὑποστέλλωdraw back
5289
ὑποστολήdraw back
5290
ὑποστρέφωcome again
5291
ὑποστρώννυμιspread
5292
ὑποταγήsubjection
5293
ὑποτάσσωbe under obedience
5294
ὑποτίθημιlay down
5295
ὑποτρέχωrun under
5296
ὑποτύπωσιςform
5297
ὑποφέρωbear
5298
ὑποχωρέωgo aside
5299
ὑπωπιάζωkeep under
5300
ὗςsow
5301
ὕσσωποςhyssop
5302
ὑστερέωcome behind
5303
ὑστέρημαthat which is behind
5304
ὑστέρησιςwant
5305
ὕστερονafterward
5306
ὕστεροςlatter
5307
ὑφαντόςwoven
5308
ὑψηλόςhigh
5309
ὑψηλοφρονέωbe highminded
5310
ὕψιστοςmost high
5311
ὕψοςbe exalted
5312
ὑψόωexalt
5313
ὕψωμαheight
5314
φάγοςgluttonous
5315
φάγωeat
5316
φαίνωappear
5317
ΦάλεκPhalec
5318
φανερόςabroad
5319
φανερόωappear
5320
φανερῶςevidently
5321
φανέρωσιςmanifestation
5322
φανόςlantern
5323
ΦανουήλPhanuel
5324
φαντάζωsight
5325
φαντασίαpomp
5326
φάντασμαspirit
5327
φάραγξvalley
5328
ΦαραώPharaoh
5329
ΦάρεςPhares
5330
ΦαρισαῖοςPharisee
5331
φαρμακείαsorcery
5332
φαρμακεύςsorcerer
5333
φάρμακοςsorcerer
5334
φάσιςtidings
5335
φάσκωaffirm
5336
φάτνηmanager
5337
φαῦλοςevil
5338
φέγγοςlight
5339
φείδομαιforbear
5340
φειδομένωςsparingly
5341
φελόνηςcloke
5342
φέρωbe
5343
φεύγωescape
5344
ΦῆλιξFelix
5345
φήμηfame
5346
φημίaffirm
5347
ΦῆστοςFestus
5348
φθάνωattain
5349
φθαρτόςcorruptible
5350
φθέγγομαιspeak
5351
φθείρωcorrupt
5352
φθινοπωρινόςwhose fruit withereth
5353
φθόγγοςsound
5354
φθονέωenvy
5355
φθόνοςenvy
5356
φθοράcorruption
5357
φιάληvial
5358
φιλάγαθοςlove of good men
5359
ΦιλαδέλφειαPhiladelphia
5360
φιλαδελφίαbrotherly love
5361
φιλάδελφοςlove as brethren
5362
φίλανδροςlove their husbands
5363
φιλανθρωπίαkindness
5364
φιλανθρώπωςcourteously
5365
φιλαργυρίαlove of money
5366
φιλάργυροςcovetous
5367
φίλαυτοςlover of own self
5368
φιλέωkiss
5369
φιλήδονοςlover of pleasure
5370
φίλημαkiss
5371
ΦιλήμωνPhilemon
5372
ΦίλητοςPhiletus
5373
φιλίαfriendship
5374
ΦιλιππήσιοςPhilippian
5375
ΦίλιπποιPhilippi
5376
ΦίλιπποςPhilip
5377
φιλόθεοςlover of God
5378
ΦιλόλογοςPhilologus
5379
φιλονεικίαstrife
5380
φιλόνεικοςcontentious
5381
φιλονεξίαentertain stranger
5382
φιλόξενοςgiven to hospitality
5383
φιλοπρωτεύωlove to have the preeminence
5384
φίλοςfriend
5385
φιλοσοφίαphilosophy
5386
φιλόσοφοςphilosopher
5387
φιλόστοργοςkindly affectioned
5388
φιλότεκνοςlove their children
5389
φιλοτιμέομαιlabour
5390
φιλοφρόνωςcourteously
5391
φιλόφρωνcourteous
5392
φιμόωmuzzle
5393
ΦλέγωνPhlegon
5394
φλογίζωset on fire
5395
φλόξflame
5396
φλυαρέωprate against
5397
φλύαροςtattler
5398
φοβερόςfearful
5399
φοβέωbe afraid
5400
φόβητρονfearful sight
5401
φόβοςbe afraid
5402
ΦοίβηPhebe
5403
ΦοινίκηPhenice
5404
φοῖνιξpalm
5405
ΦοῖνιξPhenice
5406
φονεύςmurderer
5407
φονεύωkill
5408
φόνοςmurder
5409
φορέωbear
5410
Φόρονforum
5411
φόροςtribute
5412
φορτίζωlade
5413
φορτίονburden
5414
φόρτοςlading
5415
ΦορτουνᾶτοςFortunatus
5416
φραγέλλιονscourge
5417
φραγελλόωscourge
5418
φραγμόςhedge
5419
φράζωdeclare
5420
φράσσωstop
5421
φρέαρwell
5422
φρεναπατάωdeceive
5423
φρεναπάτηςdeceiver
5424
φρήνunderstanding
5425
φρίσσωtremble
5426
φρονέωset the affection on
5427
φρόνημαmind
5428
φρόνησιςprudence
5429
φρόνιμοςwise
5430
φρονίμωςwisely
5431
φροντίζωbe careful
5432
φρουρέωkeep
5433
φρυάσσωrage
5434
φρύγανονstick
5435
ΦρυγίαPhrygia
5436
ΦύγελλοςPhygellus
5437
φυγήflight
5438
φυλακήcage
5439
φυλακίζωimprison
5440
φυλακτήριονphylactery
5441
φύλαξkeeper
5442
φυλάσσωbeward
5443
φυλήkindred
5444
φύλλονleaf
5445
φύραμαlump
5446
φυσικόςnatural
5447
φυσικῶςnaturally
5448
φυσιόωpuff up
5449
φύσιςkind
5450
φυσίωσιςswelling
5451
φυτείαplant
5452
φυτεύωplant
5453
φύωspring
5454
φωλεόςhole
5455
φωνέωcall
5456
φωνήnoise
5457
φῶςfire
5458
φωστήρlight
5459
φωσφόροςday star
5460
φωτεινόςbright
5461
φωτίζωenlighten
5462
φωτισμόςlight
5463
χαίρωfarewell
5464
χάλαζαhail
5465
χαλάωlet down
5466
ΧαλδαῖοςChaldæan
5467
χαλεπόςfierce
5468
χαλιναγωγέωbridle
5469
χαλινόςbit
5470
χάλκεοςbrass
5471
χαλκεύςcoppersmith
5472
χαλκηδώνchalcedony
5473
χαλκίονbrazen vessel
5474
χαλκολίβανονfine brass
5475
χαλκόςbrass
5476
χαμαίon the ground
5477
ΧαναάνChanaan
5478
Χανααναῖοςof Canaan
5479
χαράgladness
5480
χάραγμαgraven
5481
χαρακτήρexpress image
5482
χάραξtrench
5483
χαρίζομαιdeliver
5484
χάρινbe- cause of
5485
χάριςacceptable
5486
χάρισμαgift
5487
χαριτόωmake accepted
5488
ΧαῤῥάνCharran
5489
χάρτηςpaper
5490
χάσμαgulf
5491
χεῖλοςlip
5492
χειμάζωbe tossed with tempest
5493
χείμαῤῥοςbrook
5494
χειμώνtempest
5495
χείρhand
5496
χειραγωγέωlead by the hand
5497
χειραγωγόςsome to lead by the hand
5498
χειρόγραφονhandwriting
5499
χειροποίητοςmade by hands
5500
χειροτονέωchoose
5501
χείρωνsorer
5502
χερουβίμcherubims
5503
χήραwidow
5504
χθέςyesterday
5505
χιλιάςthousand
5506
χιλίαρχοςcaptain
5507
χίλιοιthousand
5508
ΧίοςChios
5509
χιτώνclothes
5510
χιώνsnow
5511
χλαμύςrobe
5512
χλευάζωmock
5513
χλιαρόςlukewarm
5514
ΧλόηChloe
5515
χλωρόςgreen
5516
χξϛsix hundred threescore and six
5517
χοϊκόςearthy
5518
χοῖνιξmeasure
5519
χοῖροςswine
5520
χολάωbe angry
5521
χολήgall
5522
χόοςdust
5523
ΧοραζίνChorazin
5524
χορηγέωgive
5525
χορόςdancing
5526
χορτάζωfeed
5527
χόρτασμαsustenance
5528
χόρτοςblade
5529
ΧουζᾶςChuza
5530
χράομαιentreat
5531
χράωlend
5532
χρείαbusiness
5533
χρεωφειλέτηςdebtor
5534
χρήought
5535
χρῄζωneed
5536
χρῆμαmoney
5537
χρηματίζωbe called
5538
χρηματισμόςanswer of God
5539
χρήσιμοςprofit
5540
χρῆσιςuse
5541
χρηστεύομαιbe kind
5542
χρηστολογίαgood words
5543
χρηστόςbetter
5544
χρηστότηςgentleness
5545
χρῖσμαanointing
5546
ΧριστιανόςChristian
5547
ΧριστόςChrist
5548
χρίωanoint
5549
χρονίζωdelay
5550
χρόνος+ years old
5551
χρονοτριβέωspend time
5552
χρύσεοςof gold
5553
χρυσίονgold
5554
χρυσοδακτύλιοςwith a gold ring
5555
χρυσόλιθοςchrysolite
5556
χρυσόπρασοςchrysoprase
5557
χρυσόςgold
5558
χρυσόωdeck
5559
χρώςbody
5560
χωλόςcripple
5561
χώραcoast
5562
χωρέωcome
5563
χωρίζωdepart
5564
χωρίονfield
5565
χωρίςbeside
5566
χῶροςnorth west
5567
ψάλλωmake melody
5568
ψαλμόςpsalm
5569
ψευδάδελφοςfalse brethren
5570
ψευδαπόστολοςfalse teacher
5571
ψευδήςfalse
5572
ψευδοδιδάσκαλοςfalse teacher
5573
ψευδολόγοςspeaking lies
5574
ψεύδομαιfalsely
5575
ψευδομάρτυρfalse witness
5576
ψευδομαρτυρέωbe a false witness
5577
ψευδομαρτυρίαfalse witness
5578
ψευδοπροφήτηςfalse prophet
5579
ψεῦδοςlie
5580
ψευδόχριστοςfalse Christ
5581
ψευδώνυμοςfalsely so called
5582
ψεῦσμαlie
5583
ψεύστηςliar
5584
ψηλαφάωfeel after
5585
ψηφίζωcount
5586
ψῆφοςstone
5587
ψιθυρισμόςwhispering
5588
ψιθυριστήςwhisperer
5589
ψιχίονcrumb
5590
ψυχήheart
5591
ψυχικόςnatural
5592
ψύχοςcold
5593
ψυχρόςcold
5594
ψύχωwax cold
5595
ψωμίζωfeed
5596
ψωμίονsop
5597
ψώχωrub
5598
ΩOmega
5599
O
5600
+ appear
5601
ὨβήδObed
5602
ὧδεhere
5603
ᾠδήsong
5604
ὠδίνpain
5605
ὠδίνωtravail in
5606
ὦμοςshoulder
5607
ὤνbe
5609
ὠόνegg
5610
ὥραday
5611
ὡραῖοςbeautiful
5612
ὠρύομαιroar
5613
ὡςabout
5614
ὡσαννάhosanna
5615
ὡσαύτωςeven so
5616
ὡσείabout
5617
ὩσηέOsee
5618
ὥσπερas
5619
ὡσπερείas
5620
ὥστεas
5621
ὠτίονear
5622
ὠφέλειαadvantage
5623
ὠφελέωadvantage
5624
ὠφέλιμοςprofit